Ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (Pierre Josef Prοudhon, Μπεζανσόν, 15 Ιανουαρίου 1809 – Παρίσι, 19 Ιανουαρίου 1865) ήταν Γάλλος πολιτικός, μουτουαλιστής φιλόσοφος και σοσιαλιστής. Ήταν μέλος του γαλλικού κοινοβουλίου, και ήταν ο πρώτος που αυτοχαρακτηρίστηκε αναρχικός. Θεωρείται από τους σημαντικότερους αναρχικούς συγγραφείς και οργανωτές. Μετά τα γεγονότα του 1848, άρχισε να αυτοαποκαλείται φεντεραλιστής.
Ο Προυντόν ήταν τυπογράφος στο επάγγελμα, ο οποίος έμαθε μόνος του λατινικά, για να τυπώνει καλύτερα βιβλία σε αυτήν τη γλώσσα. Η γνωστότατη του φράση είναι ότι η ιδιοκτησία είναι κλεψιά, που περιέχεται στο πρώτο του μεγάλο έργο Περί ιδιοκτησίας (Qu’est-ce que la propriété? Recherche sur le principe du droit et du gouvernement), που εκδόθηκε το 1840.
Η έκδοση του βιβλίου προσέλκυσε το ενδιαφέρον των γαλλικών αρχών, αλλά και την κριτική του Μαρξ, ο οποίος ξεκίνησε αλληλογραφία με το συγγραφέα. Οι δύο άντρες αλληλοεπηρεάστηκαν: Συναντήθηκαν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξορίας του Μαρξ. Η φιλία τους τελικά έληξε, όταν ο Μαρξ απάντησε στο «Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν με το προκλητικά τιτλοφορημένο «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας».
H διαμάχη έγινε μία των πηγών ρήξης μεταξύ των αναρχικών και των μαρξιστικών πτερύγων της Πρώτης Διεθνούς. Κάποιοι, όπως Έντμουντ Γουίλσον, ισχυρίστηκαν ότι η επίθεση του Μαρξ στον Προυντόν οφειλόταν στην υπεράσπιση από τον τελευταίο του Καρλ Γκρυν, τον οποίο ο Μαρξ αντιπαθούσε έντονα και ο οποίος ετοίμαζε μεταφράσεις του έργου του Προυντόν.
Ο Προυντόν προτιμούσε τα εργατικά σωματεία και τους εργατικούς συνεταιρισμούς, όπως και την ατομική εργατική/αγροτική ιδιοκτησία, παρά την κοινωνικοποίηση της γης και των χώρων εργασίας. Πίστευε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να επιτευχθεί με ειρηνικό τρόπο.
Στις «Εξομολογήσεις ενός επαναστάτη» ο Προυντόν ισχυρίστηκε ότι «η αναρχία είναι τάξη» (Anarchy is Order), μια φράση που πολύ αργότερα ενέπνευσε, κατά τη γνώμη κάποιων, το αναρχικό σύμβολο του Α μέσα σε κύκλο, σήμερα ένα από τα πιο κοινά γκράφιτι στις πόλεις.
Προσπάθησε ανεπιτυχώς να δημιουργήσει μια εθνική τράπεζα, η οποία θα χρηματοδοτείτο από φόρο εισοδήματος σε καπιταλιστές και μετόχους. Παρόμοια κατά κάποιον τρόπο με μια πιστωτική ένωση, θα παρείχε άτοκα δάνεια.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Προυντόν γεννήθηκε στην Μπεζανσόν της Γαλλίας. Ο πατέρας του ήταν κατασκευαστής βαρελιών ενός ζυθοποιού. Ως αγόρι, έβοσκε αγελάδες και είχε άλλα παρόμοια, απλά ενδιαφέροντα. Αλλά δεν ήταν εντελώς αυτοδίδακτος: στα 16 μπήκε στο σχολείο της πόλης, αν και η οικογένειά του ήταν τόσο φτωχή που δεν μπορούσε να αγοράσει τα απαραίτητα βιβλία. Αναγκαζόταν να τα δανείζεται από τους συμμαθητές του, για να αντιγράφει τα μαθήματα. Στα 19 εργαζόταν ως στοιχειοθέτης. Αργότερα εξελίχθηκε σε διορθωτή για τον Τύπο και διορθωτή εκκλησιαστικών κειμένων, και με αυτόν τον τρόπο απέκτησε μια πολύ αξιόλογη γνώση της θεολογίας. Έτσι κατέληξε να μαθαίνει εβραϊκά και να τα συγκρίνει με τα ελληνικά, τα λατινικά και τα γαλλικά. Και ήταν η πρώτη απόδειξη του πνευματικού του θάρρους ότι με τη βοήθεια αυτών έγραψε ένα δοκίμιο γενικής γραμματικής. Καθώς ο Προυντόν δε γνώριζε τίποτα για τις πραγματικές αρχές της Φιλολογίας, η πραγματεία του δεν είχε αξία. Το 1838 κέρδισε το επίδομα Suard, μια υποτροφία 1500 φράγκων το χρόνο για τρία χρόνια, για την ενθάρρυνση υποσχόμενων νέων, την οποία την έδινε η Ακαδημία της Μπεζανσόν.
