Μετά τις εξελίξεις με τον θάνατο του Αλεξέι Ναβάλνι και την πρόσφατη πρόοδο της Ρωσίας στο πεδίο στην Ουκρανία, ζοφερό ήταν το κλίμα στη συνάντηση της στρατιωτικής και διπλωματικής ελίτ της Δύσης στο Μόναχο, η οποία συνήθως αποτελεί μία ευκαιρία προκειμένου να προβληθεί η ενότητα και η αποφασιστικότητα του δυτικού μετώπου.
Επιμέλεια Αποστόλης Κρέτσης
Πιο επικίνδυνη από ποτέ η κατάσταση για την Ουκρανία
Και όπως σχολιάζει το Politico, «ο Βλαντίμιρ Πούτιν πρέπει να απολαμβάνει αυτήν τη στιγμή», καθώς όπως εξηγεί, ο ρώσος πρόεδρος όχι μόνο κατάφερε να συσκοτίσει τη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου με την είδηση για τον θάνατο του Ναβάλνι («Δολοφονήθηκε αργά» από δεσμοφύλακες στη Σιβηρία, όπως είπε ο κορυφαίος διπλωμάτης της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ), αλλά σημείωσε και μία σημαντική επιτυχία στο πεδίο της μάχης: Το Σαββατοκύριακο ο ρωσικός στρατός κατέλαβε την πόλη Avdiivka στην ανατολική Ουκρανία, μετά την υποχώρηση των ουκρανών στρατιωτών που ξέμειναν από πυρομαχικά και που υπερασπίζονταν την πόλη από το 2014.
«Υπάρχει μια αίσθηση επείγοντος, χωρίς αίσθηση δράσης», δήλωσε ο Jan Techau, γερμανός διευθυντής του think tank Eurasia Group,. «Είναι μια πολύ περίεργη κατάσταση».
Πράγματι, δύο χρόνια μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η κατάσταση δεν φαινόταν ποτέ πιο επικίνδυνη για το Κίεβο -και για τους γείτονές του κατά μήκος των δυτικών συνόρων της Ρωσίας – από τις σκοτεινές μέρες του Φεβρουαρίου του 2022, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν πρόσφερε στον ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ένα εισιτήριο εξόδου από την Ουκρανία (απορρίφθηκε) και μεγάλο μέρος του κόσμου υπέθεσε (λανθασμένα) ότι η Ρωσία θα καταλάμβανε τη χώρα.
Οι Ρεπουμπλικάνοι των ΗΠΑ, μετά από εντολές του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, μπλοκάρουν τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία, εκθέτοντας τις δυνάμεις της στην έλλειψη πυρομαχικών με άμεσες, επιζήμιες επιπτώσεις στο πεδίο μάχης. Μετά την κατάληψη του Μπαχμούτ και της Avdiivka, οι ρωσικές δυνάμεις προσπαθούν τώρα να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημά τους προς τις κατευθύνσεις Μαρίνκα, Ρομποτάιν, Κρεμίννα και Μπαχμούτ, σύμφωνα με παρατηρητές στο πεδίο της μάχης. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει οι κύριοι υλικοί υποστηρικτές της Ουκρανίας, αποτυγχάνουν να καλύψουν το κενό στις στρατιωτικές παροχές που αφήνουν οι ΗΠΑ, και, χάρη στη Γαλλία, επιμένουν στις διατάξεις «Αγοράστε Ευρωπαϊκά» παρά την έλλειψη κατασκευαστικής ικανότητας και αρνούνται να κάνουν αγορές εκτός του ευρωπαϊκού μπλοκ.
Εν τω μεταξύ, ο Πούτιν, ο οποίος παραμένει στην εξουσία παρά τις περί του αντιθέτου προσπάθειες της Δύσης μέσω κυρώσεων, εντείνει την καμπάνια εκφοβισμού εναντίον της Δύσης. Στη συνέντευξή του με τον πρώην παρουσιαστή του Fox News, Τάκερ Κάρλσον, ο ρώσος ηγέτης αναφέρθηκε στην Πολωνία περισσότερες από 12 φορές, τοποθετώντας το μέλος του NATO μέσα στο όραμά του για τη Μεγάλη Ρωσία, ενώ ο αναπληρωτής πρωθυπουργός του ξεκίνησε οχλήσεις προς τη νορβηγική ηγεσία του νησιού Σβάλμπαρντ, στον Αρκτικό Ωκεανό.
