Το «Last Christmas» δεν είναι ένα pop, χριστουγεννιάτικο τραγούδι της σειράς. Ο George Michael έκανε σχεδόν μόνος του τα πάντα σε αυτό το μικρό διαμάντι που έχει αποκτήσει πλέον διαφορετική σημασία.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 2016 έφυγε απο τη ζωη από ο pop star George Michael.
Το παιχνίδι της μοίρας έμελλε ο διάσημος Βρετανός τραγουδιστής κυπριακής καταγωγής, κατά κόσμον Γεώργιος – Κυριάκου Παναγιώτου, να φύγει από τη ζωή την ημέρα στην οποία έχει αφιερωθεί ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια που ερμήνευσε στην ένδοξη καριέρα του.
Τον Δεκέμβριο του 1984, δύο μελλοντικά Christmas anthems αγωνίστηκαν για το χριστουγεννιάτικο Νο. 1 στα charts: Το «Do They Know It’s Christmas» από το supergroup Band Aid που δημιουργήθηκε για φιλανθρωπικό σκοπό (U2, Duran Duran, Sting, Phil Collins, Status Quo κ.ά) και το «Last Christmas» των Wham!.
Ο George Michael όχι μόνο τραγούδησε στον single των Band Aid, αλλά παραχώρησε τα δικαιώματα από τα «Last Christmas» στον ίδιο φιλανθρωπικό σκοπό. Ωστόσο, ο κορεσμός από χριστουγεννιάτικα τραγούδια εκείνη τη χρονιά οδήγησε σε ένα περίεργο φαινόμενο στο chart: Η πρωτιά των Band Aid σήμαινε ότι ένα από τα πιο αγαπημένα και λαμπερά εορταστικά τραγούδια που ερμήνευσαν οι Wham! δεν έφτασε ποτέ στο Νο1.
Με την πάροδο των ετών, ωστόσο, το «Last Christmas» γιγάντωσε την παρουσία του: Μετρά 3,7 εκατομμύρια πωλήσεις και αμέτρητες επανεκτελέσεις από όλους τους καλλιτέχνες, από την Taylor Swift και την Whigfield έως την Ariana Grande και τους Good Charlotte.
Παρ’ όλα αυτά, είναι το εμπορικότερο single που δεν κατέκτησε ποτέ την κορυφή του βρετανικού chart.
Υπάρχει εγγενώς μία κερδοσκοπική πλευρά σε ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Εκείνο που θα γνωρίσει επιτυχία δύναται να συντηρήσει έναν καλλιτέχνη για μία ζωή και η απόφαση των Wham! να δημιουργήσουν το δικό τους single δεν ήταν έκπληξη.
Ο Mark Ellen θυμάται ότι πολλοί στο μουσικό Τύπο ήταν απρόθυμοι προς τους Wham! και τους θεώρησαν ως κενούς τυχοδιώκτες στην αναπτυσσόμενη οικονομία. Όμως παρά το γεγονός ότι το «Last Christmas» εμφανίζεται σαν ένα γλυκό και κυνικό εμπόρευμα των charts, ήταν σχεδόν μία ατομική παραγωγή.
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο του 1984, στα πάλαι ποτέ μοντέρνα στούντιο του Advision στο Λονδίνο, αν και όταν οι Wham! πήγαν εκεί η τεχνολογία ήταν υποτυπώδης. Νωρίτερα εκείνο το έτος, ο George Michael είχε ελευθερώσει τους Wham! – και την εκκολαπτόμενη σόλο καριέρα του – από ένα αόριστο δισκογραφικό συμβόλαιο.
Είχε επίσης αρχίσει να χτίζει τον εαυτό του ως μία σοβαρή δημιουργική δύναμη, έχοντας ξεκινήσει από λιγότερο σοβαρά θεμέλια.
Ο 21χρονος τότε George Michael έγραψε, έκανε την παραγωγή και έπαιξε με μεράκι κάθε όργανο στο «Last Christmas».
Έχοντας απαλλαχθεί σταδιακά από την παρέμβαση παραγωγών, μάνατζερ, στελεχών δισκογραφικών εταιριών, ακόμη και του συνεργάτη του Andrew Ridgeley, οι μόνοι που παραδέχθηκαν ότι παρευρέθηκαν στο στούντιο κατά την ηχογράφηση ήταν ο ηχολήπτης του Michael, ο Chris Porter και δύο βοηθοί που δεν είχαν ιδιαίτερη συμβολή.
Στιχουργικά, το «Last Christmas» είναι ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο τραγούδι που είναι άφθονο με ανάμεικτα μηνύματα και ένα ισχυρό παράλογο που ορίζει την καλύτερη pop μουσική. Υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στη μουσική και στους στίχους: «Έχεις την ευτυχία από το ρυθμό τραγουδιού, αλλά από την άλλη έχεις τη θλίψη από την αγάπη που δεν ανταποκρίνεται», εξηγεί ο Porter.
Η ευφυΐα βρίσκεται στους ίδιους τους στίχους.
Όχι μόνο το απλοϊκό στιλ του ρεφρέν –σε επίπεδο βρεφονηπιακού σταθμού- πραγματοποιεί μία σφοδρή στροφή («Αυτή τη χρονιά για να με σώσω από τα δάκρυα / Θα την δώσω [την καρδιά] σε κάποιον ξεχωριστό»), αλλά υπάρχει και μία αντίφαση. Ο αφηγητής προσπαθεί να υπονομεύσει την πρώην του, αφιερώνοντας ένα ολόκληρο τραγούδι στο πόσο συντετριμμένος είναι από το χωρισμό τους.
Αλλά το «Last Christmas» δεν αφορά μόνο τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας για να αντιμετωπίσουμε την απόρριψη, αφορά επίσης τη «γνωστική ασυμφωνία» (σύμφωνα με τον όρο της ψυχολογίας) της εμμονικής αγάπης.
Στο τέλος του πρώτου κουπλέ, ο George Michael εκδηλώνει αυτό το είδος διπλής σκέψης: «Τι ανόητος ήμουν, αλλά αν με φιλούσες τώρα, ξέρω ότι θα με ξεγελούσες ξανά», τραγουδά.
Είναι μία σπαραξικάρδια επιγραφή σε ένα τραγούδι που αφθονεί από τέτοια δείγματα, καταγράφοντας τον τρόπο που η περιφρόνηση μεταμφιέζει την ελπίδα και πόσο εύκολα η αγάπη και η επιθυμία μπορούν να μας παραπλανήσουν και να δώσουμε συγχώρεση.