Το ενδιαφέρον για την πολιτική
Το 1839 έγραψε μια πραγματεία, τη «Χρησιμότητα της αργίας της Κυριακής» (L’Utilité de la célébration du dimanche), η οποία περιείχε τους σπόρους των επαναστατικών ιδεών του. Περίπου την ίδια εποχή πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε μια φτωχή, ασκητική και μελετηρή ζωή, αλλά γνώρισε τις σοσιαλιστικές ιδέες που τότε έκαναν την εμφάνισή τους στην πρωτεύουσα. Το 1840 δημοσίευσε το έργο του «Τι είναι ιδιοκτησία» (Qu’est-ce que la propriété). Η διάσημη απάντησή του σε αυτό το ερώτημα (τι είναι δηλ. η ιδιοκτησία: η ιδιοκτησία είναι κλεψιά), φυσικά δεν ευχαρίστησε την Ακαδημία της Μπεζανσόν, και υπήρξαν σκέψεις να αποσύρουν την υποτροφία του, αλλά την κράτησε για το κανονικό διάστημα.
Η τρίτη του αναφορά στην ιδιοκτησία ήταν ένα γράμμα του στο φουριεριστή Κονσιντεράν. Δικάστηκε γι’ αυτό στην Μπεζανσόν, αλλά αθωώθηκε. Το 1846 δημοσίευσε το «Σύστημα των οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας». Για κάποιο χρονικό διάστημα, ο Προυντόν διηύθυνε ένα μικρό τυπογραφείο στην Μπεζανσόν, αλλά χωρίς επιτυχία. Ύστερα συνδέθηκε ως κάποιου είδους διευθυντής με μια εμπορική επιχείρηση στη Λυών. Το 1847 άφησε τη δουλειά του και τελικά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου τώρα τον τιμούσαν ως ηγέτη του νεωτερισμού. Την ίδια χρονιά έγινε ελευθεροτέκτονας.
Επανάσταση του 1848
Ο Προυντόν ξαφνιάστηκε από τις επαναστάσεις του 1848 στη Γαλλία. Συμμετείχε στην εξέγερση του Φεβρουαρίου και στη σύνταξη της «Πρώτης Δημοκρατικής Διακήρυξης» της καινούριας Δημοκρατίας. Αλλά είχε επιφυλάξεις για τη νέα προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Dupont de l’Eure (1767-1855), ο οποίος από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 υπήρξε γνωστός πολιτικός, αν και συχνά στην αντιπολίτευση. Εκτός από τον Dupont de l’Eure στην προσωρινή κυβέρνηση επικρατούσαν ρεπουμπλικάνοι, όπως ο Λαμαρτίνος (Εξωτερικών), ο Ledru-Rollin (Εσωτερικών), ο Crémieux (Δικαιοσύνης), ο Burdeau (Πολέμου) κτλ, επειδή επεδίωκε πολιτικές μεταρρυθμίσεις σε βάρος των σοσιαλιστικών-οικονομικών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες ο Προυντόν θεωρούσε βασικές. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Ιουλίου του 1830, το Δημοκρατικό-Σοσιαλιστικό κόμμα είχε συγκροτήσει αντι-κυβέρνηση στο Δημαρχείο, στην οποία συμμετείχαν οι Louis Blanc, Armand Marrast, Ferdinand Flocon, και ο εργάτης Albert.
Ο Προυντόν δημοσίευσε τη δική του άποψη για τις μεταρρυθμίσεις, που ολοκληρώθηκε το 1849, τη «Λύση του κοινωνικού ζητήματος» (Solution du problème social), στην οποία χάραξε ένα πρόγραμμα αμοιβαίας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ εργατών. Πίστευε ότι αυτό θα μετέφερε τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων από τους καπιταλιστές και τους κεφαλαιούχους στους εργάτες. Το κεντρικό μέρος αυτού του σχεδίου ήταν η ίδρυση μιας τράπεζας που θα παρείχε πίστωση με πολύ χαμηλό τόκο και την έκδοση «εργατο-επιταγών», που θα κυκλοφορούσαν αντί για χρήμα βασισμένο σε χρυσό.
Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας (1848-1852), ο Προυντόν έκανε τη μεγαλύτερη δημόσια σύγκρουσή του μέσω της δημοσιογραφίας. Συνεργάστηκε με τέσσερις εφημερίδες: τον «Εκπρόσωπο του λαού» (Φεβρουάριος 1848-Αύγουστος 1848), το «Λαό» (Σεπτέμβρης 1848-Ιούνιος 1849), τη «Φωνή του λαού» (Σεπτέμβρης 1849 – Μάης 1850) και το «Λαό του 1850» (Ιούνιος 1850 – Οκτώβριος 1850). Το πολεμικό του συγγραφικό ύφος, σε συνδυασμό με την αντίληψη του εαυτού του ως πολιτικού περιθωρίου, δημιούργησαν μια κυνική, μαχητική δημοσιογραφία, η οποία είχε απήχηση σε πολλούς Γάλλους εργάτες, αλλά ξένιζε άλλους. Άσκησε επανειλημμένα κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης και προωθούσε μεταρρυθμίσεις στις πιστώσεις και τις συναλλαγές. Γι’ αυτόν το σκοπό, προσπάθησε να ιδρύσει μια λαϊκή τράπεζα (Banque du peuple) στις αρχές του 1849, αλλά παρόλο που γράφτηκαν πάνω από 13.000 άνθρωποι (κυρίως εργάτες), οι εξοφλητικές αποδείξεις ήταν περιορισμένες, μη φτάνοντας τα 18.000 φράγκα, και ολόκληρη η επιχείρηση ουσιαστικά πέθανε πριν καν γεννηθεί.
