Το Σκάνδαλο που έστειλε έναν Υπουργό στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου και τελικά στην καταδίκη.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1949 κι ενώ η Ελλάδα βίωνε την τελική φάση του Εμφυλίου Πολέμου με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στον Γράμμο και το Βίτσι κατά των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού, η αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Μεταφορών προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για τη μεταφορά καυσίμων ανά την επικράτεια.
Επικεφαλής του Υπουργείου Μεταφορών ήταν ο Πάνος (Παναγιώτης) Χατζηπάνος, 62 ετών, στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος (της «Νέας Δημοκρατίας» της εποχής), που εκλεγόταν βουλευτής Ευβοίας συνεχώς από το 1926. Πρωθυπουργός, ο βετεράνος τραπεζίτης Αλέξανδρος Διομήδης, που ανήκε στον φιλελεύθερο πολιτικό χώρο και προΐστατο κυβέρνησης συνασπισμού, την οποία αποτελούσαν πολιτικοί του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο Χατζηπάνος, εκτός από την πολιτική, ασχολούνταν και με τα γράμματα. Έγραψε την ιστορική μελέτη Φραγκοκρατία εν Ευβοία, το ενθύμημα Ιστορία του Ελληνικού Ελευθεροτεκτονισμού (Μασόνος ο ίδιος) και τα θεατρικά έργα Ήταν Μοιραίο, Αγριολούλουδο και Τ’ Αγκάθια.
Ανάμεσα στους μειοδότες του διαγωνισμού για τη μεταφορά των καυσίμων στη Θήβα, το Αγρίνιο, την Πάτρα και την Τρίπολη ήταν και ο Βασίλειος Γ. Σκόπας, υπάλληλος του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (Απόφαση 77.408/30.7.1949). Ο ίδιος δεν είχε βυτιοφόρο, αλλά συνεταιρίστηκε με τον αυτοκινητιστή Γεώργιο Πρεπέ. Στην ετερόρρυθμο εταιρεία που συνέστησε Σκόπας και Σία με συμβολαιογραφικό έγγραφο στις 17 Σεπτεμβρίου 1949, ομόρρυθμοι εταίροι ήταν ο ίδιος και η Όλγα Κυριαζοπούλου και ετερόρρυθμος εταίρος ο Γεώργιος Πρεπές. Σκοπός της εταιρείας ήταν η μεταφορά δια ξηράς και θαλάσσης προσώπων και πραγμάτων.
Έως τις αρχές Ιανουαρίου του 1950 τίποτα από τα προαναφερθέντα δεν είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη, που είχε αρχίσει να στρέφει το ενδιαφέρον της στις επικείμενες εκλογές, καθώς η θητεία της Βουλής έληγε τον Μάρτιο.
Στις 3 Ιανουαρίου κι ενώ ο ηγέτης των Λαϊκών, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης βρισκόταν σε προεκλογική περιοδεία, ο Σοφοκλής Βενιζέλος επισκέφθηκε τον Δημήτριο Μάξιμο και του ζήτησε να καλέσει τον Χατζηπάνο για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με τη σύμβαση Σκόπα. Οι εφημερίδες (Το Βήμα, Τα Νέα κλπ) έγραφαν εκείνη την ημέρα ότι υπήρχε οσμή σκανδάλου στη σύμβαση Σκόπα, επειδή η συνεταίρος του Όλγα Κυριαζοπούλου ήταν στενή φίλη της γυναίκας του Τσαλδάρη, Ναντίν. Ο Τύπος ισχυριζόταν ότι ο σύζυγος της Όλγας Κυριαζοπούλου ήταν οικονομικός αξιωματικός του ναυτικού, αλλά και οικονομικός υπεύθυνος εφημερίδας προσκείμενης στον Τσαλδάρη.
Πράγματι, την επομένη, 4 Ιανουαρίου, ο Χατζηπάνος παρουσιάσθηκε ενώπιον του πρωθυπουργού και υποστήριξε ότι η όλη διαδικασία ήταν καθόλα νόμιμη και δεν υπήρχε κανένα σκοτεινό σημείο. Ο Διομήδης πείστηκε και εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, με την οποία επεσήμανε ότι «ουδεμία ένδειξις προκύπτει περί οιασδήποτε εις βάρος του Δημοσίου ζημίας, προστατευθέντων των συμφερόντων του Δημοσίου».