«Προετοιμαστείτε ψυχολογικά για πόλεμο»
Με μια βαθύτερη αίσθηση θλίψης και παραίτησης, οι ηγέτες σε χώρες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην πλευρά της Ρωσίας, προετοιμάζονται για σενάρια που κάποτε θα τους έκαναν να γελάσουν. Ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος αμυντικής πολιτικής στη Σουηδία είπε στους συμπατριώτες του τον Ιανουάριο να «προετοιμαστούν ψυχολογικά» για πόλεμο, και οι υπουργοί Άμυνας της Δανίας και της Εσθονίας προειδοποίησαν νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι η Ρωσία πιθανότατα θα αρχίσει να δοκιμάζει τη δέσμευση του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ για τη συλλογική ασφάλεια μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια – δηλαδή να επιτεθεί στην ισχυρότερη στρατιωτική συμμαχία του κόσμου απλώς και μόνο για να τη «ζυγίσει».
Ένας αξιωματούχος του ΝΑΤΟ που μίλησε στο Politico είπε ότι η επικρατούσα άποψη εντός της συμμαχίας είναι ότι η Ουκρανία «δεν πρόκειται να καταρρεύσει» και ότι «η κατήφεια είναι υπερβολική». Μερικοί παρατηρητές στο πεδίο της μάχης δεν είναι όμως τόσο σίγουροι. «Αυτό που ακούμε από το μέτωπο γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητικό», δήλωσε υψηλόβαθμος ευρωπαίος κυβερνητικός αξιωματούχος τον Ιανουάριο. «Ο κίνδυνος μιας διάσχισης [από τους Ρώσους] είναι υπαρκτός. Δεν τον παίρνουμε αρκετά σοβαρά».
Ο φόβος του Μπάιντεν και του Σολτς για πυρηνικό πόλεμο καθόρισε τη στρατηγική της Δύσης
Όπως αναφέρει το Politico, μπορεί να είναι πρόωρο να λέμε ότι η Δύση θα χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία – αλλά γίνεται όλο και πιο σαφές ότι θα μπορούσε. Καθώς το Κίεβο και οι σύμμαχοί του εξετάζουν μία λίστα αποτελούμενη από ζοφερές επιλογές για το επόμενο έτος -συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης από όλες τις πλευρές από τους συμμάχους της Ρωσίας, το Ιράν και την Κίνα, για να προκαλέσουν τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο- αξίζει να σταματήσουμε για ένα λεπτό και να διερωτηθούμε: Πώς φτάσαμε εδώ; Πώς η Δύση με τα αεροπλανοφόρα της και το οικονομικό της αποτύπωμα που αγγίζει τα 60 τρισεκατομμύρια ευρώ (ξεπερνά την Κίνα, το Ιράν και τη Ρωσία μαζί) παρέδωσε την πρωτοβουλία σε μια συρρικνωμένη, μετα-Σοβιετική χώρα με το ΑΕΠ της Ισπανίας και κατέληξε να βρίσκεται υπό άμυνα περιμένοντας την επόμενη πρόκληση από τον Πούτιν; Και αν η απόκρουση της εισβολής του Πούτιν στην Ουκρανία δεν είναι ο πραγματικός στόχος της Δύσης — τότε ποιος είναι;
Σύμφωνα με διπλωμάτες, αξιωματούχους ασφαλείας και ειδικούς από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού που μίλησαν στο Politico, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα έγκειται εν μέρει στο γεγονός ότι η απάντηση της Δύσης στη Ρωσία έχει επηρεαστεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τον φόβο της πυρηνικής σύγκρουσης παρά από μια ενεργό στρατηγική για να βοηθήσει την Ουκρανία να απωθήσει τους εισβολείς της.
«Όλα ξεκίνησαν στην αρχή του πολέμου, όταν ο Σολτς και η κυβέρνηση Μπάιντεν συμφώνησαν σε αυτήν τη σταδιακή προσέγγιση για τον εξοπλισμό της Ουκρανίας και την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία», δήλωσε ένας υψηλόβαθμος διπλωμάτης της ΕΕ υπό καθεστώς ανωνυμίας. «Μερικές κυβερνήσεις υποστήριζαν: ‘Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη της αποτρεπτικής μας ικανότητας εναντίον της Ρωσίας’. Αλλά η αντίδραση που ακούσαμε ήταν: ‘Όχι, δεν θέλουμε’».