Ο Προυντόν έθεσε υποψηφιότητα για τη συντακτική συνέλευση τον Απρίλιο του 1848, αλλά δεν εκλέχτηκε, παρόλο που το όνομά του υπήρχε στα ψηφοδέλτια στο Παρίσι, τη Λυών, τη Μπεζανσόν και τη Λιλ. Ωστόσο πέτυχε αργότερα, στις συμπληρωματικές εκλογές της 4ης Ιουνίου, και υπηρέτησε ως βουλευτής κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τα Εθνικά Εργαστήρια, που δημιουργήθηκαν από το διάταγμα της 25ης Φεβρουαρίου 1848, που το πέρασε ο ρεπουμπλικάνος Louis Blanc. Τα Εργαστήρια θα έδιναν δουλειά στους ανέργους. Ο Προυντόν δεν ήταν ποτέ ενθουσιασμένος με τέτοιου είδους Εργαστήρια, καθώς τα αντιλαμβανόταν σαν ουσιωδώς φιλανθρωπικά ιδρύματα, που δεν έλυναν το πρόβλημα του οικονομικού συστήματος. Ωστόσο ήταν κατά της κατάργησής τους, εκτός αν μπορούσε να βρεθεί μια εναλλακτική λύση για τους εργάτες που βασίζονταν σε αυτά για τη διαβίωσή τους.
Το 1848 το κλείσιμο των Εθνικών Εργαστηρίων προκάλεσε την Εξέγερση του Ιουνίου, και η βία σοκάρισε τον Προυντόν. Αφού επισκέφτηκε προσωπικά τα οδοφράγματα, αργότερα θυμόταν ότι η παρουσία του στη Βαστίλλη ήταν «μία από τις πιο φρικτές πράξεις της ζωής μου». Αλλά γενικά κατά τη διάρκεια των ταραχωδών γεγονότων του 1848, ο Προυντόν αντιτέθηκε στην εξέγερση κηρύττοντας τον ειρηνικό συμβιβασμό[18], μια στάση που ερχόταν σε συμφωνία με τη στάση κατά της βίας που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Δεν ενέκρινε τις εξεγέρσεις και τις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου, του Μαΐου και του Ιουνίου του 1848, αν και αισθανόταν συμπόνια για τις κοινωνικές και ψυχολογικές αδικίες που οι εξεγερμένοι είχαν αναγκαστεί να υποστούν.
Ο Προυντόν πέθανε στις 19 Ιανουαρίου 1865 και βρίσκεται θαμμένος στο Παρίσι, στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς (τρίτη διασταύρωση, κοντά στο δρομάκι Lenoir, στον οικογενειακό τάφο των Προυντόν).
Πολιτική φιλοσοφία
Ο Προυντόν ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στον εαυτό του ως αναρχικό. Στο «Περί ιδιοκτησίας» το 1840 όριζε την αναρχία ως την «απουσία ενός αφέντη, ενός ηγεμόνα» και στη «Γενική ιδέα της επανάστασης» (1850) προέτρεπε για «μια κοινωνία χωρίς εξουσία». Επέκτεινε αυτήν την ανάλυση πέρα από τα πολιτικά καθιερωμένα, υποστηρίζοντας στο «Περί ιδιοκτησίας» ότι ο «ιδιοκτήτης» ήταν συνώνυμο του «κυρίαρχος».
Για τον Προυντόν:
Το «κεφάλαιο»…στο πολιτικό πεδίο είναι ανάλογο της «κυβέρνησης»…Η οικονομική ιδέα του καπιταλισμού, η πολιτική της κυβέρνησης ή της εξουσίας και η θεολογική ιδέα της Εκκλησίας είναι τρεις πανομοιότυπες ιδέες, συνδεδεμένες με διάφορους τρόπους. Το να επιτίθεσαι σε μια από αυτές ισοδυναμεί με το να επιτίθεσαι σε όλες…Αυτό που κάνει το κεφάλαιο στην εργατιά και το κράτος στην ελευθερία, η Εκκλησία το κάνει στο πνεύμα. Αυτή η τριάδα του απολυταρχισμού είναι τόσο ολέθρια στην πράξη όπως και στη φιλοσοφία. Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την καταπίεση του λαού θα ήταν ταυτόχρονα να σκλαβώσεις το σώμα, τη θέληση και τη λογική του.