Δεν πέρασε ένα εικοσιτετράωρο και στις 5 Ιανουαρίου οι Φιλελεύθεροι υπουργοί παραιτήθηκαν και η κυβέρνηση Διομήδους έπεσε. Ο Βενιζέλος επικαλέστηκε ως λόγο παραίτησης το γεγονός ότι ο Τσαλδάρης είχε ήδη αρχίσει τον προεκλογικό αγώνα και ότι θα έπρεπε να διοριστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση για την πραγματοποίηση εκλογών. Πολιτικοί παρατηρητές υποστήριζαν ότι στόχος των αποκαλύψεων για τον Χατζηπάνο ήταν η πολιτική φθορά του Τσαλδάρη και του Λαϊκού Κόμματος. Ο Κορίνθιος πολιτικός δεν ήταν αρεστός ούτε στους Αμερικανούς, που προωθούσαν τη λύση Παπάγου ως ηγέτη της Δεξιάς.
Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 5 Μαρτίου 1950 από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Τζον Θεοτόκη, με το σύστημα της απλής αναλογικής. Το Λαϊκό Κόμμα αναδείχθηκε πρώτο χωρίς αυτοδυναμία, αλλά ουσιαστικός νικητής ήταν το Κέντρο, με τους τρεις πολιτικούς σχηματισμούς του (Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΠΕΚ, Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου). Μετά από διαβουλεύσεις, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Σοφοκλής Βενιζέλος (23 Μαρτίου), που δεν ήταν αρεστός στους Αμερικανούς και στις 16 Απριλίου ο Νικόλαος Πλαστήρας.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας Βουλής ήταν η σύσταση προανακριτικής επιτροπής, για να διερευνήσει τις κατηγορίες κατά του Χατζηπάνου. Τελικά, με απόφασή της στις 21 Ιουλίου 1950, τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), με την κατηγορία της απιστίας κατά του Δημοσίου. Η πλειοψηφία της Βουλής θεώρησε ότι ο Χατζηπάνος ανέθεσε απευθείας και όχι με μειοδοτικό διαγωνισμό τη μεταφορά πετρελαίου στον Σκόπα, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο, του οποίου το συμφέρον είχε ταχθεί να προασπίζει ο Υπουργός.
Η δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο άρχισε στις 11 Ιανουαρίου 1951, με προεδρεύοντα τον αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Σταυρόπουλο. Στις 15 Φεβρουαρίου 1951 το Ειδικό Δικαστήριο κήρυξε τον Πάνο Χατζηπάνο ένοχο απιστίας κατά του Δημοσίου άνευ ιδιοτελείας και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δύο μηνών με τριετή αναστολή. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο Χατζηπάνος με την απ’ ευθείας ανάθεση ζημίωσε το Δημόσιο, δεν αποδείχθηκε όμως ότι αποκόμισε ο ίδιος προσωπικό όφελος από αυτήν. Οι συγκατηγορούμενοί του Όλγα Κυριαζοπούλου και Βασίλειος Σκόπας κηρύχθηκαν ένοχοι για ηθική αυτουργία και συνέργεια στην απιστία του Χατζηπάνου, επειδή τον έπεισαν και τον βοήθησαν να τη διαπράξει αντίστοιχα, και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο μηνών η πρώτη κι ενός μηνός ο δεύτερος με τριετή αναστολή.
Το σκάνδαλο Χατζηπάνου ήταν η δεύτερη περίπτωση καταδίκης Υπουργού από το Ειδικό Δικαστήριο στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους, μετά τα Σιμωνιακά του 1876. Πολιτικά, συνέβαλε στη διάσπαση του Λαϊκού Κόμματος με την αποχώρηση 25 από τους 63 βουλευτές του και τη δημιουργία του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος με επικεφαλής τους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλου. (Μεταξύ των 25 ήταν και ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής). Το άστρο του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη έδυσε και ανέτειλε αυτό του στρατάρχη Παπάγου, που ήταν αρεστός στους Αμερικανούς και τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα (Καθημερινή, Βήμα), αλλά όχι και στο Παλάτι.