Γεννήθηκε στη Λάρνακα στις 29 Ιουνίου 1939.
Έπεσε μαχόμενος στο χωριό Ορά, της επαρχίας Λάρνακας, στις 21 Μαρτίου 1957.
Γονείς : Μιχάλης και Άννα Κυπριανού
Αδέλφια : Χρυσούλα, Ευάγγελος, Ανδρέας, Μάρω, Μαλβίνα
https://twitter.com/panapotis/status/1770691972430196942?s=61&t=69qM24fvfz5o3nkoW_wjtw
Ο Πετράκης Κυπριανού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στη Λάρνακα και ήταν μαθητής στην τρίτη τάξη της Αμερικανικής Ακαδημίας Λάρνακας, όταν αποβλήθηκε προσωρινά από το σχολείο του με την κατηγορία ότι έριχνε φυλλάδια της ΕΟΚΑ, ύψωνε την ελληνική σημαία και ξεσήκωνε τους συμμαθητές του σε διαδηλώσεις. Μελετούσε στο μεταξύ μόνος του, ενώ παράλληλα εντάχθηκε στις ομάδες κρούσεως και εκτελεστικού της ΕΟΚΑ στη Λάρνακα. Την Κυριακή, 23 Σεπτεμβρίου 1956, πήρε μέρος στην εκτέλεση Άγγλου λοχία και αναγνωρίστηκε, αλλά διέφυγε τη σύλληψη και ενώθηκε με τους αντάρτες στην ορεινή περιοχή της Λάρνακας, όπου πήρε μέρος σε πολλές αποστολές και επιθέσεις εναντίον των κατοχικών δυνάμεων.
Το Μάρτιο του 1957 προδόθηκε το κρησφύγετό του, μεταξύ Λάγιας και Ακαπνούς, οι αντάρτες όμως διέφυγαν τη σύλληψη και αφού περιπλανήθηκαν μερικές μέρες κυνηγημένοι από τους Άγγλους, κατέληξαν στην Αναφωτίδα. Για λόγους ασφάλειας ο τομεάρχης χώρισε τους καταζητούμενους με ευθύνη δράσης σε μικρότερες περιοχές. Ο Πετράκης ορίσθηκε ως υπεύθυνος για την περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ των χωριών Χοιροκοιτίας, Βάβλας,Οράς, Βαβατσινιάς και προωθήθηκε προς τα εκεί. Θα κατασκεύαζε το δικό του κρησφύγετο και θα δρούσε με τις τοπικές ομάδες των χωριών της περιοχής του. Στην πορεία του στάθμευσε για δυο μέρες στο χωριό Βάβλα και μετά κατευθύνθηκε στην Ορά, όπου είχε οδηγίες από τον τομεάρχη του για κατασκευή κρησφυγέτου στην περιοχή. Τη δεύτερη μέρα μετά την άφιξή του εκεί, στις τρεις το απόγευμα, περικυκλώθηκε από τρεις χιλιάδες Άγγλους στρατιώτες, που επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό στο χωριό, αναζητώντας τον.
Ο Πετράκης Κυπριανού συνειδητά επέλεξε να πολεμήσει, γνωρίζοντας ότι τούτο σήμαινε βέβαιο θάνατο. Ταμπουρωμένος σ΄ ένα ακατοίκητο σπίτι στο οποίο είχε καταφύγει, πολέμησε για δυόμισι ώρες με ένα κυνηγετικό όπλο και είκοσι επτά φυσίγγια που διέθετε. Όταν χρησιμοποίησε και το τελευταίο φυσίγγι επιχείρησε έξοδο, προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό των στρατιωτών που τον παραμόνευαν παντού και τον πυροβόλησαν σκοτώνοντάς τον. Ήταν ο πρώτος αντάρτης της ΕΟΚΑ που μετουσίωσε σε πράξη το πνεύμα της θυσίας του Αυξεντίου, που είχε προηγηθεί στις τρεις Μαρτίου.