Ο Προυντόν στα πρώτα έργα του ανέλυσε τη φύση και τα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας. Παρά τη βαθιά κριτική του στον καπιταλισμό, ωστόσο ερχόταν αντιμέτωπος και με τους σύγχρονους σοσιαλιστές που εξιδανίκευαν τα συνδικάτα. Με μια σειρά σχολίων από το ‘Περί ιδιοκτησίας» (1840) μέσω του «Θεωρία της ιδιοκτησίας» (1863-64), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του, δήλωσε με τη σειρά ότι «η ιδιοκτησία είναι κλεψιά», «η ιδιοκτησία δεν είναι δυνατή», «η ιδιοκτησία είναι δεσποτισμός» και «η ιδιοκτησία είναι ελευθερία». Όταν είπε ότι «η ιδιοκτησία είναι κλεψιά», αναφερόταν στο γαιοκτήμονα ή καπιταλιστή που έκλεψε τα κέρδη από τους εργάτες. Για τον Προυντόν, ο υπάλληλος του καπιταλιστή ήταν «υποτελής, τον εκμεταλλεύονταν και η μόνιμη κατάστασή του ήταν η υπακοή».
Όταν υποστήριζε ότι η ιδιοκτησία είναι ελευθερία, αναφερόταν όχι μόνο στο προϊόν της εργασίας ενός εργάτη, αλλά και στο σπίτι και στα εργαλεία της δουλειάς του αγρότη ή του τεχνίτη και στο εισόδημα που έπαιρνε πουλώντας τα αγαθά του. Για τον Προυντόν η μόνη θεμιτή πηγή ιδιοκτησίας ήταν η εργασία. Ό,τι κανείς παράγει είναι η ιδιοκτησία του και οτιδήποτε πέρα από αυτό όχι. Στήριζε την αυτοδιαχείριση των εργατών και ήταν υπερ της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Απέρριπτε έντονα την κατοχή των προϊόντων της εργασίας από την κοινωνία, ισχυριζόμενος στο «Περί ιδιοκτησίας» ότι παρόλο που «η ιδιοκτησία είναι προϊόν[…]δε συνεπάγεται την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» […]Το δικαίωμα στο προϊόν είναι αποκλειστικό […] το δικαίωμα στα μέσα είναι κοινό» και εφαρμόζοντάς το στη γη: («Η γη είναι […]ένα κοινό πράγμα») και στους χώρους εργασίας («Αφού όλο το συσσωρευμένο κεφάλαιο είναι κοινωνική ιδιοκτησία, κανείς δεν μπορεί να είναι αποκλειστικός ιδιοκτήτης του»). Όμως δεν ενέκρινε την κατοχή της γης ή των μέσων παραγωγής από την κοινωνία, αλλά την κατοχή τους από αυτόν που τα χρησιμοποιούσε (κάτω από την επίβλεψη της κοινωνίας, με την «οργάνωση μιας κοινωνίας που λειτουργεί ως ρυθμιστικός παράγοντας», έτσι ώστε «να ρυθμίζει την αγορά». Ο Προυντόν θεωρούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή, αλλά ήταν αντίθετος με την κρατική κατοχή κύριων αγαθών, ενώ προτιμούσε να τα κατέχουν οι ίδιοι οι εργάτες οργανωμένοι σε ενώσεις. Αυτό τον κάνει έναν από τους πρώτους θεωρητικούς του ελευθεριακού σοσιαλισμού.
Ο Προυντόν ήταν μια από τις κύριες επιρροές για την θεωρητικοποίηση της αυτοδιαχείρισης των εργατών στα τέλη του 19ου αιώνα και στον 20ό. Αυτήν την ιδιοκτησία από το χρήστη την ονόμαζε «κατοχή» και αυτό το οικονομικό σύστημα μουτουαλισμό. Ο Προυντόν είχε πολλά επιχειρήματα κατά του δικαιώματος στη γη και στο κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων λόγων βασισμένων στην ηθική, την οικονομία, την πολιτική και την ατομική ελευθερία. Ένα τέτοιο επιχείρημα ήταν ότι έτσι γινόταν δυνατό το κέρδος, το οποίο με τη σειρά του οδηγούσε στην κοινωνική αστάθεια και στον πόλεμο, δημιουργώντας πλήθος χρεών που σταδιακά έπαυαν να μπορούν να ξεπληρωθούν από τους εργάτες. Ένα άλλο ήταν ότι παρήγαγε το «δεσποτισμό» και μετέτρεπε τους εργάτες σε έμμισθους δούλους υποκείμενους στην εξουσία ενός αφεντικού.
Στο «Περί ιδιοκτησίας» ο Προυντόν έγραψε:
Η ιδιοκτησία, χρησιμοποιώντας τον αποκλεισμό και την καταπάτηση, ενώ ο πληθυσμός αυξανόταν, υπήρξε η πρωταρχική και καθοριστική αιτία όλων των επαναστάσεων. Όταν οι θρησκευτικοί και οι κατακτητικοί πόλεμοι σχεδόν κατέστρεψαν τους λαούς, υπήρξαν μόνο τυχαίες ταραχές, οι οποίες σύντομα επουλώθηκαν από τη μαθηματική εξέλιξη της ζωής των εθνών. Η πτώση και ο θάνατος των κοινωνιών οφείλονται στη δυνατότητα συσσώρευσης που δίνει η ιδιοκτησία.
