Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Τα όσα συνέβησαν αρχικά στο Λονδίνο, αλλά και όσα ακολούθησαν στη συνέχεια, ανάμεσα στο Ινδό πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας και τον κ. Μητσοτάκη, φαίνονται απίστευτα.
Συγκεκριμένα, ο κ. Ρίσι Σούνακ αποφάσισε ότι θα ήταν προτιμότερο να αποφύγει την ορισθείσα συνάντηση, όταν πληροφορήθηκε ότι ο κ. Μητσοτάκης θα του έθετε ως θέμα τα γλυπτά του Παρθενώνα. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή σίγουρα αδυνατεί να δικαιολογήσει την ακύρωση συνάντησης, και μάλιστα την τελευταία στιγμή, μεταξύ δύο αρχηγών κρατών. Διότι ο κ. Σούνακ θα είχε χρόνο και δυνατότητα, μετά τη συνάντηση, να αναπτύξει τις απόψεις του, και να υπερασπιστεί τον νεολογισμό, ότι δηλαδή τα κλεμμένα γλυπτά δεν ήταν κλεμμένα, αλλά δήθεν νομίμως αποκτηθέντα.
Όμως, ο κ. Σούνακ, πέρα από κάθε αμφιβολία, επιδίωξε να υποβιβάσει και να περιφρονήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό, όπως άλλωστε απέδειξε και η συνέχεια αυτού του τόσο θλιβερού συμβάντος. Διότι, αν ο κ. Σούνακ ήθελε απλώς να αποφύγει συζήτηση γύρω από τα γλυπτά, όταν ξέσπασε η είδηση ότι αρνήθηκε να δεχθεί τον κ. Μητσοτάκη, θα μπορούσε να εκφράσει τη λύπη του στα ΜΜΕ, προφασιζόμενος κώλυμα της τελευταίας στιγμής, και να ζητήσει κάποιας μορφής συγνώμη. Αντιθέτως, είναι πλέον ή σαφές ότι η πρόθεση του κ. Σούνακ ήταν να ξεφτιλίσει τον Έλληνα πρωθυπουργό, συνεχίζοντας να τον προσβάλλει και όταν είχαν πια σβήσει «τα φώτα της συνάντησης».
Έχω τον πειρασμό να επιμείνω σε δύο σημεία αυτής της εθνικής περιπέτειας, από τα οποία το ένα μου φαίνεται παράταιρο και εκτός θέματος σε σχέση με το πρόβλημα της συνάντησης, παρότι μονοπώλησε τις αντιδράσεις του συμβάντος στη βρετανική πρωτεύουσα, και όχι μόνο, ενώ το δεύτερο είναι καταρχήν ανεξήγητο και συνάμα εθνικά προσβλητικό.
Σχετικά, ο προβληματισμός που ακολούθησε την ανοίκεια συμπεριφορά του κ. Σούνακ εναντίον του κ. Μητσοτάκη, επικεντρώθηκε στα γλυπτά μάρμαρα του Παρθενώνα, για να καταλήξει στη διαπίστωση, ότι η κοινή γνώμη είναι υπέρ της επιστροφής τους, εκεί που γεννήθηκαν. Η ερμηνεία αυτή εκλήφθηκε ως ευτυχές επιστέγασμα της απρέπειας του κ. Σούνακ. Και έτσι η κακομεταχείριση του κ. Μητσοτάκη από τον κ. Σούνακ μετατράπηκε σε δήθεν «ευχάριστο γεγονός», για το οποίο οφείλουμε να είμαστε ικανοποιημένοι, ενόσω αναμένουμε τα γλυπτά μας. Και έρχομαι στο δεύτερο σημείο, που αφορά την αντίδραση του Έλληνα πρωθυπουργού, και που είναι όντως εκπληκτική. Δηλαδή, αντί ο κ. Μητσοτάκης, να απαιτήσει εξηγήσεις, για την αδιανόητη προσβολή εναντίον του, από τον κ. Σούνακ, και έντονα να την καταδικάσει, ο Έλληνας πρωθυπουργός εμφανίστηκε ενωτικός και δήλωσε, μεταξύ των άλλων (ως να έφταιγε ο ίδιος), ότι το συμβάν δεν θα πρέπει να επηρεάσει τις καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά, τι είδους «καλές σχέσεις» μπορούν να χαρακτηριστούν αυτές, που κατέληξαν σε ότι κατέληξαν; Σίγουρα ουδείς θα φοβόταν, αυτό το θλιβερό συμβάν να οδηγήσει σε ….σύρραξη. Θα ήταν όμως αναμενόμενο και θα πρόσθετα και επιβεβλημένο, ο Έλληνας πρωθυπουργός να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκειά του για την «υποδοχή», που του επιφύλαξε ο κ. Σούνακ. Και να προσθέσω το αυτονόητο, ότι δηλαδή η προσβολή, στο πρόσωπο του κ. Μητσοτάκη δεν μένει εκεί, αλλά διαχέεται στην Ελλάδα και στον λαό της.
