Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος-Φιλόλογος
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί
Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να παραδεχθώ και να σας ομολογήσω, ότι αυτή τη φορά έκανα μίαν παρασπονδίαν, την εξής: Ενώ, δηλαδή, το θέμα της σημερινής ομιλίας μου είχεν ορισθεί να είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής, Προφήτης και Πρόδρομος και θα περιμένατε, δηλαδή, να ακούσετε να αναλύω και να αναπτύσσω, να ξεδιπλώνω ολόκληρο αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή: και το Βαπτιστής , και το Πρόδρομος και το Προφήτης, όμως αναγκάστηκα από τα ίδια τα πράγματα να περιορισθώ στο πρώτο μόνο σημείον, δηλαδή στο Βαπτιστής. Κι’ αυτό, διότι, όταν καταπιάστηκα με το θέμα του αγίου Ιωάννου, βρέθηκα μπροστά σε μιαν απέραντη ύλη, την οποία μου ήταν αδύνατο να δαμάσω και να σας την παρουσιάσω σε μία μόνο ομιλία τριών περίπου τετάρτων της ώρας. Αυτή, λοιπόν, ήταν η παρασπονδία μου, για την οποίαν και ζητώ συγγνώμην, αλλά και την κατανόησή σας. Αν δε ο Θεός επιτρέψει και με τις ευχές πάντα του Σεβασμιωτάτου, θα σας παρουσιάσω τον επόμενον χρόνον τις άλλες δύο πτυχές αυτού του τριπτύχου του αγίου Ιωάννου. Έτσι, περιορισμένο, λοιπόν, το σημερινό θέμα μας, θα είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής. Αλλ’ επειδή και έτσι περιορισμένο, θα είναι, όπως θα διαπιστώσετε, τεράστιο, θα περιορισθώ σε μερικές μόνον επισημάνσεις, χωρίς να είναι δυνατόν ούτε αυτό να το εξαντλήσω, όπως βέβαια θα επιθυμούσα. Και ήδη επείγομαι να μπω στο θέμα μου:
Πρώτη επισήμανση: Το παρωνύμιον «Βαπτιστής»: Από τους τέσσαρες Ευαγγελιστές, ο μεν τέταρτος, ο και θεολόγος όταν μιλάει στο ευαγγέλιο του για τον Πρόδρομον, τον ονομάζει απλά και μόνο με το όνομα Ιωάννης, χωρίς ποτέ να το συνοδεύει και με το παρωνύμιον Βαπτιστής . Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις ευαγγελιστές, οι λεγόμενοι συνοπτικοί, αναφέρουν μεν το όνομα Ιωάννης, αλλά το συνοδεύουν και με το παρωνύμιον Βαπτιστής. Ειδικότερα δε, ο ευαγγελιστής Μάρκος, εκτός του Βαπτιστής, χρησιμοποιεί τρεις φορές και την μετοχήν ο Βαπτίζων. Εξ άλλου, από τις εξω-καινοδιαθηκικές Ιστορικές πηγές, ο ιουδαίος Ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος είναι που εις το έργον του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, αφιερώνοντας ορισμένες γραμμές στο πρόσωπον και στο θρησκευτικό κίνημα, που προκάλεσεν ο άγιος Ιωάννης, του αποδίδει κι’ αυτός το παρωνύμιον Βαπτιστής.
Και το μεν γεγονός καθ’ αυτό, ότι αυτός ο Ιωάννης όντως είχεν αυτήν την πλατειά μαρτυρούμενην βαπτισματικήν δραστηριότητα, ουδείς ποτέ το αμφισβήτησεν. Πρόκειται, δηλαδή, για κατοχυρωμένο Ιστορικό γεγονός, που το βεβαιώνουν, πλην του ιουδαίου ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου, και οι τέσσερες ευαγγελιστές, αλλά και ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων Αποστόλων.
Παρατηρούμεν μάλιστα ότι αυτή η Ιωάννεια βαπτισματική τελετουργία καταλάμβανε τόσον σπουδαία και κεντρική θέση μέσα στο όλο δημόσιο έργο του Προδρόμου, δηλαδή μέσα στην διακονία του, ώστε ο ευαγγελιστής Μάρκος, μάλλον επειδή τη θεωρεί σπουδαιότερη, να την αναφέρει ακόμη και προ αυτού του Ιωάννειου κηρύγματος, δηλαδή, να την προτάσσει του κηρύγματος του Ιωάννου, όταν λέγει ο ευαγγελιστής αυτός: «εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων» (Μάρκ. α’, 4). Να γιατί λέμε, ότι η Καινή Διαθήκη αποδίδοντας του το παρωνύμιον Βαπτιστής, θέλει να τον χαρακτηρίσει με αυτήν την πιο εντυπωσιακήν, την πιο χαρακτηριστικήν, αλλά και την πιο σημαντικήν του δραστηριότητα και, άρα, ιδιότητα.
Δεύτερη επισήμανση: Η χρονική περίοδος της βαπτισματικής δράσης του Ιωάννου: Αφετηρία, διάρκεια, λήξη της: Μας είναι, άραγε δυνατόν να προσδιορίσουμε τις αρχές αυτής της δραστηριότητας, δηλαδή, πότε ακριβώς άρχισεν ο Ιωάννης να βαπτίζει; Αυτό το πράγματι βασανιστικόν ερώτημα απασχόλησεν τους ιστορικούς της Ιστορίας της εποχής του Χριστού. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως, το πράγμα φαίνεται εύκολον. Κι αυτό, διότι ο ευαγγελιστής και πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας, ο και ιατρός Λουκάς, ακριβώς την είσοδον του Βαπτιστή στην σκηνή της δημόσιας δράσης του για την προετοιμασία του δρόμου του Μεσσία, την τοποθετεί σ’ ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο, όπου μάλιστα και εμφανίζονται να παρελαύνουν αρκετά πρόσωπα γνωστά και άλλοθεν, αλλά και από την κοσμικήν Ιστορίαν. Λέγει, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον οποίον παραθέτω εν παραφράσει: «Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας του Τιβερίου Καίσαρος, όταν ήταν ηγεμών εις την Ιουδαίαν ο Πόντιος Πιλάτος, και τετράρχης εις την Γαλιλαίαν ο Ηρώδης αντίπας, ο δε Φίλιππος ο αδελφός του ήτο τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας, και ο Λυσανίας ήτο τετράρχης της Αβιλινής, επί των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, ήλθε διαταγή του Θεού προς τον Ιωάννην τον υιόν του Ζαχαρίου, εις την έρημον, όπου αυτός έμενεν.» (Λουκ. γ’, 12)
Θάλεγε κανείς ότι με τόσους χρονολογικούς προσδιορισμούς, δηλαδή, δια της αναφοράς και μνημονεύσεως τόσων προσώπων εκ της Ιστορίας, θα ήταν εύκολος και ο ακριβής προσδιορισμός της έναρξης του βαπτισματικού έργου του Ιωάννου. Όμως, εάν οι προσδιορισμοί αυτοί ήσαν αρκετοί και ικανοποιητικοί για τις Ιστορικές ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής του Λουκά, δεν είναι πάντως πια για μας σήμερα. Εξ άλλου, τα χρονολογικά αυτά δεδομένα δεν είναι ούτε συγκεκριμένα, αλλ’ ούτε και ακριβή, παρά μόνο φαινομενικώς. Το πρώτον μάλιστα απ’ αυτά, το μόνο που θάλεγε κανείς ότι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει και σαν βάση για ένα τέτοιο χρονολογικό υπολογισμό, που ζητάμε, δεν αποτελεί σίγουρο δεδομένο και στοιχείο και σημείον χρονολογικής εκτίμησης και αφετηρίας. Αλλά και οι ικανότεροι και διασημότεροι Ιστορικοί γενικότερον και κατά κανόνα, παραιτούνται από την προσπάθεια να ανιχνεύσουν από πότε ακριβώς άρχιζαν και πως υπολογίζονταν τα έτη διακυβέρνησης των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Να γιατί στο ερώτημα πότε ακριβώς αρχίζει και η βαπτισματική δραστηριότητα του Ιωάννου, οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται, ή, μάλλον ποικίλλουν και κινούνται σε μια μεγάλη χρονολογική κλίμακα, σε μια γκάμμα εννέα ετών, δηλαδή από το έτος 26 μ.Χ. μέχρι και το έτος 34 μ.Χ.
