Το ιδιωτικό χρέος εκσφενδονίζεται, παρά την ευημερία των αριθμών της «αναπτύξεως»
Αντιμέτωπα με ένα «βουνό» χρέους 391 δισ. ευρώ νοικοκυριά και επιχειρήσεις, υψηλότερο από αυτό του δημοσίου χρέους των 357 δισ. ευρώ
Τα τελευταία 14 χρόνια μόνο προς την Εφορία γεννήθηκαν ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 82 δισ. ευρώ
Αντιμέτωπα με ένα «βουνό» ιδιωτικού χρέους, το οποίο ξεπερνά τα 390 δισ. ευρώ, είναι νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που, παρά την «ευημερία» των αριθμών της αναπτύξεως της οικονομίας, είναι εγκλωβισμένα σε οφειλές στην Εφορία,τα ασφαλιστικά Ταμεία,τις τράπεζες.
Τα χρέη στην Εφορία έχουν ανέλθει στα 105 δισ. ευρώ, οι οφειλές στα ασφαλιστικά Ταμεία έχουν ξεπεράσει τα 47 δισ. ευρώ, τα «κόκκινα» δάνεια που παραμένουν στις τράπεζες υπολογίζονται σε περίπου 12 δισ. ευρώ, τα δάνεια που βρίσκονται σε servicers ανέρχονται σε 91 δισ. ευρώ, οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί ενέργειας ξεπερνούν τα 1,2 δισ. ευρώ.
Αυτός ο όγκος των 256 δισ. ευρώ συνιστά το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, ενώ αν προσθέσουμε και τα 135 δισ. ευρώ των «πράσινων» δανείων, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα «βουνό» 391 δισ. ευρώ, υψηλότερο από αυτό του δημοσίου χρέους των 357 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 14 χρόνια μόνο προς την Εφορία γεννήθηκαν ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 82 δισ. ευρώ και οι φορολογούμενοι χρόνο με τον χρόνο αδυνατούν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αλλά και στα υπέρογκα πρόστιμα που επιβάλλονταν από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2009 τα χρέη προς την Εφορία ανέρχονταν στο ποσό των 32,4 δισ. ευρώ, για να φθάσουν εντός του 2023 τα 105 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 371 δισ. ευρώ που υπολογίζεται σήμερα το ιδιωτικό χρέος:
* Τα 135 δισ. ευρώ αφορούν στα ενήμερα δάνεια που βρίσκονται στις τράπεζες. Το αντίστοιχο ποσό άγγιζε τα 100 δισ. ευρώ το 2019, τα 110 δισ. ευρώ το 2020, τα 126 δισ. ευρώ το 2021 και τα 138 δισ. ευρώ το 2022.
* Τα 105 δισ. ευρώ είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές 4,2 εκατομμυρίων πολιτών προς την Εφορία. Από το ποσό αυτό, το 24,8% του συνολικού ληξιπροθέσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά οφειλές που χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες εισπράξεως. Κατά συνέπεια, το πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπιδέκτου εισπράξεως υπολοίπου, ανέρχεται σε 79,7 δισ. ευρώ. Το 59,3% των ληξιπροθέσμων οφειλών, που αντιστοιχεί σε 47,3 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι καταναλώσεως κ.λπ.). Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπροθέσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό εισπράξεως. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σ’ αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 30,4% του πραγματικού ληξιπροθέσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,3 δισ. ευρώ, και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.λπ.), οι οποίες αποτελούν το 10,2% του πραγματικού ληξιπροθέσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 8,1 δισ. ευρώ.
* Από τα συνολικά 91 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων που διαχειρίζονται οι servicers, τα 61 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται πλέον στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Μάλιστα το 2024 αναμένεται να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη κινητικότητα στο πλαίσιο της συνέχισης εξυγιάνσεως των τραπεζών από «κόκκινα» δάνεια, με την ένταξη στο νέο πρόγραμμα «Ηρακλής» τιτλοποιήσεων που εκκρεμούσαν από το προηγούμενο πλαίσιο, αλλά και καινούργιων που πρόκειται να βγούν στην αγορά (όπως το Frontier III της Εθνικής).
