Μελέτες για τα εθνικά θέματα και ο Κυπριακό ζήτημα (γ’ έκδοση) του Προκόπη Παυλόπουλου, Εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ, Αθήνα 2023, σελίδες 351
Στην Γαλλία, μια χώρα όπου η Προεδρία φέρει ακόμη εμφανή στοιχεία αυτοκρατορικής αίγλης και πάντως διαθέτει αυστηρό πρωτόκολλο, έχει γίνει κάποιου είδους παράδοση του δημοσίου βίου σημαντικοί πολιτικοί – ο Φρανσουά Μιττεράν ή ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν για παράδειγμα – να διεκδικούν μετά τις υψηλές θέσεις ή και την Προεδρία την λαϊκή ψήφο στον Δήμο ή/και την Περιφέρειά τους. Μετά! Στην (άλλοτε Μεγάλη) Βρετανία, υπάρχει άλλη διέξοδος: η Βουλή των Λόρδων/η παράδοση του kicking upstairs. στην δε Αμερικανική παράδοση οι Πρόεδροι συγκεντρώνουν το Αρχείο τους και το καταθέτουν σε Ίδρυμα/βιβλιοθήκη με το όνομά τους στην προμετωπίδα – διαθέσιμο στην μελέτη/αξιολόγηση κλπ.
Στην Ελλάδα, παρόμοιες στάσεις (δηλαδή στάσεις που να θέτουν τις προσωπικότητες και πάλι σε κρίση…) δεν παρατηρούνται – και ας μην μας ειπωθεί ότι ο θεσμός των Ιδρυμάτων Προέδρων ή Πρωθυπουργών μεταφυτεύθηκε, διότι αυτά κυρίως ως πυρήνες αυτοπεριχαράκωσης/μεγάλυνσης λειτούργησαν. Οπότε αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πρωτοβουλία του διατελέσαντος ΠτΔ (και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές, 2015/ παραλίγο Grexit) Προκόπη Παυλόπουλου να εκδώσει σε βιβλίο θέσεις και μελέτες/αναλύσεις του, με νομικό/πολιτειακό κυρίως περιεχόμενο, και μάλιστα ήδη σε γ’ έκδοση, ουσιαστικά αναθεωρημένη και επαυξημένη. Έτσι όπως αυτές οι μελέτες επιλέγουν να ασχοληθούν με θέματα αιχμής της δημόσιας συζήτησης, η πρωτοβουλία Παυλόπουλου αποτελεί επιλογή να τεθούν οι θέσεις που περιλαμβάνονται στην (όχι πάντα οικτίρμονα…) κρίση της δημόσιας σφαίρας. Και μάλιστα, να το πούμε ευθύς εξαρχής, καθώς οι εν λόγω θέσεις αρκετά συχνά αποστασιοποιούνται από την συνιστάμενη της τωρινής πολιτικής πρακτικής.
(Η αλήθεια είναι ότι ο Πρ. Παυλόπουλος ανοίχτηκε και σε μιαν άλλη διαδικασία, εκλεγόμενος στην έδρα Δημοσίου Δικαίου στην (Γ΄) Τάξη Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Ακαδημίας. Όμως δεν θα την έλεγε κανείς και αληθινή διαδικασία κρίσεως, αυτή). Εκεί που το πράγμα γίνεται αρκετά πικάντικο με την κατάθεση αυτών των απόψεων Προκόπη Παυλόπουλου σε επίκαιρα και σημαντικά/κομβικής σημασίας θέματα, θα το δούμε στην συνέχεια, είναι ότι στην πλειοψηφία τους βρίσκονται σε ευθεία (ή, έστω, διαγώνια) αντίθεση με την προσέγγιση που είναι η κρατούσα σήμερα. Και με το «κρατούσα» δεν αναφερόμαστε μόνο στην κυβερνητική γραμμή. γραμμή που, ήδη, αξίζει να σημειωθεί ότι ανήκει στον ίδιο χώρο από τον οποίο προήλθε ο πρώην ΠτΔ αλλά και στην μηντιακή της κάλυψη. Δείτε:
Αν ένα είναι τον καιρό αυτό το κεντρικότερο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, αυτό είναι τα ελληνοτουρκικά. Και αν μια είναι η αιχμή της προσέγγισής τους σε «νέα» βάση μετά τις συναντήσεις Μητσοτάκη-Ερντογάν, αυτή είναι η συζήτηση για εκμετάλλευση της παρατηρούμενης/ελπιζόμενης «στροφής της Τουρκίας στην εξωτερική της πολιτική», στροφής που θα επέτρεπε την επιδίωξη «win-win» στόχων. Στην μετά-την-Κορυφή του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους εποχή, ο Πρωθυπουργός είχε κάνει λόγο για λύση «του πυρήνα της διαφοράς» συν για το ότι «η μεγάλη μας διαφορά είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωών», με προοπτική προσφυγής στην Χάγη.
