Η τραγωδία των Τεμπών έχει στοιχειώσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία -έναν ολόκληρο χρόνο μετά το πολύνεκρο δυστύχημα- δεν βρίσκεται μόνο υπόλογη για την επιχειρούμενη προσπάθεια συγκάλυψης, αλλά αντιμετωπίζει και την αυξανόμενη κατακραυγή, που σε συνδυασμό με τα άλλα ανοιχτά μέτωπα διαμορφώνει όρους «κοινωνικής αντιπολίτευσης».
Από τον Ανδρέα Καψαμπέλη
Οσο μάλιστα κι αν ο πρωθυπουργός, καταφεύγοντας στα τετριμμένα, φρόντισε να επιτεθεί στην αντιπολίτευση κατηγορώντας τη για «εργαλειοποίηση» της τραγωδίας και μιλώντας για «λάσπη», είναι ίσως η πρώτη φορά που η απειλή δεν έρχεται από κάποιον πολιτικό του αντίπαλο αλλά από έναν απλό πολίτη. Ο εφιάλτης του κ. Μητσοτάκη ακούει στο όνομα Μαρία Καρυστιανού και δεν είναι άλλη από την πρόεδρο του συλλόγου των συγγενών των θυμάτων «Τέμπη 2023».
Αποφασισμένη να πάει μέχρι τέλους, όπως δηλώνει με κάθε ευκαιρία, η χαροκαμένη μητέρα της 20χρονης Μάρθης από τη Θεσσαλονίκη έχει καταστεί σύμβολο για τα μέλη των υπόλοιπων οικογενειών καθώς και για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, οι οποίοι, συνυπογράφοντας το διαδικτυακό ψήφισμα και συμμετέχοντας στις ογκώδεις διαμαρτυρίες των προηγούμενων ημερών ανά την Ελλάδα, συμπαραστέκονται στον αγώνα για να χυθεί άπλετο φως και να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι.
Ο αγώνας αυτός αποκτά μάλιστα χαρακτηριστικά σύγκρουσης με το πολιτικό σύστημα σε πιο οριζόντια βάση, εξαιτίας των παθογενειών που με αυτή τη δραματική αφορμή φωτίζονται είτε για τη διαχρονική κατάσταση των σιδηροδρόμων στη χώρα μας είτε για τον τρόπο, τον ρυθμό, τα μέτρα και τα σταθμά με τα οποία αποδίδεται η Δικαιοσύνη.
Η παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης να χρεώσει στην -ούτως ή άλλως προβληματική και ασθμαίνουσα- αντιπολίτευση όλο αυτό το κύμα της οργής ξεγύμνωσε παράλληλα και όλη τη στρατηγική της για τη διαχείριση της τραγωδίας. Το Μέγαρο Μαξίμου, άλλωστε, είχε επαναπαυτεί στο γεγονός ότι ακόμη και όταν οι μνήμες από το δυστύχημα ήταν νωπές, αυτό δεν εμπόδισε τη Ν.Δ. να καταγάγει νέο εκλογικό θρίαμβο της τάξης του 41% μερικούς μήνες αργότερα.
Εντελώς διαφορετική εικόνα έναν χρόνο μετά
Η εικόνα, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετική έναν χρόνο μετά. Στο ενδιάμεσο κατέρρευσε ο σχεδιασμός να πέσει στα μαλακά η υπόθεση σε όλα τα επίπεδα. Ο Κώστας Αχ. Καραμανλής απομακρύνθηκε μεν από το Υπουργείο Μεταφορών αλλά επανεξελέγη βουλευτής Σερρών, και η απόρριψη της προανακριτικής επιτροπής με την υποκατάστασή της από την εξεταστική στη συνέχεια θεωρήθηκε, ανεπιτυχώς, η καλύτερη μέθοδος για να γλιτώσουν τα πολιτικά πρόσωπα.
Την ίδια ώρα η δικαστική διαδικασία προχωρούσε με ρυθμό χελώνας και οι μόνες προφυλακίσεις ήταν του σταθμάρχη και του επιθεωρητή του ΟΣΕ, ενώ οι υπεύθυνοι της ιταλικής Hellenic Train έχουν μείνει προκλητικά έξω από το κάδρο. Παράλληλα, η επικοινωνιακή και μιντιακή ασυλία της κυβέρνησης όλο αυτό το διάστημα βοήθησε ώστε με λίγες μόνο εξαιρέσεις να «θάβεται» το θέμα και να κρύβονται κάτω από το χαλί οι κατά διαστήματα αποκαλύψεις.