* Τα 47 δισ. ευρώ είναι οι ασφαλιστικές οφειλές 2,3 εκατομμυρίων πολιτών στο ΚΕΑΟ. Από την ανάλυση των οφειλών προκύπτει ότι από τα χρέη των 47,17 δισ. ευρώ, το 33,74% ή ποσό 15,91 δισ. ευρώ του συνολικού χρέους δημιουργήθηκε από οφειλέτες που ξεκίνησαν να δημιουργούν οφειλές για πρώτη φορά από το 2010 και μετά, ενώ το 66,26% ή ποσό 31,25 δισ. ευρώ δημιουργήθηκε από οφειλέτες που ξεκίνησαν να δημιουργούν οφειλές για πρώτη φορά το 2009 ή παλαιότερα. Επίσης διαπιστώνεται ότι:
– 1.742.773 οφειλέτες (75,90% του συνόλου των οφειλετών) έχουν οφειλή έως 15.000 ευρώ ο καθένας.
– 2.045.319 οφειλέτες (89,08% του συνόλου των οφειλετών) έχουν οφειλή έως 30.000 ευρώ ο καθένας.
– Μεγάλο μέρος του υπολοίπου οφειλών αφορά 94.798 οφειλέτες που έχουν οφειλή από 50.000 – 100.000 ευρώ (14,13 % του τρέχοντος υπολοίπου).
– Το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών αφορά λίγους μεγαλο-οφειλέτες με οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για 2.605 οφειλέτες οι οποίοι χρωστάνε το 23,60% του υπολοίπου οφειλών ή ποσό ύψους 11,13 δισ. ευρώ.
* Τα 12 δισ. ευρώ είναι τα «κόκκινα» δάνεια που εξακολουθούν να βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Δημόσιο χρέος
Tην ίδια ώρα, κατά πάνω από 6 δισ. ευρώ αυξήθηκε το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας το 2023, παρά τα υπερπλεονάσματα και τις αποπληρωμές των δανείων της Ευρωζώνης. Το ύψος του ακαθαρίστου δημοσίου χρέους, στο τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου, σκαρφάλωσε στα 406,52 δισ. ευρώ, από 400,28 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος Δεκεμβρίου 2022, και από 388,34 δισ. ευρώ, που ήταν στο τέλος του 2021.
Σε σχέση με τον αρχικό στόχο του υπουργείου Οικονομικών που τέθηκε με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος κατέγραψε υπέρβαση ύψους 11,49 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, ο στόχος ήταν το ακαθάριστο δημόσιο χρέος να μην υπερβεί το ποσό των 395,03 δισ. ευρώ και, τελικά, στο τέλος του 2023 εκτινάχθηκε στο ποσό των 406,52 δισ. ευρώ.
Η αύξησις του δημοσίου χρέους προήλθε από τον νέο δανεισμό, το ύψος του οποίου ήταν υψηλότερο από τις εξοφλήσεις τίτλων που έληξαν στην ίδια περίοδο.
Τα στοιχεία αφορούν στο ακαθάριστο δημόσιο χρέος ή Χρέος Κεντρικής Διοικήσεως, το οποίο διαφέρει από το Χρέος Γενικής Κυβερνήσεως. Για να προκύψει το Χρέος Γενικής Κυβερνήσεως, από το συνολικό δημόσιο χρέος αφαιρούνται:
– Η ονομαστική αξία των κρατικών ομολόγων, που κατέχουν τα ασφαλιστικά Ταμεία και οι ΟΤΑ και άλλοι δημόσιοι φορείς. Πρόκειται για το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, για το 2023 υπολογίζεται σε 25 δισ. ευρώ.
– Τα κέρματα και οι επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα των νομικών προσώπων, το ύψος των οποίων για το 2023 υπολογίζεται από το ΥΠΟΙΚ σε 19 δισ. ευρώ.
Εστία της Κυριακής