Αλλ’ εάν δεν μας είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μίαν απόλυτα ακριβή στη λεπτομέρεια της χρονολογίαν έναρξης της βαπτι-σματικής δράσης του Ιωάννου, όμως, μας είναι δυνατόν, περιοριζόμενοι σε μιαν σχετικήν τοιαύτην να ικανοποιήσουμε μόνον εν μέρει αυτήν την ιστορικήν περιέργειά μας. Η σχετική δε αυτή χρονολόγηση βασίζεται στα εξής δεδομένα, που μας παρέχουν πάλιν τα ευαγγέλια:
Όταν, δηλαδή, ο Ιησούς πήγε στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτισθεί ο ίδιος, υπήρχεν ήδη μεγάλη συρροή πλήθους ανθρώπων, στις όχθες του ποταμού (Λουκ. γ’, 7). Αυτό είναι το ένα στοιχείον.
Εξ άλλου, ο Βαπτιστής ήταν τότε ήδη γνωστός σ’ όλο το λαό, που έτρεχε σ’ αυτόν με ενθουσιασμό (Λουκ. γ’, 21). Κι’ αυτό είναι το δεύτερον. Πιο συγκεκριμένα δε, επίσης, η φήμη του Βαπτιστή είχεν ήδη μεγαλώσει και διαδοθεί τόσον στην Ιερουσαλήμ, όσον και σε όλην την Ιουδαία. (Ματ. γ’, 5, Μάρκ. α’, 5), τρίτον δεδομένον.
Επομένως, και βάσει αυτών των τριών στοιχείων, θα πρέπει να υποθέσουμεν ότι ο Ιωάννης θα πρέπει να είχεν αρχίσει ήδη να βαπτίζει, τουλάχιστον μερικούς μήνες πριν να εκδηλωθεί το κυρίως μεσσιανικόν κίνημα, αυτό, δηλαδή, του Ιησού. Αυτά τα λίγα μόνον, για τη χρονολογία γύρω από το Ιωάννειο Βάπτισμα.
Τρίτη επισήμανση: Και αφού μιλήσαμε για το χρόνο, περνάμε τώρα στο ερώτημα για τον τόπο: Πού, σε ποιες περιοχές εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Ο Λουκάς σημειώνει τα εξής για τον Ιωάννη και τη σχέση, που είχε από παιδί με την έρημον: «Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις, έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λουκ. α’, 80). Ακριβώς δε, βγαίνοντας ο Ιωάννης απ’ αυτές τις ανώνυμες ερήμους, που αναφέρει ο Λουκάς, άρχισεν την αποστολή του, της οποίας το πρώτον πεδίον δράσης, ήταν επίσης μία έρημος, που αυτή όμως μας είναι γνωστή, η έρημος της Ιουδαίας (Ματθ.γ’, 1).
Παλαιότεροι και νεώτεροι ερευνητές συμφωνούν τοποθετώντας αυτήν την έρημο στα πέριξ της Ιεριχούς, κοντά όμως στον Ιορδάνη. Σημειωτέον δε ότι το ποτάμι αυτό το αναφέρουν ονομαστικά και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές. Πρέπει, όμως, να ξέρουμε ότι ο Βαπτιστής δεν έμενε σταθερά και συνέχεια στο ίδιο σημείο. Και ο μεν Ματθαίος με τον Μάρκο μας παρουσιάζουν τα πράγματα ωσάν μία ολόκληρη μερίδα ανθρώπων της Παλαιστίνης, να κατευθύνονταν προς τον Βαπτιστή, ενώ ο Λουκάς μας εμφανίζει τον Ιωάννην να κινείται αυτός ο ίδιος πλέον, και να κυκλοφορεί προσωπικώς καθ’ όλην την έκταση της κοιλάδας του ποταμού (Λουκ. γ’, 3), σαν να, δηλαδή, μετεκινείτο προς συνάντηση των νεωστί βαπτισθέντων υπ’ αυτού και των νεοφύτων του.
Είναι, λοιπόν, πιθανόν, ότι ακόμη και στην αρχή της δράσης του ασκούσε την διακονίαν του σύμφωνα με τις καθημερινές ανάγκες, που παρουσιάζονταν και κατά τις απαιτήσεις της στιγμής, άλλοτε στην αριστερή όχθη του ποταμού κι’ άλλοτε στη δεξιάν. Οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης θεωρούν ακόμη δυνατόν, μετά τη βάπτιση του Ιησού, ο Ιωάννης, σαν για να αφήσει στον Μεσσία ελεύθερο το πεδίο δράσεως, να προτίμησε την παραμονήν του στην Υπεριορδανία. Μια τέτοια υπόθεση των καινοδιαθηκολόγων, θα μπορούσε πλην των άλλων, να εξηγήσει θαυμάσια και μίαν πληροφορία του τέταρτου ευαγγελιστή, που, αλλιώς, αυτή θα εφαίνετο όλως διόλου αντιφατική. Διότι ο τελευταίος αυτός, σημειώνει: «Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν του Ιορδανού, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων» (Ιω. α’, 28) . Αυτή δε ακριβώς η Βηθανία, χωριό ή απλό πέρασμα του ποταμού, φαίνεται, λοιπόν, ότι εκείτο εις τον κάτω ρουν του ποταμού Ιορδάνη. Κι’ αυτό είναι όλο κι’ όλο, ό,τι ξέρομεν για την τοποθεσία αυτής της Βηθανίας. Αργότερα, ο Ιωάννης πέρασε και πάλιν στη δεξιά όχθη του ποταμού, αλλά, τη φορά αυτή, πολύ πιο βόρεια και έφθασε συγκεκριμένα εις την πηγήν Αίνων, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, όπου, κατά την μαρτυρίαν του τέταρτου ευαγγελιστή, υπήρχαν πολλά νερά, και όπου, κατά την ίδιαν μαρτυρίαν, και γι’ αυτό ακριβώς, εγκαταστάθηκεν εκεί ο Βαπτιστής: «ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγένοντο και εβαπτίζοντο.» (Ιω. γ’, 23).
Στο μέρος δε ακριβώς αυτό ήταν όπου ήλθαν, λοιπόν, και βρήκαν τον Βαπτιστή οι δικοί του μαθητές και του είπαν αγανακτισμένοι και εμφανώς εξοργισμένοι: Στην Ιουδαία κάποιοι τελούν ένα άλλο Βάπτισμα, διαφορετικό από το δικό σου, εννοώντας το Βάπτισμα, που γινόταν εκεί κατ’ εντολήν του Μεσσία Ιησού υπό των μαθητών του τελευταίου.
Αλλ’ αυτό ακριβώς το περιστατικό με τους μαθητές του Ιωάννου, παρέσχεν την αφορμή στον ίδιο να δώσει, για μια ακόμη φορά, την δικήν του μαρτυρίαν υπέρ του Ιησού, σαν του μέχρι τότε αναμενόμενου και νυν ελθόντος Μεσσία.
Τέταρτη επισήμανση: Και ποιους, άραγε, εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Οι ακροατές του Βαπτιστή, άνδρες και γυναίκες (λέγω και γυναίκες, γιατί δεν υπήρχεν κανένας σοβαρός λόγος για να αποκλείονταν και να εξαιρούνταν αυτές από το Βάπτισμα του Ιωάννου), προέρχονταν κυρίως απ’ την ίδια την Ιερουσαλήμ, αλλά και γενικότερα, από την νότια Παλαιστίνη, δηλαδή, από την Ιουδαία. (Ματθ. γ’, 5, Μαρκ. α, 5) .
