Ο Πόλεμος των Λέξεων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Όλοι μας γνωρίζουμε τη σημασία των λέξεων και των νοημάτων που κουβαλούν. Η λαϊκή ρήση πως οι λέξεις «κόκκαλα δεν έχουν και κόκκαλα τσακίζουν», έρχεται να μας υπενθυμίσει τούτη την απλή αλήθεια, την οποία όμως συχνά ξεχνάμε.

Η σημασία δε αυτής της απλής αλήθειας, γίνεται πιο εμφανής στο καθημερινό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι λέξεις είναι έμφορτες νοημάτων και μηνυμάτων, κάθε είδους και κάθε σκοπιμότητας, εξ ου και η δύναμή τους, εξ ου και η μετατροπή τους, από απλές λέξεις της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων στις καθημερινές τους ενασχολήσεις και δραστηριότητες, σε πραγματικά όπλα, που μπορούν είτε να χρησιμοποιηθούν αμυντικά, είτε επιθετικά, είτε για να πλήξουν είτε για να προστατέψουν τις πνευματικές υποστάσεις, το νου ή και αυτές τις συμπεριφορές των ανθρώπων υπέρ ή εναντίον των οποίων χρησιμοποιούνται.

Για να διαπιστώσουμε αυτό το «έμφορτο» των νοημάτων, δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπου για τη κάθε Σχολή Σκέψης, θα πρέπει να έχεις στα χέρια σου και ένα ξεχωριστό τη κάθε φορά λεξικό ώστε να μη συγχέεις πως η κάθε λέξη χρησιμοποιείται στη κάθε Σχολή. Αυτό έχει μια ιδιαίτερη σημασία (και ανάλογες συνέπειες) στα πολιτικά λεξιλόγια των διάφορων Πολιτικών Σχολών Σκέψης.

Τι σημαίνει λ.χ. η λέξη «φιλήσυχος πολίτης», ή πιο ορθά, ποιο περιεχόμενο μπορεί να δοθεί στη λέξη αυτή; Ο Αντώνης Σαμαράκης, περιγράφει τη παρακάτω σκηνή στο έργο του «Το Λάθος» (εκδ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ, Αθήνα 1977, σελ. 52). Ο άνθρωπος που είχε συλλάβει η Ειδική Υπηρεσία, ήταν ύποπτος για το Καθεστώς. Ο ύποπτος όμως αυτός επέμενε πως ήταν αθώος. Οι πράκτορες που τον συνέλαβαν τον οδήγησαν στον προϊστάμενο της Ειδικής Υπηρεσίας, στον οποίο ο ύποπτος είπε : «Είμαι ένας φιλήσυχος πολίτης», για να του απαντήσει ο προϊστάμενος : «Για το Καθεστώς «φιλήσυχος πολίτης» δε σημαίνει τίποτα. Τίποτα! Οι άνθρωποι χωρίζονται μόνο σ’ εκείνους που είναι με το Καθεστώς και σ’ εκείνους που δεν είναι. Για να είσαι εχθρός του Καθεστώτος, δε χρειάζεται να έχεις πράξει κάτι αντίθετο προς το Καθεστώς. Φτάνει να μην είσαι με το Καθεστώς, να μην έχεις εμφανίσει δράση θετική υπερ του Καθεστώτος. Ναι, για το Καθεστώς ισχύει ο νόμος : «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί»…».