Ολα αυτά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα άλλαξαν υπό την ασταμάτητη πίεση και τον αγώνα των συγγενών, με επικεφαλής την κυρία Καρυστιανού, τις αποκαλύψεις νέων ντοκουμέντων και τις συνταρακτικές μαρτυρίες – καταγγελίες των ίδιων για την απαράδεκτη αντιμετώπιση που είχαν είτε από την κυβέρνηση και τον περιφερειάρχη Θεσσαλίας είτε από τις αρμόδιες δικαστικές Αρχές, συμπεριλαμβανομένου και του Αρείου Πάγου. Το τσουνάμι της κατακραυγής έπαιξε ρόλο στο να «ξυπνήσουν» και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, χωρίς να υποτιμάται βεβαίως και η ρευστότητα στις σχέσεις της κυβέρνησης, για άλλους λόγους, με ορισμένους μιντιάρχες σε αυτή τη συγκυρία.
Η συμπλήρωση της πρώτης μαύρης επετείου, πάντως, βρήκε την κυβέρνηση απολύτως αιφνιδιασμένη. Οι χειρισμοί της είναι ο ένας χειρότερος από τον άλλον, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την εμφανή αμηχανία του κ. Μητσοτάκη προσωπικά να δώσει, πέρα από τις επικοινωνιακές και εξοργιστικές κοινοτοπίες, ουσιαστικές απαντήσεις και εξηγήσεις.
Ηδη τα Τέμπη είναι το δεύτερο μεγάλο μέτωπο που σε διάστημα λίγων εβδομάδων μετατρέπεται σε αχίλλειο πτέρνα για την κυβέρνηση. Ενώ, μάλιστα, είχε επικρατήσει η εκτίμηση ότι με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών θα έκλεινε αυτός ο κύκλος δυσαρέσκειας, ακόμη και στην παραδοσιακή βάση της Ν.Δ., για να ακολουθήσουν πιο βατά στο κοινωνικό της ακροατήριο θέματα, όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τώρα διαπιστώνεται ότι το ένα λειτουργεί συμπληρωματικά με το άλλο ως προς τη φθορά.
Επιπλέον, το πιο σημαντικό είναι ότι για πρώτη φορά, όχι χάρη σε κάποιον αρχηγό της αντιπολίτευσης, αλλά από μια χούφτα χαροκαμένων γονιών και συγγενών, ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί του είναι στριμωγμένοι τόσο πολύ. Βρίσκονται σε πραγματικό αδιέξοδο, από το οποίο ματαίως μέχρι στιγμής προσπαθούν να αποδράσουν.
Ομως τα καταλυτικά στοιχεία για το άρον άρον μπάζωμα του χώρου του δυστυχήματος, σε συνδυασμό με το ξυλόλιο που εντοπίστηκε, τα τρία βαγόνια της αμαξοστοιχίας που, -άγνωστο ακόμη πώς- «εξαφανίστηκαν» και τις καταγγελίες για το υποκρυπτόμενο λαθρεμπόριο έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο που, όσο κι αν επιχειρείται εδώ και έναν χρόνο, δεν αφήνει άλλα περιθώρια στη συγκάλυψη.
Στο κάδρο των ευθυνών και ο Κυριάκος για το μπάζωμα στον τόπο της τραγωδίας
Το αδιέξοδο, στα όρια του πανικού, της κυβερνητικής ηγεσίας προκύπτει και από το χυδαίο κρυφτούλι που παίζεται αναφορικά με το ποιος έδωσε την εντολή για το μπάζωμα.
Καθώς, μάλιστα, εκτός από τον τότε περιφερειάρχη Κ. Αγοραστό, άμεσα εμπλεκόμενος, παρά τις διαψεύσεις του, φέρεται ο -υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ εκείνο το διάστημα και νυν Κλιματικής Κρίσης- Χρ. Τριαντόπουλος, η αναζήτηση της ευθύνης φτάνει στο ανώτατο δυνατό κυβερνητικό επίπεδο. Κι έτσι μαζί με τον πρώην υπουργό Κ. Καραμανλή στο κάδρο των ευθυνών μπαίνει αναπόφευκτα και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης.
Η Μαρία Καρυστιανού, μάλιστα, είναι αυτή που με την τελευταία της δήλωση-καταπέλτη ρίχνει το γάντι προσωπικά στον κ. Μητσοτάκη, ζητώντας του, για να χυθεί όντως άπλετο φως, να παρουσιαστεί «αυτοβούλως» στην εξεταστική επιτροπή και να απαντήσει «για πoιον λόγο δώσατε εντολή να αλλοιωθεί ο χορός του εγκλήματος. Τι φοβόσασταν ότι θα αποκαλυφθεί;». «Διαφορετικά» -όπως συμπληρώνει καταλυτικά η χαροκαμένη μάνα- «υπεκφεύγετε τις ευθύνες σας ακόμη μια φορά, επειδή ελπίζετε ότι κανένας από τους εισαγγελείς που εσείς διορίσατε δεν θα τολμήσει να σας το ζητήσει».