Και λίγα λόγια για τη γραβάτα του βασιλιά Καρόλου, της οποίας τα χρώματα ερμηνεύτηκαν (με μεγάλη δόση φαντασίας είναι αλήθεια) ότι δήθεν παραπέμπουν στην ελληνική σημαία. Και ακόμη, ότι ο Κάρολος την επέλεξε για να…..μας παρηγορήσει για την αγένεια του πρωθυπουργού του. «Έτσι είναι, αν έτσι το θέλετε»!
Αλλά, και πως να αποφύγω το βασανιστικό ερώτημα, που άπτεται σε ότι επιμένω, εδώ και καιρό, ότι αποτελεί το κυρίαρχο και το πιο επικίνδυνο πρόβλημα της πατρίδας μας, και που είναι η υποτέλεια. Αυτή την οικτρή εθνική μας ιδιότητα, που μας καθιστά «δεδομένους» για όλα και για όλους. Την υποτέλεια, που μας ωθεί να συμφωνούμε χωρίς αντίδραση σε λύσεις που μας επιβάλλονται έξωθεν, έστω και αν έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ερωτώ, λοιπόν: «σε πρωθυπουργό ποιάς άλλης χώρας της υφηλίου θα τολμούσε ο κ. Σούνακ, να φερθεί με τον αχαρακτήριστο τρόπο που φέρθηκε στον δικό μας πρωθυπουργό»; Και αδυνατώ να ανασύρω από τον παγκόσμιο χάρτη έστω και μία χώρα, που θα είχε δεχθεί ένα τόσο ηχηρό ράπισμα, και μάλιστα από αρχηγό φιλικού κράτους, χωρίς να αντιδράσει όσο πιο έντονα γίνεται. Ούτε μία!
Δυστυχώς, όμως, για εμάς, δεν είναι η πρώτη, αλλά ούτε η μοναδική φορά. Όπως, ακριβώς, υποστήριξα συχνά στο παρελθόν, εμείς υπήρξαμε η εξαίρεση σε ολόκληρο τον κόσμο, όταν μας επιβλήθηκε αδίστακτα από συμμάχους, και εμείς το αποδεχθήκαμε χωρίς αντίδραση, το εγκληματικό και εθνικά θανατηφόρο περιεχόμενο των μνημονίων. Όπως, ακόμη, είμαστε η μόνη χώρα στην υφήλιο, που δέχεται, και μάλιστα αδιαμαρτύρητα, να πληρώνει χρέη απείρως χαμηλότερα από αυτά που της χρωστούν. Αναφέρομαι, φυσικά, στα χρέη των Ναζί, από την κατοχή. Θα μπορούσα να προσθέσω και πολυάριθμες ανάλογες «πρωτιές», ενώ συνεχώς αποκτούμε ή απειλούμαστε με την απόκτηση νέων.
Η υποτέλεια, είναι το εθνικό μας σαράκι, που δεν μας επιτρέπει να σηκώσουμε κεφάλι προς τον ήλιο. Και καθώς το θέμα είναι και πάλι πολλαπλώς επίκαιρο, υπενθυμίζω ότι στις 11 Δεκεμβρίου και ώρα 5μμ θα συζητήσουμε το νέο μου βιβλίο με τίτλο «Για την Ελλάδα που ματώνει», στην αίθουσα τελετών της παλαιάς Φιλοσοφικής του ΑΠΘ. Αναφέρεται, ακριβώς, στην υποτέλεια. Και μετά τη συζήτηση θα πιούμε ένα ποτήρι κρασί.