Όμως, εξίσου σημαντικό είναι και το πώς οι «εθνικές» λέξεις, γίνονται αντιληπτές σε άλλες κουλτούρες.
Θα φέρω εδώ, ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα, ιδίως για εμάς του «Δυτικούς».
Το πώς ο κάθε πολιτισμός νοηματοδοτεί τα πράγματα, είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζουμε όταν θέλουμε να τον κατανοήσουμε και πολύ περισσότερο να επικοινωνήσουμε μαζί του. Τι σημαίνει π.χ. «δημοκρατία» στη Κίνα; «Επειδή η έννοια της δημοκρατίας δεν υφίσταται στα κινεζικά, δεν υπήρχε ιδιαίτερο ιδεόγραμμα για την ονομασία της. Καθώς το λατινικό res publica, τα «της πόλεως πράγματα», κληρονομιά από τους αρχαίους Έλληνες, δεν είχε το αντίστοιχό του στα κινεζικά, επιλέχθηκε για τη γραφή της μια έκφραση με δύο χαρακτήρες, γκονγκ χε, που ο πρώτος σημαίνει «κοινοκτημοσύνη» και ο δεύτερος «αρμονία».» Εξ ου και η ονομασία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας : «Το σύνηθες όνομα του κόμματος αυτού προέρχεται από τη βασική του αρχή, την κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής. Σε αυτό ακριβώς έδωσαν έμφαση οι Κινέζοι όταν το μετέφρασαν σε ιδεογράμματα, στα οποία όμως πρόσθεσαν μια σημαντική απόχρωση. Το ΚΚ ονομάζεται στα κινεζικά γκονγκ σαν ντανγκ, το κόμμα (ντανγκ) της κοινής (γκονγκ) –της ίδιας λέξης μ’ εκείνη στη «δημοκρατία»- παραγωγής (σαν). Ελαφρώς παραλλαγμένο, αυτό που αποτυπώνεται στο όνομα αυτό είναι λιγότερο ιδεολογικό και περισσότερο πραγματικό. Εξού και η ελαστικότητα με την οποία το ΚΚΚ κατάφερε κάτι που θεωρείται παράδοξο : να ενσωματώσει το καπιταλιστικό σύστημα χωρίς να εξαλείψει τη δομή του ως μοναδικού κόμματος.» Το ίδιο ισχύει και για την ίδια την ονομασία του κράτους : «Λαϊκή δημοκρατία της Κίνας. Η επίσημη ονομασίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στα κινεζικά περιλαμβάνει επτά ιδεογράμματα : ζονγκ χούα ρεν μιν γκονγκ χε γκούο. Τα δύο ακραία (ζονγκ και γκούο) είναι εκείνα που έχουμε δει («μέσον» και «χώρα»), το πέμπτο και το έκτο (γκονγκ και χε) είναι εκείνα που ονομάζουν τη «δημοκρατία». Το τρίτο και το τέταρτο σημαίνουν αντιστοίχως τους ανθρώπους (ρεν) και το λαό (μιν). μαζί σχηματίζουν το επίθετο «λαϊκή». Τέλος, το δεύτερο (χούα), που σημαίνει «λάμψη», «άνθος». είναι μια άλλη, παλιά σημασία της Κίνας. Το σύνολο μπορεί λοιπόν να διαβαστεί κατά λέξη : η χώρα της αρμονίας που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους του λαού του άνθους του κέντρου!» (Javary, Cyrille J-D. και Alain Wang : Η νέα Κίνα, εκδ. Κασταλία, (ειδική έκδοση για την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ), Αθήνα, 2007, σελ. 28-30).

Οι λέξεις όχι μόνο δεν είναι πάντα μονοσήμαντες, αλλά, και κυρίως αυτό, όπως ήδη σημειώσαμε, δεν είναι πάντα ανώδυνες και σίγουρα όλοι μας γνωρίζουμε, όχι χωρίς συνέπειες. Από εδώ προκύπτει άλλωστε και η ζωντάνια τους. Διαφορετικά, αν δεν είχαν καμία επίπτωση, αν ήταν απονευρωμένες νοηματικά, αυτό θα έδειχνε μια πορεία της οποίας τη χάραξη θα είχαν στα χέρια τους όσοι θα εξακολουθούσαν να κατέχουν πνευματική εγρήγορση και ενεργητικότητα. Η πνευματική ραστώνη, οδηγεί στην άγνοια κι από εκεί στην πνευματική άνοια. Είναι η εξέλιξη που επιθυμούν όλα τα καθεστώτα, τα οποία επιδιώκουν να έχουν υπό την εξουσία τους «μάζες» και όχι «λαούς» συνειδητοποιημένους ως πολίτες οι οποίοι δεν ξεχνούν ότι σε μια Δημοκρατία, αποτελούν την πηγή της κυριαρχίας και όλων των εξουσιών και αξιώνουν να ασκούν την εξουσία τους ενεργά.