Αλλ’ επειδή ο Ιωάννης μετεκινείτο προς την αντίθετον φοράν και κατεύθυνση του ρεύματος του Ιορδανού, δηλαδή, προς τον Βορρά, μπορούμε να δεχθούμε ότι ακριβώς αυτές οι βόρειες επαρχίες δεν έμειναν ανέπαφες και ασυγκίνητες από τη γοητεία, που ασκούσεν το κήρυγμά του. Κι’ όταν, όπως είπαμε, κάπως αργότερα, δηλαδή, στη δεύτερη φάση της διακονίας του, μετακινήθηκεν ο Ιωάννης και ήλθεν εις την πηγήν Αίνων, οι Γαλιλαίοι, αυτοί δηλαδή οι Παλαιστίνοι του βορρά, μπορούσαν πια ευκολότερα και ανετότερα να επωφεληθούν και απολαύσουν το κήρυγμά του, αλλά και να δεχθούν το Βάπτισμά του.
Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς τους Γαλιλαίους δεν περίμεναν να έλθει ο Βαπτιστής μέχρις εκεί για να γίνουν και μαθητές του. Τον είχαν κι’ όλας πλησιάσει και μαθήτευαν κοντά του. Τέτοιοι π.χ. ήσαν ο Σίμωνα Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, που ήσαν ήδη μαθητές του Ιωάννου πολύ πριν μεταπηδήσουν και γίνουν, αργότερα, μαθητές του ίδιου του Μεσσία, δηλαδή του Ιησού (Ιω. α’ , 35) .
Πάντως, όπως μαθαίνομεν απ’ τις πληροφορίες των ευαγγελιστών, ανάμεσα στα πλήθη, που έσπευδαν προς τον Ιωάννην και συνέρρεαν στις όχθες του πόταμου, μπορούσε να διακρίνει κανείς τα πιο ετερόκλιτα και διαφορετικά στοιχεία: Έτσι, π.χ., μπορούσες να δεις, ακόμα και κάποιους Φαρισαίους, αλλά και Σαδδουκαίους (Ματθ. γ’, 7), εκεί. Επομένως, θα πρέπει, πάντως να δεχθούμεν ότι η φήμη του Βαπτιστή ήταν ήδη στο απόγειόν της, για να φθάσει, δηλαδή, στο σημείον να προσελκύσει ταυτόχρονα και τις δύο αυτές αντίπαλες μεταξύ τους θρησκευτικές παρατάξεις, των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, οι οποίες ακριβώς συναγωνίζονταν η μια την άλλην, ποια απ’ τις δυο θα ασκήσει πάνω στον εβραϊκό λαό τη μεγαλύτερη επίδραση και επιρροήν. Πάντως, είναι, επίσης, γεγονός, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, όσα, δηλαδή, αναφέραμε ότι επισκέπτονταν την όχθην, όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης, δεν σημαίνει και ότι ήσαν αδιακρίτως και οπωσδήποτε σίγουροι και εξασφαλισμένοι υποψήφιοι για το Βάπτισμα.
Ένας αριθμός επισκεπτών π.χ. έρχονταν από περιέργειαν. Άλλοι, πάλιν, εντυπωσιασμένοι από τους βίαιους και καυστικούς λόγους του Προδρόμου (Ματθ. γ’, 7), και νιώθοντας μάλιστα ότι όσους μύδρους εξαπέλυεν ο προφήτης αυτός είναι γι’ αυτούς, ότι γι’ αυτούς προορίζονταν, ότι σ’ αυτούς απευθύνονταν, ότι αυτούς εστόχευαν, όλοι αυτοί, λοιπόν, απέφευγαν επιμελώς και συστηματικά να ζητήσουν τον συμβολικόν καθαρμόν, όλοι αυτοί, των οποίων την υποκρισίαν καυτηρίαζεν αυτός ο αναμφισβήτητα, για τον λαόν, άνθρωπος του Θεού. Τέτοια π.χ. ήταν η περίπτωση των Φαρισαίων. Ο Λουκάς, συγκεκριμένα, μας πληροφορεί σχετικώς, ότι «οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν του Θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ’ αυτού» (Λουκ. ζ’, 30), δηλαδή, υπό του Ιωάννου. Ευτυχώς, όμως, το μεγαλύτερον μέρος των ακροατών του Ιωάννου, το κύριον σώμα των, ήσαν απλοί άνθρωποι του λαού και μάλιστα ανάμεσά τους ήσαν και κάποιοι τελώνες, που, ως γνωστόν, εθεωρούντο ιδιαίτερα αμαρτωλοί, καθώς και αρκετοί στρατιώτες, που όλοι αυτοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο, δεν περίμεναν τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα νεύμα του Ιωάννου, για να εκτελέσουν πιστά οποίαν εντολήν θα τους έδιδεν αυτός (Λουκ. γ’, 10). Αυτούς τους απλούς ανθρώπους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τους επαίνεσεν και τους εγκωμίασεν μπροστά στους δικούς του μαθητές, όταν είπεν στους τελευταίους αυτούς: και πας ο λαός ακούσας, «και οι τελώναι, εδικαίωσαν τον Θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου.» (Λουκ. ζ’, 29)
Μέχρι του σημείου αυτού, αγαπητοί μου, η ομιλία ήταν κυρίως περιγραφική κάποιων λίγο-πολύ, γνωστών, ή, και ευκόλως κατανοητών πραγμάτων. Και δεν ξέρω, μάλιστα, εάν και κατά πόσον παρουσίασεν ενδιαφέρον και τράβηξε την προσοχήν σας. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι το υπόλοιπον μέρος της, θα είναι πολύ ενδιαφέρον, εάν συνεχίσετε αλλά και εντείνετε την προσοχήν σας.
Όσα σημεία θα θίξωμεν από τώρα και μέχρι τέλους, είναι στοιχεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα ενός σπουδαιότατου θέματος, που δυστυχώς σπανίως μεν το διαπραγματεύονται και ακόμη σπανιότερον το αναλύουν ορθά: Πρόκειται για το μεγάλο θέμα της καταγωγής και προέλευσης του Χριστιανισμού μέσα στην Ιστορίαν. Και για μας μεν που πιστεύομεν στην θεότητα του Χριστού και στην εν Χριστώ αποκάλυψη, η απορία γι’ αυτό το ζήτημα λύνεται αυτόματα, ή, μάλλον, δεν υπάρχει καν πρόβλημα.
Κάποιοι άλλοι όμως άπιστοι ή και αιρετικοί, και πιο συγκεκριμένα οι συλλήβδην λεγόμενοι Προτεστάντες (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί, Βαπτιστές, Αντβεντιστές και λοιποί), και μεγάλοι κατά κόσμον σοφοί καθηγητές τους, οι οποίοι βέβαια «εμωράνθησαν εν τη σοφία αυτών», όπως λέγει η Αγία Γραφή, όλοι αυτοί για το ζήτημα της προέλευσης του Χριστιανισμού, προσπαθούν να τα εξηγήσουν όλα εξελικτικά και δια της αλληλεπίδρασης ιδεών και θεσμών.
Έτσι, και για το θέμα μας ισχυρίζονται ότι το μεσσιανικό κίνημα του Ιησού και η μορφή του κινήματος, σαν Εκκλησίας, προήλθεν από το θρησκευτικο-κοινωνικόν κίνημα του Ιωάννου του Βαπτιστή. Ο Χριστός δηλαδή, λένε, δεν πρωτοτύπησεν στα περισσότερα στοιχεία, που δίδαξεν και θεσμοθέτησεν, αλλά, δήθεν, προσέλαβεν, αφομοίωσεν, συνέχισεν και το πολύ-πολύ εβελτίωσεν ή και τελειοποίησεν στοιχεία, που πήρε απ’ το πρόσφατον παρελθόν του ή από την ίδιαν την εποχήν του. Και ψάχνουν οι μωρανθέντες αυτοί σοφοί να βρουν: από ποια θρησκευτικά περιβάλλοντα και θρησκευτικο-κοινωνικο-πολιτικά κινήματα πήρε και δανείστηκεν ο Χριστός στοιχεία, από ποιους δηλαδή επηρεάστηκε για να φτιάξει το δικό του κίνημα. Έτσι βρίσκουν, οι κύριοι αυτοί την καταγωγήν του Χριστιανισμού: Οι Εσσαίοι εγέννησαν Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Ιωάννης δε ο Βαπτιστής εγέννησεν τον Ιησούν Χριστόν. Έτσι, περνούν «γενεές δεκατέσσαρες» τον Χριστιανισμόν, που δίδαξεν ο Χριστός.