«Υπήρχε φόβος στην κυβέρνηση Μπάιντεν και στο περιβάλλον του Σολτς για την πιθανότητα μιας πυρηνικής σύγκρουσης», συνέχισε ο διπλωμάτης. «Αυτός ο φόβος ήταν πολύ έντονος στην αρχή. Διαμόρφωσε την απάντηση του κόσμου».
Σύμφωνα με τον Techau και τον Edward Hunter Christie, υψηλό ερευνητή στο Φινλανδικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων, η πιθανότητα να έχει ο Πούτιν διατυπώσει κάποια μορφή πυρηνικής απειλής απευθείας τόσο στον Μπάιντεν όσο και στον Σολτς στις αρχές της σύγκρουσης, τρομάζοντάς τους, είναι υψηλή. «Γνωρίζουμε ότι ο Πούτιν είπε στον Μπόρις Τζόνσον ότι θα μπορούσε να χτυπήσει τη χώρα του μέσα σε πέντε λεπτά», είπε ο Hunter Christie. «Αν το έκανε αυτό στον Τζόνσον, είναι απόλυτα πιθανό να έκανε το ίδιο πράγμα και στον Μπάιντεν». Ο Techau πρόσθεσε: «Υπήρξαν αρκετά καλά ενημερωμένες εικασίες για μια άμεση [πυρηνική] απειλή προς τον Σολτς, προειδοποιώντας τον ότι μια τέτοια επίθεση θα μπορούσε να συμβεί».
Η δημόσια συζήτηση για μια ρωσική πυρηνική επίθεση σταμάτησε μετά από τους πρώτους μήνες του πολέμου, αντικαθιστώντας τη συμβατική σοφία με την προβληματική πεποίθηση ότι ο Πούτιν δεν θα κερδίσει πολλά από μια πρώτη επίθεση. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι, αντίθετα από το να εξαφανιστεί ως σκέψη για τον Μπάιντεν, τον Σολτς και τους συνεργάτες τους, ο φόβος έχει, στην πραγματικότητα, διαμορφώσει κάθε πτυχή της προσέγγισής τους στην Ουκρανία, ιδίως όσον αφορά τις παραδόσεις των οπλικών συστημάτων.
«Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει 10 μέρες κοσκινίζει»
«Υπάρχει ένα εμφανές μοτίβο εδώ», είπε ο Hunter Christie. «Το είδαμε με τα τανκς. Το είδαμε με τα αεροσκάφη. Το είδαμε με τις επιφυλάξεις για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί το HIMARS [ένα πυραυλικό σύστημα]. Υπάρχει μια εμμονική προσοχή στη λεπτομέρεια, με τις επιφυλάξεις για το πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα όπλα, ακόμα κι αν μερικές από τις σκέψεις είναι στρατιωτικά παράλογες. Αυτό που καλύπτει αυτή η εμμονή είναι ο φόβος για κλιμακούμενη αντίδραση. Είναι κατανοητό – κανείς δεν θέλει πυρηνικό πόλεμο – αλλά αυτό ακριβώς είναι».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: η αντιφατική συζήτηση που ξεκίνησε στα τέλη του 2022, σχετικά με τον κίνδυνο αποστολής δυτικών αρμάτων μάχης, κυρίως του γερμανικού Leopard II και του αμερικανικού Abrams, στην Ουκρανία. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους, ο Wolfgang Schmidt, ένας από τους στενότερους συμβούλους του Σολτς και συνοδοιπόρος από την εποχή που ήταν δήμαρχος Αμβούργου, παρουσίασε μια σειρά περίεργων λόγων για να μην σταλούν τα άρματα, συμπεριλαμβανομένου του ότι α) η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να τα συντηρήσει και β) ότι ο σιδερένιος σταυρός που είχε ζωγραφιστεί πάνω τους θα χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει ότι η Γερμανία είχε ενταχθεί στον πόλεμο, ή κάτι τέτοιο.
Όπως αποδείχθηκε, το Βερολίνο ή το Κίεβο ανακάλυψαν την ύπαρξη μπογιάς, οι φόβοι ξεπεράστηκαν και τα άρματα παραδόθηκαν. Αλλά είχε διαμορφωθεί ένα μοτίβο, κατά το οποίο η Δύση συζητάει αγωνιώδως για να βρει τον πιο «σοφό» τρόπο αποστολής ενός οπλικού συστήματος όπλων επί μήνες, μέχρις ότου κάποια αφορμή ωθήσει τον Σολτς και τον Μπάιντεν πέρα από το όριο.
Περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον συνεχίζουν ακόμα την ίδια συνταγή, εκτός από το ότι τώρα η συζήτηση επικεντρώνεται στους πυραύλους μεγάλης εμβέλειας που θα βοηθήσουν την Ουκρανία να διαταράξει τις ρωσικές γραμμές εφοδιασμού, ειδικότερα στους αμερικανικούς ATACMS και τους γερμανικούς πυραύλους κρουαζιέρας Taurus, καθώς και τη δυνατότητα χρήσης των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας -περίπου 300 δισ. ευρώ διατηρούνται σε δυτικές χώρες- για να βοηθήσουν την Ουκρανία. Μέχρι τη στιγμή που, υποτίθεται, ο Ναβάλνι πέθανε ενώ κάνει βόλτα στη φυλακή του στη Σιβηρία, ο Σολτς αντιστάθηκε στην αποστολή των πυραύλων Taurus, οι οποίοι, σύμφωνα με γερμανούς αξιωματούχους, έχουν μεγάλη εμβέλεια και επομένως αυξάνουν τον κίνδυνο απευθείας επιθέσεων στο ρωσικό έδαφος που θα μπορούσαν, στη συνέχεια, να προκαλέσουν αντίποινα από τη Μόσχα εναντίον της Γερμανίας.
«Αυτό ήταν το μοτίβο από την πρώτη μέρα»
Ο πρόωρος θάνατος του Ναβάλνι -ήταν 47 ετών και υγιής- φαίνεται να άλλαξε τους υπολογισμούς. Τα ΜΜΕ στη Γερμανία και τις ΗΠΑ αναφέρουν τώρα ότι ο Μπάιντεν και ο Σολτς ετοιμάζονται να παραδώσουν τους πυραύλους Taurus και ATACMS στην Ουκρανία. Παρόμοιες συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη σχετικά με τη χρήση των ρωσικών δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων για να βοηθηθεί η Ουκρανία -επί του παρόντος έχει ανασταλεί λόγω διαφωνίας από τη Γερμανία και το Βέλγιο, μεταξύ άλλων χωρών της ΕΕ- και για την αγορά πυρομαχικών για την Ουκρανία από χώρες εκτός του μπλοκ, που αντιτίθενται η Γαλλία, η Ελλάδα και η Κύπρος.
Σε κάθε περίπτωση, τίθενται πολύπλοκα επιχειρήματα για να διαπιστωθεί η επικινδυνότητα, η πολυπλοκότητα ή η αδυναμία μιας συγκεκριμένης επιλογής, για να απορριφθούν και να ξεχαστούν μέχρι μια νέα πρόκληση από τη Ρωσία να «δικαιολογήσει» το επόμενο βήμα. «Αυτό ήταν το μοτίβο από την πρώτη μέρα», είπε ένας δεύτερος διπλωμάτης της ΕΕ. «Είναι ‘όχι’, μετά ‘όχι αλλά’, και μετά ‘ναι’ όταν η πίεση έχει γίνει πολύ μεγάλη. Δεν έχουν αλλάξει πολλά».
«Μερικοί άνθρωποι ζουν με την ψευδαίσθηση ότι η περιορισμένη υποστήριξη προς την Ουκρανία είναι αρκετή για να κρατήσει τη Ρωσία μακριά και ότι η κατάσταση δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για την ΕΕ», δήλωσε ο Virginijus Sinkevičius, Ευρωπαίος Επίτροπος από τη Λιθουανία. «Αλλά νομίζω ότι αυτό είναι απολύτως λάθος. Ο ίδιος ο πόλεμος, τόσο ως ανθρωπιστική καταστροφή όσο και ως πρόβλημα ασφάλειας, είναι εξαιρετικά προβληματικός για την ΕΕ».
