Οι Κήρες ήταν υποχθόνιες θεότητες τις οποίες ο Ησίοδος χαρακτήριζε ως πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης.
Σκορπούσαν τρόμο στους ανθρώπους και σύμφωνα με τον Παυσανία είχαν «δόντια άγριου θηρίου και γαμψά νύχια». Τις αποκαλούσαν «σκύλες» ή «κόρες» του Άδη, αλλά σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν παιδιά της Νύκτας. Φορούσαν κόκκινο μανδύα, ο οποίος ήταν βαμμένος από το αίμα των πολεμιστών που έπεφταν στο πεδίο της μάχης.
Μπορούσαν να χτυπήσουν τους ανθρώπους οποιαδήποτε στιγμή και σε οποιοδήποτε σημείο της Γης.
Στην ελληνική μυθολογία παρουσιάζονται στο πλευρό της Περσεφόνης και του Άδη, γι’ αυτό συχνά συγχέονται με τις Μοίρες.
Η Κήρα και οι Μοίρες
Κάθε άνθρωπος που γεννιόταν είχε τη Κήρα του, η οποία τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή και όριζε τον θάνατό του.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Αχιλλέας έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο Κήρες. Η μία θα του χάριζε μακριά και άδολη ζωή στο σπίτι του, ενώ η άλλη, σύντομη και ένδοξη στον πόλεμο της Τροίας.
Ο Όμηρος αναφέρεται στην έννοια κηροστασία. Ο Δίας έκανε κηροστασία για να βεβαιώσει τον θάνατο του Έκτορα και το τέλος των Τρώων. Όπως περιέγραφε ο Όμηρος πριν από τη μονομαχία του Έκτορα με τον Αχιλλέα, ο Δίας ζύγισε τις κήρες τους και η ζυγαριά βάρυνε από την πλευρά του Έκτορα και έδειξε τον κάτω κόσμο, τον Άδη.
Όπως ανέφερε ο Ησίοδος:
«Οι μαύρες Κήρες, τρίζοντας τ’ άσπρα δόντια τους, με μάτια τρομερά, ματωμένες, αχόρταγες, μαλώναμε ποια θα πάρει αυτούς που πέφτανε. Όλες λαχταρούσανε να πιουν το μαύρο αίμα. Σαν κρατούσανε έναν πολεμιστή που κειτόταν χάμω νεκρός ή που είχε πέσει πληγωμένος, χώνανε τα μακριά τους νύχια μες τη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο. Αφού ρουφούσανε το αίμα του, ρίχνανε το κουφάρι πίσω τους, τρέχανε μέσα από το σάγαλο και στη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία».
Η ζυγαριά έδειχνε τον δρόμο του Άδη και οι Κήρες έκαναν τον θάνατο να μοιάζει ακόμη πιο τρομακτικός.