Φθάνομεν, λοιπόν, και στο σημερινό μας θέμα: Λένε αυτοί: Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα που καθιέρωσεν ο Ιησούς δεν ήταν άλλο από το Βάπτισμα του Ιωάννη. Ο Ιωάννης εβάπτιζε στο νερό. Ο Ιησούς πήρε, αφομοίωσε, βελτίωσεν και συνέχισεν το Βάπτισμα του Ιωάννου. Δεν είναι άλλου είδους το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς. Επομένως, ούτε και υπάρχει πρωτογενώς και πρωτοτύπως ειδικό χριστιανικό Βάπτισμα στο νερό. Ο Χριστός υιοθέτησεν το Ιωάννειο Βάπτισμα εν ύδατι, και έδωσεν εντολήν να το συνεχίσουν οι μαθητές του και η Εκκλησία μέχρι σήμερον, αυτό το υδάτινο Βάπτισμα του Ιωάννου. Είναι Βάπτισμα σε σκέτο νερό και σε τίποτε άλλο που το πολύ-πολύ συμβολίζει κάτι. Γι’ αυτό και ένα τέτοιο Βάπτισμα, δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, να τις σβύνει. Το μόνο που μπορεί είναι να καθαρίζει τις βρωμιές του σώματος. Να γιατί όλοι αυτοί οι αιρετικοί Προτεστάντες δεν δέχονται ότι το Βάπτισμα, που κάνει η Εκκλησία εν ύδατι, συγχωρεί αμαρτίες. Διότι, λένε, δεν διαφέρει, απ’ το Ιωάννειον.
Σιωπούν για τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που με τις ευχές του ιερέως κατεβαίνει από τον ουρανόν και αγιάζει το νερόν του Βαπτίσματος. Το νερό, λοιπόν, του Βαπτίσματος καθ’ ημάς δεν είναι σκέτο νερό, αλλ’ αγιασμένο απ’ τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και είναι αμαρτημάτων λυτήριον. Οι ίδιοι αυτοί αιρετικοί, όμως, επιφυλάσσουν για τους οπαδούς τους ένα άλλο Βάπτισμα, ένα δεύτερο Βάπτισμα, όχι υποχρεωτικά στο νερό, αλλά που τελείται κυρίως με το ακούμπημα του χεριού του τελετουργού πάνω στο κεφάλι του οπαδού του, για να του μεταδώσει -λένε- το άγιον Πνεύμα, ανεξάρτητα όμως από το νερό του Βαπτίσματος. Μιλάνε, δηλαδή, αυτοί για δύο διαφορετικά Βαπτίσματα: Το Βάπτισμα εν ύδατι και το Βάπτισμα εν Πνεύματι. Ενώ ο απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα μιλάει όχι για δύο, αλλά για ένα Βάπτισμα, όταν λέγει: Εις Κύριος, μία πίστις, εν Βάπτισμα. (Εφεσ. δ’, 5). Αυτό το ένα Βάπτισμα διατηρεί και τελεί η Εκκλησία, που είναι Βάπτισμα ύδατος και ταυτόχρονα Πνεύματος.
Έχουν όμως δίκαιον όλοι αυτοί οι πλανεμένοι, όταν ισχυρίζονται ότι το εν ύδατι Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς και τηρεί μέχρι σήμερα πιστά η Εκκλησία, είναι η συνέχεια του ίδιου εκείνου υδάτινου Βαπτίσματος, που έκανε ο Ιωάννης και που δήθεν υιοθέτησεν ο Ιησούς, βάπτισμα βέβαια, που δεν συγχωρούσεν αμαρτίες;
Ταυτίζεται, λοιπόν, το Βάπτισμα του Ιωάννου με το Βάπτισμα του Χριστού; Ποιάν σχέση έχουν αυτά τα δύο; Ας δούμε αυτήν τη σχέση και ας συγκρίνομε τα δύο, συνεχίζoντας την ανάλυσή μας στο Ιωάννειο Βάπτισμα, μετά την ενημερωτικήν παρέκβαση, που ήταν απαραίτητη να κάνουμε.
Έτσι μπαίνομε στην πέμπτη επισήμανση: Αυτή αφορά στην ίδια τη βαπτισματική πράξη του Ιωάννου: Πώς, δηλαδή, με ποιόν τρόπον εβάπτιζεν αυτός;
Το Ιωάννειο Βάπτισμα γινόταν με βύθιση του βαπτιζομένου στο νερό. Όμως, η ολοκληρωτική και πλήρης βύθιση στο νερό πρέπει να ήταν εύκολη μεν στα νερά του Ιορδάνη, αλλά πολύ λιγότερο εύκολη στα νερά της πηγής Αίνων, όπου, όπως είπαμε, και εκεί εβάπτιζεν ο Ιωάννης. Βέβαια, τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον Βαπτιστή να παίρνει με τα χέρια του νερό και να βρέχει απ’ το κεφάλι και κάτω του βαπτιζομένου το μέρος του σώματος του, που ήταν έξω από το νερό.
Άλλωστε, μας είναι γνωστόν, ότι πολλοί Βαπτισμοί, τους οποίους εντέλλεται και περιγράφει ο ίδιος ο μωσαϊκός Νόμος, γίνονταν συχνά κατ’ αυτόν τον τρόπο και υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Αλλά, εκτός απ’ αυτήν την υπόθεση, που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, κάτι άλλο έχει μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα. Άραγε, ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του ίδιου του Ιωάννου του Βαπτιστή κατ’ αυτήν την βαπτισματική πράξη; Και μήπως ο Ιωάννης χρησιμοποιούσε κατά την βάπτιση κάποιαν στερεότυπη εκφώνηση λόγων, κάποιον χαρακτηριστικόν βα-πτισματικόν τύπον, κάποια βαπτισματική φόρμουλαν σ’ αυτήν την βαπτισματική τελετή;
Οι ειδικοί που ασχολήθηκαν μ’ αυτό το θέμα δίνουν αρνητικήν απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα. Ο δε λόγος του Αποστόλου Παύλου (Πρ. ιθ’,4), που αναφέρουν οι Πράξεις Αποστόλων δηλώνει περισσότερον τον σκοπόν του Βαπτίσματος του Προδρόμου, παρά τον τύπον βαπτισματικής εκφώνησης του Ιωάννου. Ως προς δε τον πιθανόν ιερατικόν ρόλον του Ιωάννου κατά το Βάπτισμα, ό,τι μπορούμε να ανιχνεύσουμε στα κείμενα των Ευαγγελίων, είναι ότι: οπωσδήποτε ο ρόλος του Βαπτιστή Ιωάννου κατά το Βάπτισμα δεν ήταν απλά ο παθητικός ρόλος ενός απλού μάρτυρα, που μόνον παρίστατο και παρατηρούσε τη βύθιση των νεοφύτων στα ύδατα.
Ο Ιωάννης, επί πλέον, είχε ρόλον ενεργητικόν μεν, αλλά του οποίου τον αληθινό χαρακτήρα δεν προσδιορίζουν οι ιστορικές μας πηγές. Κι’ αυτό διότι, όπως μαρτυρούν αυτές, ο Ιωάννης ήταν προσωπικά δεμένος με το Βάπτισμα, έτσι ώστε κανένας από τους μαθητές του δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τον Πρόδρομον σ’ αυτό του το λειτούργημα. Μαρτυρείται, ότι όλοι όσοι έρχονταν να βαπτισθούν, επιθυμούσαν να λάβουν το Βάπτισμα απ’ τα δικά του χέρια και μόνον (Μάρκ. α’, 5, Ματθ. γ’, 6). Κάτι, δηλαδή, που δεν συνέβαινε με το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Χριστός. Κι’ αυτή η διαπίστωση είναι μία απ’ τις πολλές διαφορές, που σημειώνομεν ότι υπήρχαν ανάμεσα στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό Βάπτισμα.