Συχνά στο δημόσιο λόγο (και όχι μόνο), ιδίως εκεί όπου συγκρούονται στον ιδεολογικό πυρήνα τους τα ένθεν κακείθεν προβαλλόμενα επιχειρήματα πάνω στα γενικότερα ή ειδικότερα ιδεολογικά-κοινωνικά-πολιτικά ζητήματα που αποτελούν τα αντικείμενα τέτοιων αντιπαραθέσεων, ενίοτε παριστάμεθα μάρτυρες απαξιωτικών ή και υβριστικών χαρακτηρισμών, όταν η ψυχραιμία έχει απολεσθεί, ή όταν, το πιο συχνό, «ενστικτωδώς» αισθανόμαστε ότι απειλούνται οι ίδιες οι Αρχές και οι Αξίες που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στην ίδια τη ζωή μας, τόσο ως αντίληψη όσο και ως ενέργημα.
Άκουγα τις προάλλες, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, μια «συζήτηση» (πραγματικά μεταξύ δύο ανθρώπων των οποίων το μόνο μέλημα ήταν όχι να ακούσουν τι έλεγε ο άλλος αλλά τι έλεγε ο ίδιος) πάνω στο πρόσφατο νόμο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων, αλλά και πάνω στο ζήτημα των παράνομων μεταναστών, όπου οι χαρακτηρισμοί «σκοταδιστές», «οπισθοδρομικοί», «ρατσιστές», «φασίστες» κ.λπ., περίσσευαν, με την κάθε πλευρά, να θεωρεί την άλλη που αντιτίθονταν στους ισχυρισμούς της ως τον «λογικά» και «δικαίως» αποδέκτη αυτών των χαρακτηρισμών.

Ασφαλώς δε, δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγονται τέτοιου είδους «αντιπαραθέσεις», ούτε τα παραπάνω αποτελούν τα μοναδικά θέματα αυτών των αντιπαραθέσεων.

Κάθε φορά που ακούω αυτού του είδους τις «συζητήσεις», πάντα για κάποιον λόγο μου έρχεται στο νου το «1984» του Όργουελ, όπου κι εκεί, πέραν των άλλων πολύ σημαντικών ζητημάτων που ο συγγραφέας αναδεικνύει στη περιγραφή του δυστοπικού του κόσμου, το ζήτημα της σύνταξης ενός λεξικού που θα επανακαθόριζε τη σημασία των λέξεων ώστε αυτές να συνάδουν προς την ιδεολογία και τις αντιλήψεις του (ολοκληρωτικού) καθεστώτος που εκεί περιγράφεται, αποτελούσε ένα κεντρικό σημείο του μυθιστορήματος αυτού.

Μάλιστα δε, το ίδιο ζήτημα αναδεικνύεται και στο μυθιστόρημα του ίδιου αυτού συγγραφέα, στη «Φάρμα των Ζώων».