Σολτς – Μπάιντεν: Όχι και τόσο δυναμικό δίδυμο
Πέρα από τον φόβο, διπλωμάτες και ειδικοί επεσήμαναν τη δυναμική μεταξύ Σολτς και Μπάιντεν ως κινητήρια δύναμη πίσω από την επικρατούσα στρατηγική της Δύσης για αύξηση και διαχείριση κλιμάκωσης, αντί για εστίαση σε στρατηγικά αποτελέσματα, στην αντιμετώπιση της Ουκρανίας. Παρά τη διαφορά ηλικίας 16 ετών, και οι δύο άνδρες ενηλικιώθηκαν πολιτικά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και των διαδεδομένων φόβων για πυρηνικό αρμαγεδδώνα. Και οι δύο είναι βαθιά συνδεδεμένοι με την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνή τάξη και την προστασία του ΝΑΤΟ για την Ευρώπη. Και οι δύο είναι άνδρες της αριστεράς που είναι ενστικτωδώς καχύποπτοι για ένοπλη επέμβαση και, μιλώντας ιδιοσυγκρασιακά, απεχθάνονται το ρίσκο και αισθάνονται άβολα με τα γεωπολιτικά παιχνίδια, υποστήριξαν ειδικοί και διπλωμάτες.
«Ο Μπάιντεν, ξέρουμε, ήταν πάντα ιδεολογικά αντίθετος στην ιδέα της επέμβασης και του πολέμου – δείτε τη χαοτική αποχώρησή του από το Αφγανιστάν», είπε ο πρώτος διπλωμάτης. «Σε αυτή την περίπτωση, κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην υπάρξει αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Η Αμερική ήταν ισχυρή στη στρατηγική ασάφεια. Ο Μπάιντεν έχει βρει κοινά σημεία με τον καγκελάριο Σολτς, ο οποίος είναι επίσης προσεκτικός από τη φύση του».
Πρώην ακροαριστερός ακτιβιστής που ταξίδεψε στη Μόσχα στα νιάτα του και ανέβηκε στις τάξεις ενός Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, γνωστού για την ιστορική του συμπάθεια προς τη Ρωσία, ο Σολτς δεν ήταν φυσικά διαμορφωμένος να είναι ρωσικό γεράκι. «Έχει διανύσει τεράστια απόσταση, αλλά κανείς δεν ξέρει σε ποιο βαθμό αυτή η κληρονομιά [της εκτίμησης προς τη Ρωσία] είναι ακόμα μαζί του».
Οι ειδικοί επεσήμαναν επίσης τον βασικό ρόλο των συμβούλων, δηλαδή του συμβούλου εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Jake Sullivan και των συμβούλων του Σολτς, Schmidt και Jens Plötner, ενός συμβούλου εξωτερικής πολιτικής, στη διαμόρφωση της προσέγγισης των αφεντικών τους. Διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες περιέγραψαν τον Sullivan ως «πολύ έξυπνο», «χωρίς βαθιά εμπειρία σε θέματα εθνικής ασφάλειας», «εν τέλει με γνώμονα την καριέρα» και «με λίγη έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης». Ο Schmidt γίνεται «αχώριστος από τον Σολτς», «πολύ προσεκτικός», «βασικά τρομοκρατημένος για τη Ρωσία», «όχι τόσο μεγάλος ειδικός στην εξωτερική πολιτική όσο νομίζει ότι είναι». Ο Plötner, με τη σειρά του, περιγράφεται ως «ένας εξαιρετικά στενός έμπιστος», «φιλικός προς τη Ρωσία», «μη πεπεισμένος από την αφήγηση ότι μια επίθεση στην Ουκρανία είναι επίθεση εναντίον όλων μας».
«Μαζί αυτοί οι δύο [Sullivan και Schmidt] δημιούργησαν την ιδέα ότι η Ρωσία τελικά θα κατέρρεε και θα αποθαρρυνόταν», είπε ο Hunter Christie. «Αυτό μπορεί να απέφυγε τον πυρηνικό πόλεμο, αλλά μας έχει παγιδεύσει ανάμεσα σε δύο μη βέλτιστα αποτελέσματα: έναν μεγαλύτερο πόλεμο με τη Ρωσία ή την κατάρρευση της Ουκρανίας, που θα ήταν σοκ και ταπείνωση και επίδειξη αδυναμίας της Δύσης».