Και αφού θίξαμε κι’ αυτό το σημείον, μπορούμε να μπούμε στην έκτη επισήμανση: Άραγε, το Βάπτισμα του Ιωάννου επέζησεν και συνεχίστηκε μετά τον αποκεφαλισμό του ίδιου; Και πιο συγκεκριμένα. Ήταν νόμιμον, θεμιτόν, επιτρεπτόν να συνεχισθεί και να επιβιώσει του Ιωάννου, ένα τέτοιο Βάπτισμα; Τι λέγει η ίδια η Καινή Διαθήκη; Τι μαρτυρεί η Ιστορία;
Ο μεν τέταρτος ευαγγελιστής, για το θέμα αυτό, φαίνεται να υπονοεί, ότι αμέσως μόλις συνελήφθη και φυλακίστηκεν ο Ιωάννης, το Ιωάννειο Βάπτισμα έληξεν εσταμάτησεν. Λέγει, δηλαδή, ο ευαγγελιστής αυτός: Ήρχοντο εκεί, δηλαδή εις την πηγήν Αίνων και εβαπτίζοντο εκεί, διότι ο Ιωάννης δεν είχεν ακόμη φυλακισθεί (Ιω. γ’, 23-24). Αυτή η διατύπωση του Ευαγγελίου σημαίνει βέβαια, ότι με τη φυλάκιση του Ιωάννου, σταμάτησε το Βάπτισμά του.
Και κάτι ακόμη: Οι Πράξεις Αποστόλων αναφέρουν ότι είκοσι περίπου έτη μετά τη φυλάκιση και τον αποκεφαλισμόν του Ιωάννου, κάποιος Ιουδαίος ονόματι Απολλώς προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, δεν εγνώριζε άλλο Βάπτισμα, παρά μόνον το Βάπτισμα του Ιωάννου. Το ερώτημα όμως για μας είναι: Πολύ ωραία, ο Απολλώς εγνώριζεν σαν μόνο και αποκλειστικό Βάπτισμα εκείνο του Ιωάννου. Όμως, θα ήταν δυνατόν να το είχε μεν λάβει ο ίδιος είκοσι χρόνια πριν, απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου. Το ερώτημά μας όμως είναι άλλο: Εάν, δηλαδή, εν τω μεταξύ, το Βάπτισμα του Ιωάννου έπαψε να τελείται, εάν διεκόπη οριστικά με τον θάνατο του Βαπτιστή. Ή εάν, έστω και αυτοί που είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιον, όντως συνέχιζαν να βαπτίζουν περαιτέρω και άλλους, αλλά και εάν, κάνοντας τυχόν κάτι τέτοιο, ενεργούσαν νόμιμα, τουτέστιν σύμφωνα με την επιθυμίαν ή σχετικήν εντολήν του ίδιου του Ιωάννου, που τυχόν την είχε δώσει τουλάχιστον στους μαθητές του, πριν αποκεφαλιστεί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκύπτει από πουθενά. Στην δε περίπτωση συγκεκριμένα του Απολλώ, που, όπως αναφέραμε, λέγεται ότι έλαβε το Βάπτισμα Ιωάννου, αλλά δεν λέγεται τίποτε σχετικά με το αν αυτός ο Απολλώς, που είχε δεχθεί αυτό το Βάπτισμα, το συνέχιζεν τυχόν, με το να βαπτίζει ενδεχομένως άλλους. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, δεν μαρτυρείται.
Ωστόσον, οι Πράξεις Αποστόλων (Πρ. ιθ’, 1-7) αναφέρουν πάλιν μια δεύτερη περίπτωση: Συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος συναντά στην Έφεσο κάποιους, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει το Ιωάννειο Βάπτισμα. Διερωτώμεθα λοιπόν: Άραγε το έλαβαν απ’ τα χέρια του ίδιου του Ιωάννου; Τίποτα δεν το αποκλείει. Αυτοί οι κάτοικοι της Εφέσου θα μπορούσαν να ήσαν Ιουδαίοι, που πριν είκοσι χρόνια να ευρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, όταν, δηλαδή, ζούσεν ακόμη και εβάπτιζεν ο Ιωάννης και να είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Μάλιστα, τα λόγια που τους απευθύνει ο Παύλος, δείχνουν, ότι ο ίδιος ο Παύλος έτσι κατάλαβε το πράγμα και ότι αυτά τα λόγια του αποτελούν τρόπον τινά απάντηση σε μιαν προηγούμενη δήλωσή τους, ότι ακριβώς οι ίδιοι βαπτίσθηκαν απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Διότι ο Παύλος τους λέγει:
Ο Ιωάννης μεν εβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας. Αυτά δηλαδή τα λόγια του Παύλου δείχνουν ακριβώς ότι δεν μεσολάβησε μεταξύ Ιωάννου Βαπτιστή και των εν λόγω Εφεσίων άλλος ενδεχομένως τελετουργός του Ιωάννειου αυτού Βαπτίσματος, είτε μαθητής του Ιωάννου, είτε οπαδός του, αλλ’ ούτε και κάποιος απλά βαπτισμένος, που εις την συνέχειαν τυχόν εβάπτιζε άλλους, προκειμένου να συνεχίσει και διαιωνίσει το Βάπτισμα του Ιωάννου.
Θα πρέπει, άρα, να συμπεράνουμε ότι στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν σώθηκε κανένα ίχνος για τυχόν επιβίωση του Ιωάννειου βαπτίσματος μετά το θάνατο του Βαπτιστή.
Μήπως, όμως, στα μετακαινο-διαθηκικά κείμενα και στην Ιστορία μπορούμε να εντοπίσουμε τέτοιαν ενδεχομένην επιβίωση; Μήπως, δηλαδή, κάποιες αιρέσεις, νόμιμα ή όχι, αξίωσαν, όμως, ότι αυτές είναι οι νόμιμοι συνεχιστές μέσα στην Ιστορίαν, του Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Ωστόσον, σώζεται και υπάρχει ένα μετακαινοδιαθηκικόν κείμενο, που είναι γνωστό με τον τίτλο: «Αναγνωρίσεις Κλήμεντος», που αναφέρει τα εξής: ότι οι μαθητές του Ιωάννου ή Ιωαννίτες είχαν θέσει σαν σκοπό τους να εμποδίσουν γενικότερα μεν τη διάδοση του Ευαγγελίου και ειδικότερα του χριστιανικού Βαπτίσματος. Πώς όμως; Με το να αποδοκιμάζουν το χριστιανικό Βάπτισμα και με το να προβάλλουν την αξίωση ότι οι ίδιοι προσέφεραν το περίφημο Βάπτισμα του Ιωάννου.
Όμως, το ζήτημα είναι όχι αυτά που λέγουν οι Αναγνωρίσεις Κλήμεντος, αλλ’ ακριβώς ποιάν ιστορικήν αξία μπορούν να έχουν αυτές οι πληροφορίες ενός τέτοιου κειμένου, το οποίον θεωρείται από τους ειδικούς άνευ ιστορικής αξίας, διότι κινείται μέσα στο χώρο της φαντασίας και της προκατάληψης.
Οπωσδήποτε, όμως, ιστορικά σίγουρον είναι ότι κι αν πράγματι υπήρξε κάποτε μια τέτοια οργανωμένη αίρεση, που να ασκούσε το Βάπτισμα του Ιωάννου, όμως θα πρέπει να είχεν γρήγορα σβύσει και εξαφανισθεί, διότι απλούστατα τέτοια αίρεση ήταν άγνωστη στους τότε εκκλησιαστικούς συγγραφείς, που ασχολούνται με τις αιρέσεις της εποχής εκείνης, και μας δίνουν καταλόγους με τα ονόματα των τότε αιρέσεων.
Η μόνη φαινομενική εξαίρεση στο συμπέρασμά μας για την μη επιβίωση του Ιωάννειου Βαπτίσματος είναι αυτή που μαρτυρείται και μνημονεύεται από ένα μεγάλον αιρεσιολόγον της Εκκλησίας του δ’ αιώνος, τον άγιον Επιφάνιον επίσκοπον Κύπρου, ο οποίος μιλώντας για δεκάδες αιρέσεων, κάνει λόγο και για τους λεγόμενους «Ημεροβαπτιστές». Λέγει, όμως, ο άγιος Επιφάνιος ότι αυτοί είχαν προ πολλών ετών εξαφανισθεί. Εξ άλλου, και αυτοί οι Ημεροβαπτιστές και στην εποχήν, που υπήρχαν ακόμη, δεν φαίνεται να ισχυρίζονταν ή να αξίωναν πως συνεχίζουν το Ιωάννειο Βάπτισμα. Το Βάπτισμά τους ήταν διαφορετικό από του Ιωάννου και δεν του έμοιαζεν. Κατά τις πληροφορίες του αγίου Επιφανίου, αυτοί οι Ημεροβαπτιστές επεδίδοντο σε καθημερινούς βαπτισμούς, εξ ου και η ονομασία Ημεροβαπτιστές. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για Βάπτισμα που γίνονταν άπαξ, μια μόνο φορά, όπως του Ιωάννου, αλλά για καθημερινούς τελετουργικούς καθαρμούς, που θυμίζουν όχι, πάντως, το Βάπτισμα του Ιωάννου, αλλά μάλλον αυτούς των Ιουδαίων, ή, μάλλον, ειδικότερα, τους ατέλειωτους καθαρμούς των Φαρισαίων.
