Τα έγγραφα, υπάρχουν στην πρώτη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε από δύο πραγματογνώμονες, κατ’ εντολή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας. Η έρευνα ξεκίνησε στις 2/3/2023 και παραδόθηκε τον Ιούνιο του 2023.
Με πληροφορίες απο το dnews.gr
Στα έγγραφα του Χημείου του Κράτους, στο οποίο και εστάλησαν τα δείγματα που ελήφθησαν, αναφέρονται όλες οι ουσίες, που ταυτοποιήθηκαν, μεταξύ των οποίων και το ξυλόλιο. Όπως αναφέρεται στα έγγραφα που παρουσιάζει σήμερα το Dnews, τα δείγματα ελήφθησαν από την Χημική Υπηρεσία Λάρισας, στις 29/3/2023, ένα μήνα δηλαδή, μετά το δυστύχημα, κάτι που σαφώς εγείρει ερωτηματικά, για την τεράστια αργοπορία. Από το Γενικό Χημείο του Κράτους, παραλήφθηκαν στις 6/4/2023, έκαναν δηλαδή να φτάσουν στα εργαστήρια μία εβδομάδα! Στα δείγματα από την εξωτερική επιφάνεια της εμπορικής αμαξοστοιχίας, σύμφωνα με το έγγραφο, ταυτοποιήθηκαν, εκτός των άλλων, κυκλικά μεθυλοσιλοξάνια και ξυλόλιο.
Στο δεύτερο δείγμα, το οποίο ελήφθη επίσης στις 29/3/2023 και ήταν μέρος από τον υαλοβάμβακα της πρώτης ηλεκτράμαξας της εμπορευματικής αμαξοστοιχίας, ταυτοποιήθηκε, επίσης ξυλόλιο.
Σύμφωνα και με τα δύο έγγραφα λοιπόν, αλλά και άλλα τέσσερα, που επίσης αναφέρουν την ύπαρξη ξυλόλιου, οι Αρχές, ήξεραν από τις 3 Μαΐου, την ταυτοποίηση του ξυλόλιου, σε δείγματα από την εμπορική αμαξοστοιχία και ας ισχυρίζονταν το αντίθετο.
Επίσης, είναι πραγματικά άξιο απορίας, πώς και με ποιο πρωτόκολλο, η ομάδα έρευνας και διάσωσης, άφησε να περάσει ένας μήνας για να πάρουν δείγματα από τα δύο τρένα και να τα στείλουν για ανάλυση, στο Γενικό Χημείο του κράτους. Τα δείγματα αυτά, όπως τελικά συνάγεται, πάρθηκαν μετά τη μεταφορά των συρμών σε άλλο σημείο, από αυτό του δυστυχήματος, κάτι που δεν συμβαδίζει με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρωτόκολλα.
Ένα άλλο σημείο από την έκθεση, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι από τις ηλεκτράμαξες των δύο τρένων, ανακτήθηκε το καταγραφικό μόνον της εμπορικής αμαξοστοιχίας, καθώς αυτό της επιβατικής, όπως σημειώνεται δεν βρέθηκε ποτέ. Από την ανάλυση δε του καταγραφικού, όπως αναφέρει η έκθεση, διαπιστώθηκε ότι «το συγκεκριμένο καταγραφικό ήταν απενεργοποιημένο από τις 19/06/2018, όταν ήταν και η τελευταία ημερομηνία καταγραφής δεδομένων».
Η έκθεση αναφέρει όλα τα συστήματα ασφαλείας, που δεν λειτουργούσαν στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «…τα συστήματα ελέγχου κατάληψης πεδίων γραμμής και η φωτοσήμανση αυτών, ενώ ήταν εγκατεστημένα, δεν λειτουργούσαν», με συνέπεια «να μην λειτουργεί επίσης και το Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας Λάρισας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει Κεντρικός Χειριστής που να επιτηρεί το Σταθμάρχη Λάρισας και να μπορεί να παρέμβει, σε περίπτωση λανθασμένων χειρισμών. Σε περίπτωση δυσλειτουργίας ή βλάβης του συστήματος ελέγχου κατάληψης πεδίου γραμμής, για να μην διακινδυνεύσει η ασφάλεια των συρμών, τα πεδία «μπαίνουν», αυτόματα σε κατάσταση κατειλημμένου και φωτοσημαίνονται ερυθρά, έως ότου αρθεί η βλάβη. Για το λόγο αυτό η κίνηση των συρμών, στο συγκεκριμένο κομμάτι σιδηροδρομικής γραμμής, γίνονταν με εντολή υπέρβασης ερυθρών φωτοσημάτων, από τον εκάστοτε σταθμάρχη», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Και εδώ η έκθεση αναφέρει, το βασικό στοιχείο, στο οποίο συμφωνούν φυσικά όλοι. Ότι αν λειτουργούσαν τα συστήματα ασφαλείας, δεν θα συνέβαινε το δυστύχημα. Αναφέρει λοιπόν η έκθεση:
«Ο μηχανοδηγός, είναι αναγκασμένος, με εντολή σταθμάρχη, να κινείται κατά παράβαση των κανόνων κυκλοφορίας συρμών. Η ύπαρξη λειτουργούντων ελεγχόμενων πεδίων γραμμής, ή ορθή φωτοσήμανση και η συμμόρφωση του μηχανοδηγού με τους κανόνες κυκλοφορίας συρμών, θα απέτρεπαν το συμβάν».
Όπως σημειώνεται δηλαδή, οι μηχανοδηγοί ήταν αναγκασμένοι και με εντολή σταθμαρχών, να κινούνται κατά παράβαση των κανονισμών!
Η έκθεση είναι αποκαλυπτική. Τόσο για την ταυτοποίηση ξυλολίου, ένα μήνα μετά το δυστύχημα, όσο και για τις συνθήκες κυκλοφορίας των συρμών. Ακόμα και το ανθρώπινο λάθος, θα μπορούσε να μην είχε οδηγήσει σε αυτή την τραγωδία, αν είχαν εγκατασταθεί και λειτουργούσαν, τα προβλεπόμενα συστήματα ασφαλείας ή αν είχε επισκευαστεί το κέντρο τηλεδιοίκησης της Λάρισας, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά το καλοκαίρι του 2019.