Ο Ζοζέφ Ντεζάκ επιτέθηκε στην υποστήριξη από τον Προυντόν της έννοιας της πατριαρχίας, την οποία οι αναρχικοί των τελών του 20ού αιώνα θα όριζαν ως σεξισμό, κάτι αντίθετο με τις αρχές του αναρχισμού.
Στο τέλος της ζωής του ο Προυντόν τροποποίησε κάποιες από τις προηγούμενες απόψεις του. Στην «Αρχή του Φεντεραλισμού» (1863) άλλαξε την αρχική κατά του κράτους στάση του, παραθέτοντας επιχειρήματα για την «εξισορρόπηση της εξουσίας από την ελευθερία» διατυπώνοντας μια «θεωρία ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Επίσης όρισε διαφορετικά τον αναρχισμό, «ο καθένας κυβερνάει τον εαυτό του», που σήμαινε ότι «οι πολιτικές λειτουργίες περιορίστηκαν σε βιομηχανικές λειτουργίες και ότι το κοινωνικό σύστημα προκύπτει μονάχα από τις συναλλαγές και τις ανταλλαγές».
Σε αυτό το έργο επίσης αποκάλεσε το οικονομικό του σύστημα «αγροτικο-βιομηχανική ομοσπονδία», υποστηρίζοντας ότι θα παρείχε συγκεκριμένες ομοσπονδιακές ρυθμίσεις, προστατεύοντας τους πολίτες των ομοσπονδιακών κρατών από τον καπιταλιστικό και τον οικονομικό φεουδαλισμό, τόσο μέσα όσο κι έξω από αυτά» κι έτσι θα σταματούσε την επανεισήγηση της «έμμισθης δουλείας». Αυτό, επειδή «τα πολιτικά δικαιώματα πρέπει να ενισχύονται από την οικονομία».
Στη «Θεωρία της ιδιοκτησίας», που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, υποστήριζε ότι «η ιδιοκτησία είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σταθεί ως αντίβαρο στο Κράτος». Επομένως, «ο Προυντόν μπορούσε να διατηρήσει την ιδέα της ιδιοκτησίας ως κλεψιάς και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα νέο της ορισμό ως ελευθερίας. Υπάρχει μια μόνιμη πιθανότητα κατάχρησης, εκμετάλλευσης, που σημαίνει κλεψιά. Ταυτόχρονα όμως η ιδιοκτησία είναι ένα φυσικό δημιούργημα της κοινωνίας και ένα οχύρωμα απέναντι στην καταπατητική δύναμη του κράτους».
Συνέχισε να αντιτίθεται στην ιδιοκτησία, τόσο καπιταλιστική όσο και κρατική. Στη «Θεωρία της Ιδιοκτησίας» υποστηρίζει: «Τώρα, το 1840, απορρίπτω κατηγορηματικά την ιδέα της ιδιοκτησίας, τόσο για το σύνολο όσο και για το άτομο», αλλά μετά διατυπώνει τη νέα του θεωρία για την ιδιοκτησία: «Η ιδιοκτησία είναι η μεγαλύτερη επαναστατική δύναμη που υπάρχει, με εκπληκτική ικανότητα να στέκεται ενάντια στην εξουσία» και «η κυριότερη λειτουργία της ιδιοκτησίας μέσα στο πολιτικό σύστημα θα είναι να στέκεται ως αντίβαρο στο κράτος, κι έτσι να ενισχύει την ελευθερία του ατόμου». Παρόλα αυτά, συνέχισε να αντιτίθεται στη συγκέντρωση πλούτου και ιδιοκτησίας, υποστηρίζοντας τη μικρής κλίμακας ιδιοκτησία των αγροτών και των τεχνιτών.
Ακόμη αντιτιθόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία της γης: «Αυτό που δεν μπορώ να δεχτώ, σε σχέση με τη γη, είναι ότι το να καταβάλεις δουλειά δίνει το δικαίωμα να κατέχεις αυτό στο οποίο δούλεψες». Επιπροσθέτως, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η «ιδιοκτησία» θα έπρεπε να είναι πιο ισοκατανεμημένη και περιορισμένη στο μέγεθος που πραγματικά χρησιμοποιούσαν τα άτομα, οι οικογένειες και οι ενώσεις εργατών. Υποστήριζε το δικαίωμα στην κληρονομιά, και το υπερασπιζόταν σαν «ένα από τα θεμέλια της οικογένειας και της κοινωνίας». Ωστόσο αρνιόταν να το επεκτείνει πέρα από τα προσωπικά υπάρχοντα, υποστηρίζοντας ότι «σύμφωνα με τους κανόνες της ένωσης, η μεταβίβαση πλούτου δεν αφορούσε τα μέσα εργασίας».