Υπάρχουν, έπειτα, και κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι Μανδαίοι ή Μανδαΐτες, που μερικές χιλιάδες απ’ αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα στη Μεσοποταμία. Είναι μεν γεγονός ότι αυτοί διατηρούν προφανώς ένα ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι τηρούν και διαφυλάσσουν μίαν άλλην θρησκεία, που δήθεν την κήρυξε και την δίδαξε ο ίδιος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, εξ ου και η ονομασία τους : «Χριστιανοί του αγίου Ιωάννου».
Όμως, ερευνώντας τον χαρακτήρα του Βαπτίσματος, που εφαρμόζουν αυτοί, διαπιστώνομεν ακριβώς ότι δεν πρόκειται για μίαν βαπτισματικήν τελετήν, που, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, ανάγεται δήθεν παραδοσιακώς στον ίδιον τον Ιωάννην. Πρόκειται μάλλον για Βάπτισμα, που ενσωματώνει κάποιον στην Κοινότητά τους, πράγμα, δηλαδή, που δεν συνέβαινεν στην περίπτωση του Ιωάννου του Βαπτιστή. Επίσης, οι συχνοί τους, βαπτισμοί, ιδίως κατά τις πέντε ημέρες που διαρκεί η λεγόμενη «Μεγάλη εορτή του Βαπτίσματος», δεν έχει άλλον σκοπόν και χαρακτήρα, παρά το να τηρήσουν κάποιες απαιτήσεις μιας άλλης γνωστής αίρεσης της αρχαιότητας του περίφημου Γνωστικισμού, που είχεν τότε κυριολεκτικά συνταράξει την Εκκλησίαν.
Και με την έβδομη επισήμανση, μπαίνουμε στο πιο κρίσιμον όσον και ενδιαφέρον σημείον: Ποια, δηλαδή, η σχέση του Ιωάννειου Βαπτίσματος με το χριστιανικό;
Πρώτον: Το Βάπτισμα του Ιωάννου είναι διαφορετικό, άλλο από το χριστιανικό και κατώτερό του.
Διαπιστώνομεν από τα αρχαία κείμενα του χριστιανισμού, ότι ακόμη και κατά την περίοδο που τα δύο αυτά είδη Βαπτίσματος, δηλαδή, το Ιωάννειο και το χριστιανικόν, ετελούντο παράλληλα, όμως διακρίνονταν σαφώς μεταξύ τους και το καθένα απ’ αυτά είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, που θα αναφέρουμε. Άρα, δεν ταυτίζονταν.
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, μόνον κάποιοι μεμονωμένοι αιρετικοί συνέχεαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα, το Ιωάννειον και το χριστιανικόν. Τέτοιοι αιρετικοί ήσαν οι Λουσιφεριανοί και οι Δονατιστές, που εναντίον τους και προς αντιμετώπισή τους κινήθηκαν ενεργητικά και ο άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγουστίνος.
Εξ άλλου, τη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα δηλώνει και η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη , όταν κάνει λόγο για καθένα απ’ αυτά χωριστά, ή, όταν μιλάει για την σχέση αυτών των δύο και τα συγκρίνει.
Η Καινή Διαθήκη ονομάζει το πρώτο και το χαρακτηρίζει με την σύντομη έκφραση: «Το Βάπτισμα του Ιωάννου». Αντίθετα, οι πρώτοι χριστιανοί εκφράζονται ως εξής: λένε ότι έχουν βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού, ή, στο όνομα του Κυρίου. Και μόνη αυτή διαφορά στην ονομασία τους δείχνει, ότι οι πρώτες, οι αρχέγονες χριστιανικές Κοινότητες δεν εταύτιζαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα.
Η Ιωάννεια βαπτισματική τελετή, αν και θεωρούμενη θεϊκής προέλευσης, δεν ήταν παρά πλύση σωματική, που έφερε το όνομα αυτού που την τελούσεν και συμβόλιζε την προδιάθεση και προετοιμασία για τον Μεσσία και τη βασιλεία του. Ο δε απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα, επιμένει στο σημείον αυτό: «όλοι βαπτισθήκαμε στο όνομα του Ιησού Χριστού» (Ρωμ. στ’, 3, Γαλ. γ’, 27), για να δώσει ακριβώς την ταυτότητα αυτού του χριστιανικού Βαπτίσματος σε σχέση με οποιοδήποτε τυχόν άλλο Βάπτισμα, πραγματικό ή υποθετικό. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διαφορά ονομασίας ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα;
Πρώτον: διότι ακριβώς το χριστιανικό Βάπτισμα δεν παίρνει το όνομά του από τον τελετουργόν του, ο οποίος φυσικά δεν είναι και ο πρώτος αίτιος που προκαλεί το κύριον αποτέλεσμα του Βαπτίσματος, που είναι η εσωτερική, ψυχική κάθαρση. Παίρνει, λοιπόν, αυτό το Βάπτισμα το όνομα του όχι από τον τελετουργόν του, αλλ’ από τον ίδιον τον ιδρυτήν του, τον Χριστόν. Είναι το Βάπτισμα εις Χριστόν.
Δεύτερον: Το Ιωάννειο Βάπτισμα αποτελεί προετοιμασίαν για την υποδοχήν και αποδοχήν του Μεσσία, που έρχεται. Αυτόν τον χαρακτήρα του Ιωάννειου Βαπτίσματος δείχνουν οι διαμαρτυρίες, που με άκραν ταπείνωση κάνει ο Ιωάννης. Θεωρεί τον εαυτό του, απλά, πρόδρομο του Μεσσία και κατώτερον του Μεσσία, τόσον όσον ο δούλος σε σχέση με το αφεντικό, με τον Κύριόν του, με τον Δεσπότη του. Ο ίδιος είναι επιφορτισμένος μόνον με το έργον της προετοιμασίας του δρόμου του Μεσσία. (Ιω.α’,23).
Ο Ιωάννης προηγήθηκεν ως προς τη γέννησή του από τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Το δε κήρυγμα του επίσης άρχισεν πριν από εκείνο του Ιησού. Έπρεπε, φαίνεται, και το Βάπτισμα του Ιωάννου να προηγηθεί του Βαπτίσματος, που θα έδινεν ο Χριστός. Επομένως, το Βάπτισμα αυτό του Ιωάννου θεσμοθετήθηκεν με ένα ιδιαίτερο σκοπόν. Ο τέταρτος Ευαγγελιστής βάζει στο στόμα του Ιωάννου τα εξής λόγια: αλλά για να φανερωθεί εις το Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων (Ιω. α’, 31) .
Ο Βαπτιστής ασταμάτητα εκήρυσσε τον Μεσσία στα πλήθη, που συνέρρεαν στις όχθες του Ιορδάνη. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος λέει κάτι το πολύ χαρακτηριστικόν, ότι ο Ιωάννης εβάπτιζε τους νεόφυτούς του «εις τον μετ’ αυτόν ερχόμενον, για να πιστεύσουν σ’ Αυτόν, δηλαδή, στον Ιησούν» (Πρ. ιθ’. 4) .
Όλα αυτά τα είπαμε, για να αποδειχθεί ότι δεν είναι επιστημονικά ορθόν αυτό, που κάποιοι υποστήριξαν, για δήθεν επιβιώσεις του Ιωάννειου Βαπτίσματος μέσα στην Ιστορία. Μένει τώρα να δούμε το σπουδαιότερον: άραγε επιβίωσεν το Ιωάννειο Βάπτισμα μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμόν σαν δήθεν καθαρά χριστιανικό Βάπτισμα, όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες μέχρι σήμερα; Αυτό θα το δούμε κατωτέρω.