Η στάση άλλων ηγετών της Δύσης
Ο ρόλος άλλων ηγετών στη διαμόρφωση της δυτικής πολιτικής δεν πρέπει να υποτιμάται. Οι ουκρανικές πηγές τείνουν να προσδιορίζουν το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό τον πρώην πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον και τον σημερινό πρωθυπουργό Ρίσι Σουνάκ, ως σταθερό σύμμαχο που βοήθησε να σπάσει η επιφυλακτικότητα της Δύσης για την παράδοση ορισμένων όπλων. Θεωρούν τον εν ενεργεία πρωθυπουργό της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε ότι έσπασε ένα ταμπού για την παράδοση δυτικών μαχητικών αεροσκαφών, καθώς η Ολλανδία ετοιμάζεται να παραδώσει 24 F-16 στην Ουκρανία κάποια στιγμή αργότερα μέσα στο έτος, σύμφωνα με το ολλανδικό υπουργείο Άμυνας. Τα κράτη της Σκανδιναβίας, της Βαλτικής, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και συγκεκριμένα η Πολωνία, κερδίζουν υψηλούς βαθμούς από ουκρανούς αξιωματούχους για το βάθος της δέσμευσής τους στη νίκη της Ουκρανίας — όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη απόφαση της Δανίας να στείλει όλο το πυροβολικό της στο Κίεβο.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος υπέγραψε πρόσφατα αμυντική συμφωνία με την Ουκρανία, έχει πιο «μικτές» κριτικές. Ενώ επαινείται επειδή εγκατέλειψε την επιμονή του για διάλογο με τον Πούτιν και την αποστολή πυραύλων SCALP μεγάλου βεληνεκούς, η τρέχουσα επιμονή του στο «Αγοράστε Ευρωπαϊκά» τον οδήγησε σε κατηγορίες ότι ηγείται μιας «κυνικής» πολιτικής που επικεντρώνεται περισσότερο στην ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας παρά στη βοήθεια προς την Ουκρανία στο πεδίο της μάχης.
Ωστόσο, με την ευρύτερη έννοια, οι ερωτηθέντες συμφώνησαν ότι ήταν ο Scholz και ο Biden και οι βοηθοί τους που καθόρισαν τον συνολικό ρυθμό. Η επιφυλακτικότητα και ο φόβος τους για την πυρηνική κλιμάκωση έχουν καθορίσει μια δυτική στρατηγική που επικεντρώνεται κυρίως στα αμυντικά μέτρα, τη διαχείριση της κλιμάκωσης και την αποφυγή πυρηνικής αντιπαράθεσης, με την επιτυχία της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης κατά της Ρωσίας να αποτελεί δευτερεύουσα σημασία. Μόνο που δεν συμφωνούν όλοι ότι αυτό ισοδυναμεί με «στρατηγική».
«Δεν υπήρξε πότε στρατηγική»
«Δεν υπάρχει στρατηγική», είπε ένας τρίτος Ευρωπαίος διπλωμάτης. «Τα πράγματα απλώς συμβαίνουν. Αργότερα, είναι εύκολο να πούμε ότι υπήρχε στρατηγική, όλο αυτό ήταν μέρος ενός σχεδίου. Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ». Ένας τέταρτος διπλωμάτης συμφώνησε. «Υπάρχουν συνθήματα — «Όσο χρειαστεί», «Η Ρωσία δεν μπορεί να κερδίσει», κάτι τέτοια. Τι σημαίνει όμως πραγματικά κάποιο από αυτά; Είναι πράγματα που λέει ο κόσμος. Σημασία έχει τι κάνουν».
Έχοντας σπαταλήσει την ευκαιρία να εξοπλίσουν την Ουκρανία με αεροπορική δύναμη κατά τους πρώτους μήνες του 2023 -βασικός παράγοντας για την αποτυχία μιας πολυδιαφημισμένης αντεπίθεσης- οι δυτικοί ηγέτες βλέπουν τώρα τα χέρια τους όλο και περισσότερο δεμένα: Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και ο Ντόναλντ Τραμπ από τη μία πλευρά και από την άλλη, οι Ευρωεκλογές και η άνοδος των δεξιών δυνάμεων υπό την ηγεσία του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν. Οι επικριτές προειδοποιούν ότι το παράθυρο ευκαιρίας για τη Δύση να βοηθήσει την Ουκρανία, αν δεν έχει ήδη κλείσει, κλείνει.
