Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Τιμαλφεῖς λέξεις
Καταπίστευμα εἶναι κάθε τι τὸ ὁποῖο ἐμπιστεύεται κάποιος σὲ ἄλλον: Ἡ Βίβλος ἀποτελεῖ ἕνα πραγματικό καταπίστευμα πνεύματος. Τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, οἱ παραδοσιακὲς φορεσιὲς δὲν εἶναι φολκλορικὰ στοιχεῖα ποὺ λειτουργοῦν ὡς διακοσμητικὰ τοῦ βίου, ἀλλὰ ἀποτελοῦν καταπίστευμα τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ.
Συνεπῶς τὸ καταπίστευμα εἶναι ἕνα ἀγαθὸ ποὺ θεωρεῖται τμῆμα μιᾶς συλλογικῆς περιουσίας καὶ ἀξίζει νὰ κληρονομῆται μὲ τὴν ὑποχρέωση νὰ παραδοθῇ στοὺς ἑπόμενους, ἡ κληρονομιά, ἡ παρακαταθήκη.
Κυρίως χρησιμοποιεῖται ὡς νομικὸς ὅρος· εἶναι τὸ περιουσιακὸ στοιχεῖο, κινητὸ ἢ ἀκίνητο, τὸ ὁποῖο ὁ κληροδότης διαθέτει, ἐμπιστεύεται προσωρινὰ σὲ κληρονόμο του (βεβαρημένος κληρονόμος), ὑποχρεώνοντάς τον νὰ τὸ παραδώσῃ μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρόνο ἢ συγκεκριμένο γεγονὸς στὸν τελικὸ κληρονόμο (καταπιστευματοδόχο): Τὶς μετοχὲς ποὺ εἶχαν κατατεθῇ σὲ καταπίστευμα ὑπὲρ της θὰ τὶς διαχειρίζεται μέχρι τὴν ἐνηλικίωσή της ὁ ἀδελφός της.
Τὸ καταπίστευμα ἀνήκει στὴν μεγάλη οἰκογένεια τοῦ ρήματος πιστεύω: ἀπιστία, ἀπιστῶ, ἄπιστος, ἀπίστευτος, ἀπίστευτος, πιστευτός, διαπιστεύομαι, διαπιστευμένος, διαπίστευση, διαπιστευτήρια, ἀδιαπίστευτος, δυσπιστία, δύσπιστος, δυσπιστῶ, ἐμπιστεύομαι, ἐμπιστευτικός, ἔμπιστος, ἐμπιστοσύνη, καταπιστευματικός, ἀπίστωτος, διαπιστώνω, διαπίστωση, διαπιστώνω, ἀδιαπίστωτος.