Προηγείται όμως, η έβδομη επισήμανσή μας: Ποιος, λοιπόν, ήταν ο αληθινός χαρακτήρας και η ίδια η φύση του Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να δεχθούμε και να ομολογήσουμε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Καινής Διαθήκης, το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν βέβαια θεϊκής έμπνευσης, και προέλευσης. Εάν ο Ιωάννης είχε την αξίωση να επιβάλει στους Ιουδαίους ένα Βάπτισμα δικής του επινόησης, δικής του αυθεντίας, και όχι θεϊκής, οι Ιουδαίοι δεν θα το απεδέχοντο, δεν θα το ελάμβαναν, δεν θα υπετάσσοντο σ’ αυτό. Διότι οι Ιουδαίοι είχαν την πεποίθηση ότι πράγματι κάθε τέτοιου είδους βαπτιστής έπρεπε να έχει λάβει από το Θεό την εντολή να βαπτίζει. Είχαν πει στον ίδιο τον Ιωάννη: Γιατί, λοιπόν, βαπτίζεις, αφού λες ότι δεν είσαι εσύ ο Χριστός, ούτε ο «προφήτης» (Ηλίας);) (Ιω. α’, 25). Ο Ιωάννης όμως υπήκουε και ακολουθούσε και εφήρμοζεν τον λόγον του Θεού (Λουκ. γ’, 2) και για να διαλύσει κάθε αμφιβολίαν τους, διακήρυσσε με δυνατή φωνή την δικήν του αποστολήν, που του ανέθεσεν δι’ αποκαλύψεως ο ίδιος ο Θεός. «Αυτός που με έστειλεν να βαπτίζω στο νερό, ο ίδιος μου είπε· αυτός που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα….» Μόνον ο Θεός θα μπορούσε να του έχει αποκαλύψει ότι θα δει να κατεβαίνει το άγιον Πνεύμα πάνω στον Μεσσία. Επομένως ο Θεός είναι και Αυτός που του ανέθεσεν εμπιστευτικά την αποστολήν και το έργο να βαπτίζει.
Ακριβώς δε το γεγονός αυτό είχε τόσην επισημότητα και είχε τόσο ριζώσει στις ψυχές του λαού, ώστε και οι ίδιοι οι θρησκευτικοί αρχηγοί δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να το θέσουν υπό αμφισβήτηση. Απόδειξη τούτου είναι το ακόλουθο ερώτημα, που έκανε μια μέρα ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισραήλ. Τους είπεν: Το Βάπτισμα του Ιωάννου ποιάν προέλευση είχεν; Προερχόταν απ’ τον ουρανό, απ’ τον ίδιο το Θεόν; Ή, μήπως, είχεν ανθρώπινη προέλευση και καταγωγή; Δηλαδή, μήπως αυτό ήταν άπλα επινόηση του ίδιου του Ιωάννου, που ήταν ένας άνθρωπος; (Ματθ. κα’, 25). Η πρόθεση του Ιησού ήταν ολοφάνερη: Γνωρίζει ότι οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ιουδαίων ούτε που θα τολμούσαν να αρνηθούν τον χαρακτήρα θεϊκής προέλευσης, ουράνιας καταγωγής του Ιωάννειου Βαπτίσματος. Αλλά και κάτι άλλο, επίσης: Επειδή και ο Βαπτιστής έδωσε τη δική του μαρτυρία για τον Ιησούν σαν τον Μεσσία, μ’ αυτό ακριβώς που έκανε ο Ιωάννης και χωρίς να το θέλει έδινε μαρτυρίαν και για τον ίδιο τον εαυτόν του, για τον θεϊκό χαρακτήρα δηλαδή της ίδιας της δικής του αποστολής. Αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια των εντυπωσιασμένων ακροατών του. Το αντιλήφθηκαν όλοι, το έζησαν, το εβίωσαν.
Και όταν παρά τις αντιρρήσεις του ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να ρίξει το συμβολικόν ύδωρ στην κεφαλήν του Ιησού, του οποίου την έλευση ο ίδιος ήδη εκήρυσσεν, άρπαξε τη μοναδική αυτή ευκαιρία για να πλέξει στον Ιησού ένα εντυπωσιακόν εγκώμιο, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στους γύρω ακροατές του (Ιω. α’, 29, 34, 36).
Ο Βαπτιστής κράτησε πάντα την ίδια στάση απέναντι στον Ιησού και έδινε στους μαθητές του να καταλάβουν ότι η δική του αποστολή ήταν εφήμερη και προσωρινή. Απ’ την αρχήν κι’ όλας της διακονίας του ο Ιωάννης υπαινίσσετο συνεχώς, ότι η δική του αποστολή θα έληγεν, όταν θα άρχιζεν εκείνη του Ιησού: «Εγώ σας βαπτίζω στο νερό, αλλ’ Αυτός θα σας βαπτίσει στο Άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α’, 8). Αργότερα, θα πει και ότι ο ίδιος πρέπει να σβύσει, να εξαλειφθεί μπροστά στο Χριστό. Ακόμη, ότι ο ίδιος είναι ο παράνυμφος, που παραστέκεται στο γαμπρό, χαίρεται ν’ ακούει τη χαρούμενη φωνή του Νυμφίου: «Εγώ πρέπει να ελαττώνομαι και Εκείνος να αυξάνει» (Ιω. γ, 29-30). Με την τέλεση του γάμου του Νυμφίου, ο ρόλος του Ιωάννη ετελείωσεν. Όλων τα βλέμματα τώρα πια ας στρέφωνται στο κύριο πρόσωπο της γαμήλιας εορτής, δηλαδή, στον γαμπρόν, ενώ ο ίδιος ο παράνυμφος θα πρέπει διακριτικά να αποσυρθεί. Πράγμα που όντως και έπραξεν ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης δεν είχεν σαν έσχατη επιδίωξή του να βαπτίσει το Χριστό, αλλά ακριβώς να οδηγήσει τους ακροατές του στο Βάπτισμα, που θα έδιδεν πλέον ο Χριστός, και που το συνιστούσεν ο Ιωάννης.
Ακολούθησε, βέβαια, μία σύντομη περίοδος, κατά την οποίαν ετελούντο παράλληλα και τα δύο αυτά Βαπτίσματα. Ξέρουμε από την Καινή Διαθήκη (Ιω. δ’,1), ότι ο Ιησούς ανέπτυξε μίαν βαπτισματική δραστηριότητα μέσω των δικών Του μαθητών, πολύ μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη από εκείνην του Ιωάννου. Ευρισκόμενος δε πια ο Ιωάννης στη φυλακήν και, επομένως, έχοντας σταματήσει το Βάπτισμα, επληροφορείτο για τον αληθινό θρίαμβο εκ της διαδόσεως του Βαπτίσματος, που έκανεν ο Ιησούς δια των δικών Του μαθητών.
Τρίτον: Το Βάπτισμα του Ιωάννου είναι βάπτισμα μετανοίας εν όψει μιας επικείμενης άφεσης αμαρτιών. Αυτό, δηλαδή, προκαλούσε καλές διαθέσεις για δικαιοσύνην και ευσέβειαν και δι’ αυτών οδηγούσε σε μίαν μέλλουσαν άφεση αμαρτιών.
Εξ άλλου, ο ίδιος ο Ιωάννης ευθύς εξ αρχής τοποθετήθηκεν κάνοντας μιαν σαφή διάκριση ανάμεσα στο δικό του Βάπτισμα και σ’ εκείνο του ισχυρότερου του: «Εγώ σας βάπτισα στο νερό, Εκείνος θα σας βαπτίσει με άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α’, 8), λέγει ο Μάρκος, «με άγιον Πνεύμα και με φωτιάν», λέγουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς (Ματθ.γ’, 11, Λουκ.γ’, 16).
Κάθε ένα από τα δύο είδη Βαπτίσματος εν ύδατι και εν Πνεύματι αγίω αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτού που το τελεί: ο μεν Ιωάννης, που είναι μόνον άνθρωπος, βαπτίζει στο νερό μόνον. Ο Ιησούς, που είναι Θεάνθρωπος, θα βαπτίζει και στο άγιον Πνεύμα, επί πλέον.