Όταν ρωτήθηκαν για να περιγράψουν το βέλτιστο αποτέλεσμα για την Ουκρανία το επόμενο έτος, αρκετοί Ευρωπαίοι διπλωμάτες μίλησαν για «σταθεροποίηση» της σύγκρουσης. Πιεζόμενοι να απαντήσουν τι θα συνεπαγόταν αυτό, οι διπλωμάτες είπαν ότι θα σήμαινε να ωθήσουν το Κίεβο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν για να παγώσει η σύγκρουση και να «κλειδωθούν» τα τρέχοντα εδαφικά κέρδη, σε αντάλλαγμα για δυτικές «εγγυήσεις ασφαλείας» και μια πορεία προς την ένταξη στην ΕΕ.
Ο εν ενεργεία πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, ο οποίος θεωρείται πιθανή επιλογή για να γίνει ο επόμενος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, άφησε να εννοηθεί αυτό το όραμα της «επόμενης ημέρας» κατά τη διάρκεια δηλώσεων στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Ενώ είπε ότι μόνο το Κίεβο μπορεί να πυροδοτήσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα, πρόσθεσε: «Όταν όμως συμβεί αυτό, θα πρέπει επίσης να καθίσουμε με τις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ [και] συλλογικά με τους Ρώσους για να μιλήσουμε για μελλοντικές ρυθμίσεις ασφαλείας μεταξύ ημών και των Ρώσων».
Διπλωμάτες αναγνωρίζουν ότι τέτοιες διαπραγματεύσεις έχουν αποτύχει στο παρελθόν και μπορεί να δώσουν στον Πούτιν χρόνο να προετοιμαστεί για την επόμενη επίθεσή του. Ωστόσο, η εναλλακτική λύση -μια αύξηση της δυτικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας το 2024 που θα επέτρεπε στην Ουκρανία να δώσει ένα αποφασιστικό χτύπημα κατά της Ρωσίας- αντιμετωπίζεται με ακόμη μεγαλύτερο σκεπτικισμό στις ευρωπαϊκές πρεσβείες.
Μια άλλη πτυχή της δυτικής προσέγγισης είναι ότι ορισμένοι ελπίζουν να επιστρέψουν στις συναλλαγές τους ως συνήθως με τη Ρωσία αμέσως μετά από ένα υποθετικό πάγωμα του πολέμου. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη βαθιά επιφυλακτικότητα, συγκεκριμένα στη Γερμανία, να δημευθούν τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο η Μόσχα να αντεπιτεθεί με την ανάκτηση των περιουσιακών στοιχείων αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ που εξακολουθούν να κατέχουν ευρωπαϊκές εταιρείες στη Ρωσία. Κάτι τέτοιο συμβαδίζει με ένα δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Welt που υποστηρίζει ότι ο Σολτς ήταν αντίθετος στον διορισμό της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ως επόμενη γενική γραμματέα του ΝΑΤΟ επειδή είναι «υπερβολικά επικριτική απέναντι στη Μόσχα, η οποία θα μπορούσε να γίνει ένα μειονέκτημα μακροπρόθεσμα».
Στην ομιλία του στη διάσκεψη του Μονάχου, ο Σολτς έδωσε μια υπόδειξη για το πώς η Δύση επαναπροσδιορίζει τους πολεμικούς της στόχους στην Ουκρανία. Αντί να πει «η Ουκρανία θα κερδίσει» ή «η Ρωσία πρέπει να εγκαταλείψει την Ουκρανία», ο γερμανός καγκελάριος υποστήριξε ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται στον Πούτιν να υπαγορεύει τους όρους ειρήνης στην Ουκρανία. «Δεν θα υπάρξει υπαγορευμένη ειρήνη. Η Ουκρανία δεν θα το δεχτεί αυτό, ούτε και εμείς», δήλωσε ο Σολτς σύμφωνα με το Reuters.
«Αυτό είναι σίγουρα πιο ήπιο από το ‘Η Ουκρανία δεν μπορεί να χάσει’», σχολίασε ο Techau. «Και ουσιαστικά [αυτό] σημαίνει να εδραιώσει το status quo».
Η Δύση δεν έχει παραιτηθεί από την Ουκρανία. Αλλά η εστίασή της στη διαχείριση κινδύνων αποκαλύπτει την επιθυμία να τερματίσει τη σύγκρουση και να συνάψει συμφωνία με τον Πούτιν, ει δυνατόν νωρίτερα παρά αργότερα. Το ερώτημα που διαφαίνεται στη σύγκρουση είναι αν αυτή η προσέγγιση θα αποτρέψει την καταστροφή – ή θα προκαλέσει κάτι χειρότερο, καταλήγει το δημοσίευμα.