Ως συνέπεια της αντίθεσής του με το κέρδος, την έμμισθη εργασία, την εκμετάλλευση των εργατών, την ιδιοκτησία γης και κεφαλαίου, και την κρατική ιδιοκτησία, ο Προυντόν απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κομμουνισμό. Θέσπισε τον όρο «μουτουαλισμός» για το είδος της αναρχίας του, το οποίο περιελάμβανε κατοχή των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Στο όραμά του, οι αυτοαπασχολούμενοι τεχνίτες, οι αγρότες και οι συνεταιρισμοί θα εμπορεύονταν τα προϊόντα τους στην αγορά. Για τον Προυντόν τα εργοστάσια και άλλοι μεγάλοι χώροι εργασίας θα λειτουργούσαν ως «ενώσεις εργατών» βασισμένες σε αμεσοδημοκρατικές αρχές. Το κράτος θα έπαυε να υπάρχει. Η κοινωνία θα οργανωνόταν με μια ομοσπονδία από «ελεύθερες κομούνες» (μια κομούνα είναι μια τοπική κοινότητα στα γαλλικά). Το 1863 ο Προυντόν είπε: «Όλες οι οικονομικές μου ιδέες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια μπορούν να συνοψιστούν στις λέξεις: αγροτική-βιομηχανική ομοσπονδία. Όλες οι πολιτικές μου ιδέες συμπυκνώνονται σε έναν παρόμοιο «τύπο»: πολιτική ομοσπονδία και αποκέντρωση.»
Ο Προυντόν αντιτίθοταν στους τόκους και στα νοίκια, αλλά δεν ήθελε να τα καταργήσει με νόμο: «Ξεκαθαρίζω ότι, όταν έκανα κριτική στους θεσμούς στους οποίους η ιδιοκτησία είναι η θεμέλιος λίθος, ποτέ δε θέλησα να απαγορεύσω ή να καταπιέσω, με ηγεμονικά διατάγματα, τα ενοίκια οικοπέδων ή τους τόκους επί των κεφαλαίων. Πιστεύω ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας πρέπει να παραμείνουν ελεύθερες και να εναπόκεινται στη βούληση του καθενός: δε ζητάω γι’ αυτές μετατροπές, περιορισμούς ή καταστολή, εκτός από αυτές που έρχονται φυσικά και αναγκαία από τη διεθνοποίηση της αρχής της αμοιβαιότητας που προτείνω.»
Ο Προυντόν ήταν ένας επαναστάτης, αλλά η επανάστασή του δε σήμαινε βίαιο ξεσηκωμό ή εμφύλιο πόλεμο, αλλά μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν ουσιωδώς ηθικός στη φύση του και απαιτούσε την υψηλότερη ηθική από εκείνους που ήθελαν την αλλαγή. Ήταν χρηματική-νομισματική μεταρρύθμιση, συνδυασμένη με την οργάνωση μιας τράπεζας πιστώσεων και εργατικές ενώσεις, τα οποία ο Προυντόν πρότεινε να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός, για να επιφέρουμε στην κοινωνία νέους όρους. Δεν είπε όμως πώς τα χρηματικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα του πληθωρισμού και την επαρκή κατανομή σπάνιων πόρων.
Έκανε λίγες δημόσιες κριτικές στο Μαρξ και το Μαρξισμό, γιατί στην εποχή του ο Μαρξ ήταν συγκριτικά ελάσσων διανοητής. Ήταν μετά το θάνατο του Προυντόν που ο μαρξισμός έγινε μεγάλο κίνημα. Πάντως έκανε κριτική στους αυταρχικούς σοσιαλιστές της περιόδου του. Αυτή περιελάμβανε τον κρατικό σοσιαλιστή Louis Blanc, για τον οποίο ο Προυντόν είπε «Έχω να πω στον Blanc: δεν επιθυμείτε ούτε τον καθολικισμό ούτε τη μοναρχία ούτε τους ευγενείς, αλλά έχετε Θεό, θρησκεία, δικτατορία, λογοκρισία, ιεραρχία, διακρίσεις και τάξεις. Από την πλευρά μου αρνούμαι το Θεό σας, την εξουσία σας, την κυριαρχία σας, το δικαστικό κράτος σας». Ήταν το βιβλίο του Προυντόν «Περί ιδιοκτησίας» που έπεισε το νεαρό Καρλ Μαρξ ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία έπρεπε να καταργηθεί.
Σε ένα από τα πρώτα του έργα, στην «Αγία Οικογένεια», ο Μαρξ γράφει: «Όχι μόνο ο Προυντόν γράφει για το συμφέρον του προλεταριάτου, αλλά είναι κι ο ίδιος προλετάριος, εργαζόμενος. Το έργο του είναι ένα επιστημονικό μανιφέστο του γαλλικού προλεταριάτου.» Ο Μαρξ ωστόσο διαφωνούσε με τον αναρχισμό του Προυντόν και αργότερα δημοσίευσε κακές κριτικές στον Προυντόν. Ο Μαρξ έγραψε το «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», για να αντικρούσει το «Η φιλοσοφία της αθλιότητας» του Προυντόν. Στο σοσιαλισμό του, τον Προυντόν τον ακολούθησε ο Μιχαήλ Μπακούνιν.
