Ο περιηγητής Παυσανίας, σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χωρία του έργου του Ελλάδος περιήγησις (10.5.5 κ.εξ.), καταγράφει τις κυριότερες παραδόσεις που σχετίζονταν με την πρώιμη ιστορία του δελφικού μαντείου. Ο Παυσανίας μάς πληροφορεί ότι σύμφωνα με τους κατοίκους των Δελφών στην πιο αρχαία του φάση το μαντείο ανήκε στην Γη, ενώ ως μάντισσα για λογαριασμό της θεάς ενεργούσε η Δαφνίδα, μία από τις νύμφες που κατοικούσαν στο βουνό του Παρνασσού.
Κατά την άποψη όμως του Μουσαίου, ο οποίος συνέγραψε ένα έπος με τον τίτλο Ευμολπία, το μαντείο το μοιράζονταν στην αρχή η Γη και ο Ποσειδώνας. Η πρώτη έδινε μαντείες αυτοπροσώπως, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως εκπρόσωπο στα μαντέματά του κάποιον Πύρκωνα. Αργότερα το μαντείο πέρασε στην εξουσία της Θέμιδος, η οποία με τη σειρά της το παρέδωσε στον Απόλλωνα. Ο Ποσειδώνας από την άλλη πήρε ως αντάλλαγμα την Καλαύρεια, ένα νησάκι έξω από τις ακτές της Τροιζήνας, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε δωρικός ναός του Ποσειδώνα.
Στη συνέχεια ο Παυσανίας μάς πληροφορεί ότι άκουσε πως κάποιοι άνδρες, οι οποίοι έβοσκαν τα πρόβατά τους, έφτασαν στο μαντείο και έγιναν ένθεοι από τον ατμό και άρχισαν να μαντεύουν για λογαριασμό του Απόλλωνα. Η πιο ένδοξη από τις μάντισσες του Απόλλωνα ήταν κατά γενική ομολογία η Φημονόη, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ήταν η πρώτη που έδωσε χρησμούς σε εξάμετρο στίχο. Η Βοιώ, μία ντόπια γυναίκα, συνέθεσε έναν ύμνο στους Δελφούς, όπου έλεγε ότι το μαντείο του θεού κατασκευάστηκε από κάποιους Υπερβορείους, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν ο Παγασός, ο Αγυιεύς και προπάντων ο Ωλήν.
Σύμφωνα μ’ αυτή την παράδοση ο Ωλήν ήταν ο πρώτος που έδωσε χρησμούς για λογαριασμό του Απόλλωνα και χρησιμοποίησε τον εξάμετρο στίχο.
Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα λέγεται ότι ήταν κατασκευασμένος από απλά κλαδιά δάφνης, τα οποία είχαν μεταφερθεί από την κοιλάδα των Τεμπών, και είχε τη μορφή καλύβας.
Ο δεύτερος ναός σύμφωνα με τα λόγια των κατοίκων των Δελφών φτιάχτηκε από μέλισσες και συγκεκριμένα από το κερί των μελισσών και από τα φτερά τους. Αυτός ο δεύτερος ναός στάλθηκε στους Υπερβορείους από τον ίδιο τον Απόλλωνα.
Ο τρίτος ναός ήταν χάλκινος, κάτι που ο Παυσανίας δεν το θεωρεί απίθανο. Φέρνει μάλιστα ως παραδείγματα, για να ενισχύσει τη θέση του, τον χάλκινο θάλαμο που ο Ακρίσιος είχε κατασκευάσει για την θυγατέρα του, το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου στη Σπάρτη, καθώς και την χάλκινη οροφή της ρωμαϊκής αγοράς.
Από την άλλη ο Παυσανίας δεν πιστεύει ότι τον ναό τον είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος ή ότι διέθετε χρυσές Σειρήνες, οι οποίες τραγουδούσαν. Επίσης ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρχαν δύο διαφορετικές παραδόσεις για την καταστροφή αυτού του ναού. Σύμφωνα με την πρώτη γκρεμίστηκε μέσα σε ένα χάσμα, ενώ σύμφωνα με την άλλη έλιωσε από φωτιά. Σ’ αυτό το σημείο ο Παυσανίας φαίνεται ότι έχει στο μυαλό του ένα σχετικό ποίημα του Πινδάρου, από το οποίο παραθέτει έναν στίχο.
Ευτυχώς για μας ένα παπυρικό εύρημα μας χάρισε περισσότερους στίχους από αυτό το χαμένο ποίημα του μεγάλου λυρικού και οι σωζόμενοι στίχοι επιβεβαιώνουν όσα λέει για την παράδοση ο Παυσανίας. Θα δούμε την απόδοση αυτού του ποιήματος λίγο παρακάτω.
Ο τέταρτος ναός κατασκευάστηκε από τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη και ήταν φτιαγμένος από πέτρα (7ος αιώνας π.Χ.), αλλά κάηκε το 548 π.Χ. Αντικαταστάθηκε γύρω στο 525 από τον λεγόμενο ναό των Αλκμεωνιδών, ο οποίος καταστράφηκε το 373 από σεισμό. Ο ναός που υπήρχε την εποχή του Παυσανία κατασκευάστηκε από την δελφική αμφικτυονία και αρχιτέκτονάς του ήταν σύμφωνα με τον Παυσανία κάποιος Σπίνθαρος από την Κόρινθο (γύρω στο 330 π.Χ.).
Ας δούμε τώρα τους στίχους του ποιήματος του Πινδάρου για τον δεύτερο και προπάντων τον τρίτο ναό:
Εκείνον τον ναό ορμητικός (ο Απόλλωνας) τον έσμιξε
με τους ανέμους της χώρας των Υπερβορείων.
Μα ο επόμενος, ω Μούσες, που με την πάντεχνη
του Ηφαίστου δεξιοτεχνία και της Αθηνάς ήταν φτιαγμένος,
πόση αρμονία φανέρωνε!
Χάλκινοι ήταν οι τοίχοι του και χάλκινοι από κάτω
στέκονταν οι κίονες.
Και πάνω απ’ το αέτωμα χρυσές
Σειρήνες τραγουδούσανε.
Ωστόσο ετούτο το ναό, (με τη βροντή)
και με τον κεραυνό την γη ανοίγοντας,
ο Δίας ολότελα τον έθαψε.