Η βασιλεία του Όθωνα (1832-1862) σημαδεύτηκε από σειρά ενόπλων εξεγέρσεων με πολιτικά αιτήματα.
Σε μια από αυτές, που εκδηλώθηκε στην Πάτρα με ασαφή όμως κίνητρα («ληστοστασιαστική» την χαρακτήρισε η κυβέρνηση Τζαβέλλα), πρωτοστάστησε ο λοχαγός της Οροφυλακής Νικόλαος Μερεντίτης.
Ο Μερεντίτης ήταν ένας μικροπλαρχηγός της Επανάστασης του 21, ο οποίος μετά την απελευθέρωση επιδόθηκε σε ληστείες, όπως πολλοί όμοιοί του. Πολιτικός φίλος του Ιωάννη Κωλέττη, του πρωτομάστορα του ρουσφετιού και εμπνευστή της Μεγάλης Ιδέας, εξαργύρωσε την αφοσίωσή του με μια θέση αξιωματικού στην Οροφυλακή, το αστυνομικό σώμα που είχε ιδρυθεί για την καταπολέμηση της ληστείας στην ύπαιθρο χώρα.
Ο Μερεντίτης με τον βαθμό του λοχαγού τοποθετήθηκε στο τάγμα Οροφυλακής Πάτρας, που διοικούσε ο αντισυνταγματάρχης Ευθύμης Στορνάρης. Δεν πέρασε πολύ καιρός από την ανάληψη υπηρεσίας και ο Μερεντίτης τέθηκε υπό παρακολούθηση για συνωμοτικές ενέργειες με την παρακίνηση του Θεοδωράκη Γρίβα. Εκείνη την περίοδο αρκετοί στρατιωτικοί πολιτικοί φίλοι του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη είχαν δυσαρεστηθεί μαζί του εξαιτίας της αδυναμίας του να προωθήσει διάφορα προσωπικά τους αιτήματα.
Τον Σεπτέμβριο του 1847, ο Κωλέττης όντας πρωθυπουργός πέθανε και ο Όθωνας διόρισε στην θέση του τον Κίτσο Τζαβέλλα, επιφανή αγωνιστή του 21, αλλά άπειρο πολιτικά για την τόσο υψηλή θέση, ο οποίος όμως έχαιρε της εκτίμησης του στρατεύματος. Ο θάνατος του πάτρωνά του φαίνεται ότι θορύβησε τον Μερεντίτη, καθώς είχαν φτάσει σε αυτόν πληροφορίες ότι ο λόχος του επρόκειτο να διαλυθεί και ο ίδιος να απολυθεί από την Οροφυλακή. Έτσι αποφάσισε να δράσει.
Έχοντας μυήσει αξιωματικούς και οπλίτες δύο λόχων του τάγματος του, το βράδυ της 27ης προς την 28η Νοεμβρίου 1847, συνέλαβε τον διοικητή του Ευθύμη Στορνάρη, εξουδετέρωσε τις αστυνομικές αρχές της Πάτρας, αλλά απέτυχε να συλλάβει τον εκτελούντα χρέη νομάρχη Αχαίας-Ήλιδος Κωνσταντίνο Ροντόπουλο, ο οποίος τις επόμενες ημέρες θα ηγηθεί της καταστολής του στασιαστικού κινήματος.
Στην συνέχεια οι κινηματίες κατευθύνθηκαν στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, όπου ο Μερεντίτης απαίτησε και έλαβε 25.000 τάλληρα, «εν ονόματι του Συντάγματος και του Χριστού», ενώ από το Δημόσιο Ταμείο και το Τελωνείο απαίτησε τα διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή ποσά. Οι κινηματίες είχαν εγκαταστήσει το στρατηγείο τους στο «Ξενοδοχείον των Τεσσάρων Δυνάμεων» της Πάτρας. Στο μπαλκόνι κρέμασαν δύο σημαίες, την εθνική και μια αυτοσχέδια δική τους (κυανή με λευκό σταυρό), παραπλανώντας ένα κόσμο με αντιοθωνικά αντανακλαστικά, ο οποίος συγκεντρώθηκε μπροστά από ξενοδοχείο και τους επευφημούσε με συνθήματα, όπως «Ζήτω η 3η Σεπτεμβρίου», «Κάτω οι Τύραννοι της Πατρίδος», «Ζήτω το Σύνταγμα» και «Ζήτω η Ελευθερία».