Κληροδότημα
Αν και τελικά επισκιάστηκε από τον Καρλ Μαρξ, ο οποίος τον απέρριψε σαν μπουρζουά σοσιαλιστή, εξαιτίας των απόψεών του υπέρ της αγοράς, ο Προυντόν είχε μια άμεση και διαρκή επιρροή στο κίνημα του αναρχισμού και πιο πρόσφατα στα επακόλουθα του Μάη του ’68 και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Περιέργως, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά ως αναφορά από τον «Κύκλο του Προυντόν», μια ακροδεξιά ένωση που σχηματίστηκε το 1911 από τον George Valois και τον Edward Berth, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν κι μαζί από τον συνδικαλιστή George Sorel. Αλλά θα έτειναν σε μια σύνθεση σοσιαλισμού και εθνικισμού, αναμειγνύοντας το μουτουαλισμό του Προυντόν με τον ολοκληρωτικό εθνικισμό του Charles Maurra. Το 1925, ο George Valois ίδρυσε το Faisceau, τον πρώτο φασιστικό συνασπισμό από τους fasci του Μουσολίνι.
Εκτός του ότι θεωρείται αναρχιστής φιλόσοφος, θεωρείται από κάποιους πρόδρομος του φασισμού. Ο ιστορικός του φασισμού, και συγκεκριμένα των Γάλλων φασιστών, ο Zeev Sternhell, έχει σημειώσει αυτή τη χρησιμοποίηση του Προυντόν από την άκρα δεξιά. Στη «Γέννηση της φασιστικής ιδεολογίας» λέει ότι:
«Η «Γαλλική Δράση» ( Αction Francaise) από την αρχή θεωρούσε το συγγραφέα της «Φιλοσοφίας της Αθλιότητας» έναν από τους δασκάλους της. Του δόθηκε τιμητική θέση στην εβδομαδιαία στήλη του περιοδικού του κινήματος, η οποία είχε τίτλο ακριβώς «Οι δάσκαλοί μας». Ο Προυντόν χρωστούσε αυτή τη θέση του στη «Γαλλική Δράση» σε αυτό που οι οπαδοί του Maurra έβλεπαν σαν αντιδημοκρατικότητα, αντισημιτισμό, απέχθεια στο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, περιφρόνηση στη Γαλλική Επανάσταση, στη δημοκρατία και στον κοινοβουλευτισμό και σαν υπεράσπιση του έθνους, της οικογένειας, της παράδοσης και της μοναρχίας.»
Αλλά η κληρονομιά που μας άφησε ο Προυντόν δεν περιορίζεται στην εκμετάλλευση της σκέψης του από την επαναστατική δεξιά (la droite révolutionnaire). Επίσης επηρέασε τους αντικομφορμιστές της δεκαετίας του 1930, όπως και τον κλασικό αναρχισμό. Στη δεκαετία του 1960, έγινε η κύρια επιρροή της αυτοδιαχείρισης των εργατών στη Γαλλία, εμπνέοντας το CFDT, το οποίο δημιουργήθηκε το 1964, και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα,(PSU) , το οποίο ιδρύθηκε το 1960 και του οποίου ηγήθηκε μέχρι το 1967 ο Édouard Depreux. Συγκεκριμένα, η αυτοδιαχείριση επηρέασε την εμπειρία της αυτοδιαχείρησης της LIP στην Μπεζανσόν.
Η σκέψη του Προυντόν έχει αναβιώσει κάπως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στο Ανατολικό Μπλοκ. Μπορεί να συνδεθεί χαλαρά και με σύγχρονες προσπάθειες για άμεση δημοκρατία. Η ομάδα Προυντόν, η οποία συνδέεται με την Αναρχική Ομοσπονδία (Fédération Anarchiste) , δημοσίευσε μια ανασκόπηση από το 1981 ως το 1983 και πάλι μέχρι το 1994 (η πρώτη περίοδος αντιστοιχεί με την εκλογή του σοσιαλιστή υποψηφίου Francois Mitterand το 1981 και την φιλελεύθερη οικονομική στροφή που πήρε το 1983 η σοσιαλιστική κυβέρνηση). Είναι σθεναρά αντιφασιστική και συνδέεται με την «Ομάδα Απόλυτα Ενάντια στο Λε Πεν» (Section Carrément Anti Le Pen) , η οποία αντιτίθεται στον Ζαν Μαρί Λεπέν. Οι αγγλόφωνοι αναρχικοί επίσης έχουν κάνει προσπάθειες να κρατήσουν την παράδοση του Προυντόν ζωντανή και να εμπλακούν σε ένα διάλογο για τις ιδέες του Προυντόν. Ο μουτουαλισμός του Kevin Carlson είναι συνειδητά προυντονικός, και ο Shawn P. Wilbur συνεχίζει να διευκολύνει τη μετάφραση των έργων του Προυντόν στα αγγλικά και να στοχάζεται σχετικά με τη σημασία τους για το σύγχρονο αναρχικό προτσές.
