Ο Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 – 31 Δεκεμβρίου 1877) ήταν Γάλλος ζωγράφος, μια από τις επιβλητικότερες μορφές της Γαλλικής τέχνης του 19ου αιώνα. Θεωρείται από τους πρωτεργάτες του Ρεαλισμού. Συνέβαλε επίσης στη μετέπειτα εξάπλωση του Ιμπρεσιονισμού, καθώς υποστήριξε την δημιουργική ελευθερία του καλλιτέχνη, τάχθηκε υπέρ της αυτονομίας του και προώθησε τις εκθέσεις τους.
Στους πίνακές του φιλοτέχνησε μια σειρά από εντυπωσιακά έργα, με εικόνες και από την αγροτική ζωή, πράγμα που τον χαρακτήρισε κι ως επαναστατική μορφή, ειδικά όταν πήρε μέρος στη Γαλλική Κομμούνα του 1871. Με το τέλος της Κομμούνας συνελήφθη, δημεύτηκαν οι πίνακές του κι έπειτα εξορίστηκε και πέθανε στην Ελβετία.
Γεννήθηκε στο μικρό αγροτικό χωριό Ορνάν (Ornans), κοντά στην Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Compté) το 1819, από εύπορους αγρότες και πήρε τη βασική του εκπαίδευση εκεί. Το 1837 ξεκινά νομικές σπουδές στο Βασιλικό Κολέγιο της Μπεζανσόν και δύο χρόνια μετά πηγαίνει στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική. Βελτιώνει την τεχνική του φιλοτεχνώντας αντίγραφα γνωστών έργων.
Το 1847 αποκτά γιο με τη Βιρζινί Μπινέ. Δύο χρόνια μετά εκθέτει τρεις μεγάλους πίνακες στο Σαλόν. Το έργο Ενταφιασμός Στο Ορνάν ήταν αυτό που τον ανέδειξε. Το 1855 διοργανώνει τη δική του έκθεση με τίτλο Ρεαλισμός και χωρίζει με τη Βιρζινί.
Το 1865 εκδίδεται το βιβλίο Η Προέλευση Της Τέχνης και Ο Κοινωνικός Προορισμός Αυτής που συνέγραψε με τον Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν. Τέσσερα χρόνια αργότερα κερδίζει δυο διακρίσεις από τον Βασιλικό Οίκο της Βαυαρίας. Το 1871, μετά τη Γαλλική Κομμούνα, κατηγορείται πως κατέστρεψε την Στήλη της Πλας Βαντόμ και καταδικάζεται σε εξάμηνη φυλάκιση.
Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο γιος του και το 1873 του ζητούν να πληρώσει για την ανακατασκευή της Στήλης, αλλά, φοβούμενος τη χρεωκοπία, εγκαταλείπει τη Γαλλία και καταφεύγει στην Ελβετία. Πεθαίνει εκεί εξόριστος το 1877, σε ηλικία 58 ετών.