Έτος δίχως καλοκαίρι, επίσης χρονιά δίχως καλοκαίρι, χαρακτηρίστηκε η χρονιά 1816, που ακολούθησε την έκρηξη του όρους Ταμπόρα που σημειώθηκε τον Απρίλιο του 1815, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον ηφαιστειακό χειμώνα μέσα στο καλοκαίρι του 1816. Συνέπεια η παγκόσμια θερμοκρασία να μειωθεί κατά 0,4 – 0,7°C. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει έλλειψη τροφής σε όλο το βόρειο ημισφαίριο.
Φωτογραφία: By Jialiang Gao (peace-on-earth.org) – Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=15669957
Έχει υπολογιστεί ότι ο δείκτης μεγέθους της ηφαιστειακής έκρηξης (VEI – Volcanic Explosivity Index) ήταν ίσος με 7 (με μέγιστο της κλίμακας το 8) και ο όγκος των υλικών που εκτοξεύτηκαν έφτασε τα 100 κυβικά χιλιόμετρα.
Τα δεδομένα αυτά κατατάσσουν την τότε έκρηξη του ηφαιστείου ως την μεγαλύτερη και πιο θανατηφόρα έκρηξη στην καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία.
Η έκρηξη ακούστηκε μέχρι το νησί Σουμάτρα, περισσότερα από 2.000 χιλιόμετρα μακριά. Βαριά ηφαιστειακή τέφρα παρατηρήθηκε τόσο μακριά όσο το Βόρνεο, Σουλαουέζι, η Ιάβα και τις Μολούκες. Οι περισσότεροι θάνατοι από την έκρηξη ήταν από την πείνα και τις ασθένειες, καθώς το ηφαιστειακό νέφος κατέστρεψε την αγροτική παραγωγικότητα στην τοπική περιοχή.
Ο απολογισμός των νεκρών ήταν τουλάχιστον 71.000 άνθρωποι, από τους οποίους οι 11.000 – 12.000 σκοτώθηκαν άμεσα από την έκρηξη. Ο συχνά αναφερόμενος αριθμός των 92.000 θανάτων πιστεύεται ότι είναι υπερτιμημένος.
Η έκρηξη προκάλεσε παγκόσμιες κλιματικές ανωμαλίες που περιελάμβανε το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «ηφαιστειακός χειμώνας»: το 1816 έγινε γνωστό ως το «έτος χωρίς καλοκαίρι» λόγω της επίδρασης στο βορειοαμερικανικό και ευρωπαϊκό καιρό. Οι γεωργικές καλλιέργειες καταστράφηκαν και το ζωικό κεφάλαιο πέθανε στο μεγαλύτερο μέρος του βόρειου ημισφαιρίου, με αποτέλεσμα το χειρότερο λιμό του 19ου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια μιας ανασκαφής το 2004, μια ομάδα αρχαιολόγων ανακάλυψε ένα πολιτισμό που παρέμενε θαμμένος από την έκρηξη του 1815. Είχε διατηρηθεί ανέπαφος κάτω από 3 μέτρα πυροκλαστικών ροών. Στο χώρο, που ονομάστηκε η Πομπηία της Ανατολής, τα αντικείμενα διατηρήθηκαν στις θέσεις που είχαν το 1815. Η πόλη φιλοξενούσε 10.000 κατοίκους