Ο Ιωάννης δεν έχει άλλο μέσο στη διάθεση του, παρά το υλικόν ύδωρ, του οποίου η δραστικότητα δεν είναι μεγάλη, εν προκειμένω: Το νερό το σκέτο βρέχει, μουσκεύει το σώμα, το πλένει, βγάζει τις εξωτερικές βρώμες. Δεν μπορούμε να απαιτούμε απ’ αυτό να διεισδύει και στο εσωτερικόν της ψυχής και να την καθαρίζει.
Εξ εαυτού του και μόνον, χωρίς, δηλαδή, κάθοδον της θείας Χάριτος που να το αγιάζει, είναι ανίκανο, βέβαια, το σκέτο νερό να καθαρίσει και την ψυχήν. Το Ιωάννειο Βάπτισμα, που γινόταν μόνο στο νερό, δεν είχε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Αλλ’ ούτε και θα πρέπει να νομίζουμε ότι ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα, στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό, η διαφορά έγκειται στην αποτελεσματικότητά τους και μόνο, η οποία στο ένα είναι απλώς ανώτερη και στο άλλο κατώτερη. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αβυσσαλέα. Είναι, όπως λέμε στη Λογικήν, διαφορά είδους: Άλλου είδους το ένα, άλλου, διαφορετικού είδους, το άλλο.
Και όταν, λίγο μετά, γεννιέται και εμφανίζεται επίσημα η Εκκλησία την ημέραν της Πεντηκοστής, το Βάπτισμα του Ιωάννου θεωρείται πια απ’ τους απόστολους, οπωσδήποτε, ανύπαρκτο. Πώς αποδεικνύεται αυτό;
Μα, ένας μεγάλος αριθμός εκ των πρώτων χριστιανών προηγουμένως, πριν δηλαδή γίνουν χριστιανοί και ενόσω ζούσεν ακόμη ο Ιωάννης, είχαν ήδη βαπτισθεί απ’ αυτόν, τότε που όλη η χώρα της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων συνέρρεεν προς αυτόν.
Όμως, κατόπιν, όταν έγινε η Πεντηκοστή, ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος δεν διστάζει να πει σ’ όλους αυτούς, που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην: «Πρέπει ο καθένας από σας να βαπτισθεί στο όνομα του Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και για να λάβετε το άγιον Πνεύμα» (Πρ. β ‘, 38) .
Αλλά και λίγες μέρες πριν την Πεντηκοστήν, ο ίδιος ο αναστημένος Ιησούς, την ημέραν της Ανάληψής Του, δίδει στους μαθητές Του μίαν εντολήν γενικής ισχύος, που περιελάμβανε, δηλαδή, όλους τους ανθρώπους, ακόμη και εκείνους που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην. Και αυτοί έπρεπε τώρα να βαπτισθούν με το χριστιανικό Βάπτισμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, τώρα πια.
Λίγο αργότερα, εξ άλλου, ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο βάπτισεν στο όνομα του Ιησού, δηλαδή με το χριστιανικό Βάπτισμα, κάποιους που παλιά είχαν βαπτισθεί από τον Ιωάννην, δηλώνοντας, έτσι, ο Παύλος ότι το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν Βάπτισμα ελπίδας και προσμονής για τη Χάρη του αγίου Πνεύματος, ενώ το Βάπτισμα του Ιησού Χριστού ήταν ακριβώς αυτή αύτη η πραγματοποίηση και πραγματικότητα, η ίδια η έλευση αυτής της Χάριτος, που είχε , δηλαδή, έλθει: «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω.α’,17).
Συμπερασματικώς σημειώνομεν, ότι, επομένως, το Βάπτισμα του Ιωάννου δεν ήταν ένα από τα Μυστήρια της Καινής Διαθήκης. Μόνον συγχέοντάς το με το χριστιανικό Βάπτισμα, θα έφθανε κανείς στο σημείο να το θεωρήσει Μυστήριον. Όπως όμως είδαμεν, το Ιωάννειο Βάπτισμα διαφέρει απ’ το χριστιανικό, πρώτον: ως προς την προέλευσή του: έχει μεν θεϊκήν προέλευση, αλλά δεν θεσμοθετήθηκε απ’ τον ίδιον τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και είναι ο ιδρυτής όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας και ήταν, εξ άλλου, πρόσκαιρον και εφήμερον. Διαφέρει, δεύτερον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό ως προς την εξωτερικήν πράξη της τελέσεώς του. Τελείται με τη χρήση ενός υλικού στοιχείου, του νερού, χωρίς όμως να συνοδεύεται από βαπτισματικόν τύπον, σε αντίθεση με το χριστιανικόν που τελείται πάντα στο όνομα του Τριαδικού Θεού.
Διαφέρει, τρίτον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό Βάπτισμα, ως προς την σημασίαν του: συμβολίζει όχι την παρούσαν και ελθούσαν θείαν Χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά την μέλλουσαν, την ελευσόμενη Χάρη, αφού μόνον δια του Ιησού Χριστού η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο (Ιω., α’, 17).
Τέταρτον, διαφέρει από την αποτελεσματικότητά του: το μεν χριστιανικό Μυστήριο του Βαπτίσματος ενεργεί, όπως λέμε στη Θεολογία: ex opere operato ( = εξ έργου ειργασμένου), ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ενεργούσε: ex opere operantis ( = εξ έργου του ενεργούντος).
Που θα πουν αυτά τα δυο, ότι: το μεν χριστιανικό Βάπτισμα αντικειμενικά αναγεννά τον βαπτιζόμενο. Εντυπώνει στην ψυχήν του ένα ανεξάλειπτο χαρακτήρα, τον ενσωματώνει στην Κοινότητα, δηλαδή, στην Εκκλησία του Χριστού κάνοντάς τον μέλος της, τον κάνει ικανόν και δεκτικόν των υπολοίπων Μυστηρίων της Εκκλησίας. Ενώ το Βάπτισμα του Ιωάννου ήταν ανίκανο να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα.
Το Ιωάννειο Βάπτισμα, εμφανισθέν πριν απ’ την ίδρυση της Εκκλησίας, δεν ήταν δυνατόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγιαστικών μέσων, που διαθέτει η χριστιανική Κοινότητα, και, όταν άρχισεν η διάδοση του Ευαγγελίου, το Βάπτισμα του Ιωάννου είχεν ήδη σβύσει και εξαφανισθεί.
Το Βάπτισμα του Ιωάννου προετοίμαζεν για την μελλοντικήν και επικείμενην είσοδον στη βασιλεία των ουρανών, όσους μετανοούσαν για τα αμαρτήματά τους και έδειχναν πίστη στην επικείμενη έλευση του Μεσσία. Όμως, επειδή αυτό το ίδιο το Βάπτισμα δεν προξενούσε αφ’ εαυτού του ούτε την εσωτερικήν-ψυχικήν καθαρότητα, αλλ’ ούτε και την νομικήν τοιαύτην, δηλαδή την καθαρότητα που υπεδείκνυεν και απαιτούσεν ο μωσαϊκός Νόμος, και γι’ αυτούς τους δύο λόγους, δεν μπορεί κυριολεκτικά να ονομαστεί Μυστήριον.
Πρόκειται για τελετή με εξωτερικό χαρακτήρα, κάτι σαν πρελούδιο, εισαγωγή, προοίμιον στο χριστιανικό Βάπτισμα. Ο βαπτιζόμενος στα νερά του Ιορδάνη ομολογούσε δημόσια την αμαρτωλότητά του, μόνον, ζητούσε μέσω της συγγνώμης των αμαρτημάτων του την μέλλουσα εισδοχήν του στη Βασιλεία των Ουρανών, της οποίας τις πύλες άνοιξεν ο Μεσσίας Ιησούς και της οποίας η επί γης επέκτασή της είναι ο χώρος της Εκκλησίας.
* Πρόκειται για ομιλία, που θα εγίνετο επί τη εορτή του άγιου Ιωάννου του Βαπτιστή το 2005 εις την αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας.
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.