Πράγματι, το κάθε Κυρίαρχο Σύστημα Πολιτικής Εξουσίας, σε κάθε περίπτωση επιδιώκει να ξεκαθαρίζει τα νοήματα των λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό, όπως αυτό το Σύστημα τα καθορίζει. Αυτό σε μια Δημοκρατία, γίνεται κατά κανόνα, όχι «εκ των άνω», αλλά «εκ των κάτω», στα πλαίσια του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του λαού και της πολιτικής του εξουσίας, χωρίς αναγκαίως νομικές επιβολές, επιτρέποντας ελεύθερα μέσα από τον καθημερινό δημόσιο διάλογο να ξεκαθαρίζονται τα όποια νοήματα, τα οποία και ενσωματώνονται και στη δημόσια «τυπική» έκφραση των νομοθετημάτων και της δημόσιας χρήσης και ερμηνείας αυτών λέξεων και των νοημάτων τους, πάντα όμως, εντός των πλαισίων της αποδοχής τους τουλάχιστον εκ μέρους μιας πλειοψηφίας που διαχρονικά τις «νομιμοποιεί» με την εκ μέρους της χρήση χωρίς παρερμηνείες ως προς το τι εννοείται με ό,τι τη κάθε φορά λέγεται. Εδώ, δεν αναγνωρίζονται δογματικές «αλήθειες» και «ορθότητες» ούτε κάποιοι ως οι αποκλειστικοί «Κύριοι» τέτοιων «αληθειών» και «ορθοτήτων» (των «πολιτικών ορθοτήτων» περιλαμβανομένων). Η «αλήθεια», είναι το ακριβό προνόμιο ενός πνευματικώς ελεύθερου γίγνεσθαι, και στο επίπεδο των κοινωνιών, επί τη βάσει των Αρχών και Αξιών της Δημοκρατίας.
Την ίδια στιγμή, δεν αποκλείεται όμως, και στη πράξη αυτό είναι ο κανόνας, κάποιες μειοψηφίες, να μην αποδέχονται «πλήρως» ή και καθόλου τις άνω χρήσεις και ερμηνείες των λέξεων, δίνοντας σ’ αυτές την κατά τη δική τους γνώμη, «πραγματική» τους έννοια, που κι αυτές, σε μια Δημοκρατία, γίνονται αποδεκτές και σεβαστές ως έννοιες αυτοπροσδιοριστικές πεποιθήσεων εντός των μειονοτικών αυτών κοινοτήτων, όχι όμως ως έννοιες οι οποίες «επισήμως» μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη «γενικότερη» δημόσια σφαίρα.
Βέβαια αυτή την «εκ των κάτω» δημιουργία των εννοιών των λέξεων, δεν είναι εντελώς αληθής. Διότι ο λαός, στο ζήτημα της γλώσσας, των λέξεων και των νοημάτων τους γενικότερα, ασφαλώς και δέχεται τις επιδράσεις «εκ των άνω» διαφόρων πνευματικών, ιδεολογικών και πολιτικών ομάδων ανθρώπων ή και μεμονωμένων ανθρώπων, όμως, αυτό δεν γίνεται μέσω εξαναγκασμών, ούτε αυτή η διάδοση λαμβάνει τη μορφή μιας μαύρης ή φαιάς προπαγάνδας, που αποσκοπεί στο να εγκλωβίσει τον λαό σε πνευματικά δεσμά που θα εξυπηρετούν όχι την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών αλλά στη συσκότιση και την παραπλάνηση. Ασφαλώς και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σημασία ηγετικών μορφών (πολιτικών, πνευματικών, κ.λπ.) σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, ατομικές και συλλογικές, όμως κι εδώ, οφείλουμε να σημειώσουμε, πως όλες οι ηγετικές προσωπικότητες, δεν λειτούργησαν πάντα υπέρ της Δημοκρατίας και των λαών στους οποίους ανήκαν.
Έτσι, όσο απομακρυνόμαστε από ό,τι θεωρείται στα πλαίσια του παραπάνω συμβολαίου υγιής λειτουργία της Δημοκρατίας και των θεσμών της, τόσο απομακρυνόμαστε από αυτή και εισερχόμαστε στη σφαίρα των ανελεύθερων καθεστώτων, έστω και αν αυτή η μετάβαση γίνεται αργά και ανεπαίσθητα, ώστε να φαντάζει πως εξακολουθούμε να ζούμε εντός μιας υγιούς Δημοκρατίας, και όσο και αν αισθανόμαστε, πως παρόλα αυτά, «κάτι δεν πάει καλά» με τούτη τη Δημοκρατία, αλλά, ακόμα ελπίζουμε (ή πειθόμεθα να ελπίζουμε) πως ακόμα κι «αν κάτι δεν πάει καλά», εν τούτοις τα πράγματα δεν είναι και τόσο ανησυχητικά.
Όμως, όταν «κάτι αρχίζει να μην πάει καλά» με τη Δημοκρατία και διαπιστώνουμε πως αυτό το «κάτι» επιμένει «να μην πάει καλά», και το χειρότερο, όταν ολοένα και περισσότερα «κάτι» προστίθενται στα προηγούμενα, ιδίως δε, όταν αρχίζουν να πλήττουν αρχικά εκ του πλαγίου και στη πορεία ολοένα και περισσότερο ευθέως πυρηνικές αξίες και αρχές της Δημοκρατίας και του δημοκρατικού Κοινωνικού Συμβολαίου, και απλώς αναμένουμε παθητικά πως «» κάποια στιγμή» θα αυτοδιορθωθούν, τότε, αυτό δεν αποτελεί πλέον ένδειξη, μα απόδειξη πως ένα «σαράκι» έχει αναπτυχθεί εντός του σώματος της Δημοκρατίας και είναι πλέον θέμα χρόνου πότε θα εμφανισθεί με την αληθινή της μορφή μια νέα Τάξη Πραγμάτων, ως απόρροια αυτού του «σαρακιού».
Εδώ, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, οι λέξεις και τα νοήματα όπως αυτά τα γνωρίζαμε, αρχίζουν ολοένα και πιο «ξαφνικά» να αποβάλλουν τα παλιά τους νοήματα, ή απλώς να «ξεφτίζουν» νοηματικά, αρχίζουν ολοένα και πιο έντονα να επιβάλλονται επιτακτικά «εκ των άνω», αρχίζει ολοένα και πιο συχνά ακόμα και να ποινικοποιούνται τα αντίθετα νοήματα (και οι περί αυτών αντιλήψεις) των λέξεων όταν προβάλλονται δημόσια, και επομένως να ποινικοποιείται η χρήση λέξεων που λίγο πριν θεωρούνταν πως ουδέν το μεμπτό περιείχαν, ενώ ταυτόχρονα, γίνεται ολοένα και πιο εμφανής η παρουσία μιας προπαγάνδας καθεστωτικού τύπου.
Πλέον η γλώσσα, στο επίπεδο των λέξεων και των νοημάτων τους, δεν αναπτύσσεται ελεύθερα μέσα στην και από την κοινωνία, με την καθημερινή τριβή και χρήση, όπου οι έννοιες εκεί γονιμοποιούν και γονιμοποιούνται, από πνεύματα ελεύθερα, αλλά αντίθετα, αναδύονται ως κυρίαρχες λέξεις και νοήματα περιθωριακών και μειοψηφικών γενικότερα ομάδων οι οποίες στα πλαίσια των αντιλήψεων και των απόψεων που πρεσβεύουν, το γίγνεσθαι, δεν μπορεί να καθορίζεται κυρίως από τις πλειοψηφίες, εκτός κι αν αυτές, αποδεχτούν την πνευματική ισότιμη παρουσία αν όχι ηγεμονία των μειοψηφιών.
Ας διευκρινιστεί πάντως τούτο : ότι είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε ποιές «περιθωριακές» ομάδες και γενικότερα ποιες «μειοψηφίες» αποτελούν το αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας στο παρόν άρθρο. Δεν αναφέρομαι σ’ εκείνες, οι οποίες αντιτίθενται στη «γενική άποψη», στη «γενική αντίληψη των πραγμάτων», ούτε σ’ εκείνες που επιχειρούν μέσα από την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών να διαδώσουν και διαχύσουν τις δικές τους ιδέες και να τις καταστήσουν κάποια στιγμή πλειοψηφικές, αλλά, αναφέρομαι σ’ εκείνες, οι οποίες έχοντας με κάποιο τρόπο αποκτήσει δυσανάλογα σε σχέση με ό,τι εκπροσωπούν μεγάλο μερίδιο και χρόνο στο δημόσιο διάλογο επιχειρούν όντας μειοψηφίες και μη έχοντας επιτύχει να καταστούν πλειοψηφικές οι απόψεις τους, εν τούτοις, να σφετεριστούν τις δημοκρατικές εξουσίες της πλειοψηφίας, έτσι όπως αυτές καθορίζονται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, και κυρίως την εξουσία του να είναι η πλειοψηφία που κυβερνά, αξιώνοντας, έστω, να συνδιαμορφώνουν εξελίξεις, μέσω της παράταιρης αξίωσης μια πλειοψηφούσα άποψη να υπαχθεί στις αξιώσεις της μειοψηφίας και να συμμορφωθεί με ό,τι η τελευταία επιθυμεί ή προβάλλει ως αξιώσεις.