Kριτικές και ρατσισμός
O Stuart Edwards, εκδότης του «Επιλεγμένα έργα του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν», τονίζει: «Τα ημερολόγια του Προυντόν (Carnets, εκδ. P. Haubtmann, Marcel Rivière, Paris 1960) αποκαλύπτουν ότι είχε σχεδόν παρανοϊκά αισθήματα μίσους ενάντια στους Εβραίους, κάτι κοινό στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Το 1847 σκέφτηκε να εκδώσει ένα άρθρο ενάντια στην εβραϊκή φυλή,την οποία έλεγε πως «μισούσε». Το σχεδιαζόμενο αυτό άρθρο θα «ζητούσε την εκδίωξη των Εβραίων από τη Γαλλία…Ο Εβραίος είναι ο εχθρός της ανθρώπινης φυλής. Αυτή η φυλή πρέπει να σταλθεί πίσω στην Ασία, ή να εξολοθρευτεί. Ο Heine, ο Weil και άλλοι είναι απλώς μυστικοί πράκτορες. Oι Rothschild, Crémieux, Marx, Fould, κακοί, χολερικοί, πικροί άνθρωποι, που μας μισούν (Carnets, vol. 2, p. 337: No VI, 178)
Ο J. Salwyn Schapiro έγραψε το 1945:
«Ο Προυντόν είχε την τάση, μοιραία αντισημιτική, να βλέπει στους Εβραίους την κύρια πηγή των δεινών του έθνους, και να τους συνδέει με άτομα και ομάδες που μισούσε. Ο αντισημιτισμός, πάντα και παντού τεστ φυλετικών διακρίσεων, με το διαχωρισμό του της ανθρωπότητας σε δημιουργικές και στείρες φυλές, οδήγησε τον Προυντόν να θεωρεί το νέγρο σαν τον κατώτερο στη φυλετική ιεραρχία. Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου ήταν με το μέρος των Νοτίων, οι οποίοι, επέμενε, δεν είχαν τελείως λάθος που ήθελαν να διατηρήσουν τη δουλεία. Οι νέγροι, σύμφωνα με τον Προυντόν, ήταν μια κατώτερη φυλή, ένα παράδειγμα της ύπαρξης ανισότητας ανάμεσα στις φυλές της ανθρωπότητας…Το βιβλίο του La Guerre et la paix, που εμφανίστηκε το 1861, ήταν ένας ύμνος στον πόλεμο, σε τόνο πιο παθιασμένο από οτιδήποτε παρήγαγαν οι φασίστες στην εποχή μας…Σχεδόν κάθε σελίδα του La Guerre et la paix περιέχει μια δοξολογία του πολέμου σαν ιδανικό και σαν θεσμού…Το υστερικό του εγκώμιο για τον πόλεμο, όπως και η φλογερή υποστήριξή του στη δικτατορία του Louis Napoleon, όπως και η ακλόνητη στήριξή του στη μεσαία τάξη, ήταν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής του φιλοσοφίας…Στον ισχυρό αγωνιστή του 19ου αιώνα είναι τώρα δυνατό να διακρίνει κανείς έναν προάγγελο του φασισμού. Ένα ενοχλητικό αίνιγμα για τη γενιά του, οι διδασκαλίες του που παρεξηγήθηκαν σαν αναρχικές από τους οπαδούς του,η θέση του Προυντόν στη διανοητική ιστορία είναι προορισμένη να αποκτήσει μια νέα και μεγαλύτερη σημασία. Με την ανασκόπηση του 19ου αιώνα, θα φανούν ως πρελούδιο στην παγκόσμια επανάσταση που τώρα αποκαλείται Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.»
Σύμφωνα με τον George Woodcock, κάποιες θέσεις του Προυντόν «κάνουν περίεργο συνδυασμό με τη δηλωμένη αναρχία του». Για παράδειγμα, πρότεινε κάθε πολίτης να υπηρετεί ένα-δύο χρόνια στο στρατό. Η πρόταση παρουσιάστηκε στο Programme Revolutionaire, ένα προεκλογικό μανιφέστο που εκδόθηκε από τον Προυντόν, όταν του ζητήθηκε να θέσει υποψηφιότητα για μια θέση στην προσωρινή κυβέρνηση. Το κείμενο λέει: «7ο: ο στρατός. Η στρατιωτική υπηρεσία από όλους τους πολίτες προτείνεται ως εναλλακτική στη στρατολόγηση και στην εφαρμογή της «αντικατάστασης», με την οποία όσοι μπορούσαν απέφευγαν αυτήν την υπηρεσία.» Η κριτική του Woodcock είναι κατανοητή. Ωστόσο στο ίδιο έγγραφο ο Προυντόν περιγράφει το είδος της κυβέρνησης που προτείνει σαν «συγκεντρωτισμό ανάλογο με αυτόν του κράτους, αλλά στον οποίο κανένας δεν υπακούει, κανένας δεν είναι εξαρτημένος, και όλοι είναι ελεύθεροι».
Ο Albert Meltzer λέει ότι, αν και ο Προυντόν χρησιμοποιούσε τον όρο «αναρχικός», δεν ήταν, και ποτέ δεν αναμείχθηκε στην αναρχική δράση και πάλη, ίσα-ίσα αναμείχθηκε στην κοινοβουλευτική δραστηριότητα.»
Ο Προυντόν έμεινε πάντοτε σ΄ ένα επίπεδο οραματισμού ενός δικαιότερου κόσμου, χωρίς ν΄αναζητήσει τη μεθοδολογία της μετάβασης στο νέο είδος κοινωνικής οργάνωσης, που θα έκανε αυτόν τον κόσμο δυνατό.