Την επομένη οι κινηματίες επιτέθηκαν στο Φρούριο της πόλης και μετά από πεισματώδη μάχη το κατέλαβαν. Ένας στρατιώτης έχασε την ζωή του, ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν. Ο Μερεντίτης ήταν πλέον κυρίαρχος της πόλης, έχοντας και την υποστήριξη σημαντικών παραγόντων της Πάτρας, όπως του Αντωνάκη Καλαμογδάρτη και του μετέπειτα πρωθυπουργού Μπενιζέλου Ρούφου.
Τα νέα για την ανταρσία έφτασαν γρήγορα στην Αθήνα και η κυβέρνηση Τζαβέλλα, έχοντας να αντιμετωπίσει σοβαρά εσωτερικά και εξωτερικά (επεισόδιο Μουσούρου) προβλήματα αποφάσισε να δράσει άμεσα. Έθεσε σε επιφυλακή της στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν κοντά στην Πάτρα και εξουσιοδότησε τον υποστράτηγο Παναγιωτάκη Νοταρά να κινηθεί εναντίον των στασιαστών. Πρόλαβε όμως ο νομάρχης Ροντόπουλος να συγκροτήσει απόσπασμα από 400 άνδρες της Εθνοφυλακής και να τεθεί σε καταδίωξη των στασιαστών.
Ο Μερεντίτης μεθυσμένος από την επιτυχία του άρχισε να απαιτεί χρήματα και από τους πλούσιους Πατρινούς, οι οποίοι θορυβηθέντες ζήτησαν την προστασία των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων στην Πάτρα (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Αυστρίας). Αυτός που ανταποκρίθηκε ήταν ο Άγγλος πρόξενος Γουντ, οποίος διέταξε τον πλοίαρχο του αγγλικού πολεμικού «Spitfire» να αποβιβάσει ναύτες για την προστασία όχι μόνο των Άγγλων και των Επτανησίων κατοίκων της Πάτρας, αλλά και των εμπόρων και επιχειρηματιών της πόλης.
Στις 4 το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου, οι άνδρες του Ροντόπουλου, συνεπικουρούμενοι από ένα λόχο ακροβολιστών υπό τον λοχαγό Φρουδάκη εισήλθαν στην Πάτρα και επιτέθηκαν στους «ληστοστασιαστές», όπως τους χαρακτήριζε η κυβέρνηση, την ώρα που αυτοί ήταν έτοιμοι να επιβιβαστούν στο αγγλικό πλοίο που θα τους μετέφερε στα τότε αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Η μάχη ήταν πεισματώδης και κράτησε αρκετή ώρα. Σύμφωνα με την αναφορά του υπουργού Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη προς τον βασιλιά οι στασιαστές έχασαν δύο άνδρες, είχαν δεκαπέντε τραυματίες, ενώ τέσσερις συνελήφθησαν. Από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων δύο ακροβολιστές σκοτώθηκαν και ένας τραυματίστηκε.
Κατόπιν συμφωνίας, οι άνδρες του Μερεντίτη επιβιβάστηκαν τελικά στο αγγλικό πολεμικό πλοίο, το οποίο, στις 4 Δεκεμβρίου, αναχώρησε με προορισμό την Λευκάδα και στην συνέχεια την Κέρκυρα, όπου επιτράπηκε να αποβιβαστουν μόνο οι τραυματίες.Η διαταγή του άγγλου αρμοστή ήταν κανένα νησί των Επτανήσων να μην δεχθεί τους στασιαστές. Έτσι το «Σπιτφάιρ» με μια στάση στην Ζάκυνθο, έφτασε στην Μάλτα, στις 11 Δεκεμβρίου, όπου αποβίβασε τους στασιαστές.
Εν τω μεταξύ είχε δημιουργηθεί διπλωματικό θέμα, καθώς ο Μερεντίτης είχε μαζί τους και τα χρήματα που είχε αφαιρέσει από την Εθνική Τράπεζα και το Δημόσιο Ταμείο. Η λύση δόθηκε από τον άγγλο ναύαρχο Πάρκερ, ο οποίος διέταξε να επιστραφούν τα χρήματα στην Ελλάδα και άφησε ελεύθερους τους στασιαστές.
Ο Όθωνας πίστευε ότι πίσω από το κίνημα του Μερεντίτη βρισκόταν η Αγγλία, η οποία ήθελε να του δημιουργήσει προβλήματα επειδή ακολουθούσε φιλορωσική ή φιλογαλλική πολιτική κατά περίπτωση. Ο Μερεντίτης άφραγκος πλέον επανήλθε στην Ελλάδα και επιδόθηκε σε αυτό που ήξερε να κάνει καλά, τις ληστείες. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1849 η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Η Εθνική» έγραψε ότι ο Μερεντίτης σκοτώθηκε σε συμπλοκή κάπου στην Ευρυτανία.