Αυτό δεν συνιστά ένα απλό παιχνίδι μεταξύ «δικαιωματιστών» και της δημοκρατικής πλειοψηφίας, αυτό ανατρέπει ό,τι γνωρίζουμε ως τρόπο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Από την άλλη, ασφαλώς και υπάρχουν μειοψηφίες οι απόψεις των οποίων θα άξιζαν να καταστούν πλειοψηφικές, αρκεί πάντα, τούτο να γίνεται με τους όρους της Δημοκρατίας, εξόν και αν για λόγους που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να προβλέψει, προκύψουν εξελίξεις οι οποίες και θα επιταχύνουν με άλλες μορφές τις μεταβολές. Όπως π.χ. οι μεγάλες επαναστάσεις που δεν επιταχύνουν απλώς τις εξελίξεις, αλλά και που επαναπροσδιορίζουν την ίδια την κατεύθυνση των εξελίξεων, και που συμβαίνει να εκδηλώνονται ανά κάποιους αιώνες. Το εάν τούτος ο αιώνας, θα γίνει μάρτυρας κάποιας τέτοιας μεγάλης επανάστασης, πού και πότε, είναι κάτι που ασφαλώς ουδείς το γνωρίζει, μιας και οι επαναστάσεις αυτές, έχουν το κακό συνήθειο να μην προαναγγέλλουν το χρόνο και το τόπο της εκδήλωσής τους.

Θα κλείσω την σύντομη αναφορά μου στο ζήτημα που αποτέλεσε το θέμα του παρόντος άρθρου (την εντελώς ενδεικτική ως προς τις περιπτωσιολογικές πτυχές που εδώ σημειώθηκαν), με την παρακάτω υπογράμμιση.
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση των πραγμάτων, οφείλουμε, ως λαός, αν θέλουμε να αποφύγουμε ένα δυστοπικό μέλλον, να ξεδιαλύνουμε σκέψεις και απόψεις, που πάει να πει να διώξουμε τις θολούρες που κρύβουν τα νοήματα που νομίζουμε ότι πρεσβεύουν οι λέξεις που λέμε. Πού βρισκόμαστε, πώς ήρθαμε εδώ που βρισκόμαστε, και πριν πούμε για το πού θέλουμε και μπορούμε να πάμε στο μέλλον, να ξεκαθαρίσουμε τούτο : σε τούτη τη πορεία, σε τούτο τον καθημερινό αγώνα, πόσο ελεύθερα καθορίζω εγώ τις σκέψεις μου, ή μήπως, κάποιοι άλλοι καθορίζουν (και πώς) ό,τι εγώ, θεωρώ ότι ανήκει στην αποκλειστική μου κυριαρχία;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κρίνει πολλά.

Εννοώ, η έντιμη απάντηση, διότι τουλάχιστον με τον εαυτό μας, μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς.
Μπορούμε;

ΔΗΜΟΦΙΛΗ