Στην προσέγγιση Π. Παυλόπουλου, «σταθερή προσήλωση [πρέπει] στην διατύπωση της μιας – και μόνης – διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας» που είναι «η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας […] και της αντίστοιχης ΑΟΖ, σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο». Προκειμένου, δε, να μην μείνει κάτι στον αέρα, η άποψη Παυλόπουλου είναι ότι «στο πλαίσιο Διερευνητικών Επαφών είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει εκμεταλλευόμενη τον όρο «Θαλάσσιες Ζώνες» να «αναβιώσει» τις γνωστές θέσεις της περί ύπαρξης «διαφορών» με την Ελλάδα όπως πριν το 2004». Ενώ θέτει έμφαση και στην περιοριστική αναφορά σε «νησιωτική» υφαλοκρηπίδα, αφού «μόνον αυτής της μορφής υφαλοκρηπίδας η οριοθέτηση αποτελεί αντικείμενο συζήτησης με την Τουρκία». Αν έλθει κανείς, τώρα, και συγκρίνει με τις αναφορές Κυριάκου Μητσοτάκη σε υποχωρήσεις που θα πρέπει να υπάρξουν, ή ακόμη και με της Ντόρας Μπακογιάννη την διευκρίνηση ότι όλη η συζήτηση γίνεται «περί της προσδοκώμενης [μόνο] κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων», γίνεται φανερό ότι η απολυτότητα των θέσεων Παυλόπουλου πάει προς άλλη κατεύθυνση. Αντιδιαμετρική.
Το αντίστοιχο νομικό οπλοστάσιο επιχειρεί να διευρύνει ο συγγραφέας αυτών των μελετημάτων – τα οποία, είναι αλήθεια, καλύπτουν αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, σαφώς προτού η Τουρκία κάνει τον τελευταίο-τελευταίο επαναπροσδιορισμό πολιτικής της μετά το Μεσανατολικό, που οδήγησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να παρατηρήσει ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν κινείται «στην λάθος πλευράς της Ιστορίας» – με αναφορές στην διάσταση των συνόρων και του εδάφους της Ελλάδας «ως συνόρων και εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στη συζήτηση αυτή, που πάει-πολύ-πολύ πίσω (στα τελευταία χρόνια Ζακ Ντελόρ) αλλ’ ήδη ερείδεται στις αρχικές διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ, ο Πρ. Παυλόπουλος είχε έρθει μάλιστα να προσθέσει – το 2018 – ολόκληρη επιχειρηματολογία με βάση το παράγωγο Ευρωπαϊκό δίκαιο για την δημιουργία «Δικτύων NATURA»/περιβαλλοντικής προστασίας. Που, κατά την ανάγνωσή του της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου ΕΕ, δίνει πρόσθετα επιχειρήματα στις ελληνικές θέσεις περί ΑΟΖ. Και να θέσει ευθέως ζήτημα «ευθείας σύμπραξης της ΕΕ», ιδίως μετά και την προσχώρησή της στην Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, «στην διαδικασία οριοθέτησης της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ».
Αυτού του νομικού συλλογισμού προβολή γίνεται και στην ισχυροποίηση της επιχειρηματολογίας περί «νομικώς ανυπόστατου χαρακτήρα του Τουρκολιβυκού μνημονίου κατανόησης», όπου ο συγγραφέας τολμά ακόμη και να μπει στο ναρκοπέδιο της εσωτερικής έννομης τάξης της Λιβύης, αλλά και στο πεδίο του διεθνούς συμβατικού δικαίου/Σύμβασης της Βιέννης, ώστε η κατάληξή του να είναι ότι δεν υπάρχουν έννομες συνέπειες του Τουρκολιβυκού σε διεθνές επίπεδο.
Σε άλλες, πιο παραδοσιακής ανάγνωσης σελίδες του βιβλίου, θα βρει κανείς την διεξοδική επιχειρηματολογία Παυλόπουλου σχετικά με την συνεχιζόμενη ισχύ της Συνθήκης της Λωζάννης – και σε συσχετισμό με το καθεστώς, άλλωστε, των μειονοτήτων. Ομοίως μια προσέγγιση των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων στην Βόρεια Μακεδονία (μετά τις εκλογές που απεμάκρυναν από την κυβέρνηση τον Ζόραν Ζάεφ υπέρ του «άκρως αντιδραστικού VMRO-DPMNE») ως δυνητική βάση αμφισβήτησης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Στα δυο τελευταία αυτά πεδία – σε αντίθεση με τα προηγούμενα όπου η νομική ανάλυση μπορεί να ανοίγει (ή… να κλείνει) προοπτικές μελλοντικής άσκησης εξωτερικής πολιτικής ή/και επιχειρούμενης διαπραγμάτευσης – τις απαντήσεις έχει ήδη δώσει η εφαρμοζόμενη πολιτική. Διαχρονικά. Και χωρίς τάσεις απομάκρυνσης από την πρακτική της προηγούμενης περιόδου, ασχέτως των κατά καιρούς κομματικών χειρισμών ευκαιρίας.. Ούτε στα θέματα μειονοτήτων, ούτε σε φάση αμφισβήτησης της Συμφωνίας των Πρεσπών υπήρξε ένδειξη – έστω – αλλαγής πορείας.
Το ίδιο ισχύει – θα επιτραπεί εδώ να πούμε «δυστυχώς» – και στο θέμα των απαιτήσεων της Ελλάδας για τις πολεμικές επανορθώσεις από την Γερμανία και για το (διαφορετικής νομικής βάσης, πολύ ενεργότερο) κατοχικό δάνειο. Η συνοπτική υπόμνηση της σχετικής επιχειρηματολογίας από τον Προκόπη Παυλόπουλο δεν είναι μόνον πειστική, αλλά έρχεται να συμπληρώσει αντιστικτικά τα λόγια του για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων.
Πάντως… και εδώ, δηλαδή στο θέμα των δικαστικά επιδιώξιμων επανορθώσεων και του κατοχικού δικαίου, ουδέποτε δόθηκε συνέχεια. (Για τις κινήσεις αναγνώρισης της ηθικής ευθύνης για την φρίκη της Κατοχής υπήρξε μια συμβολική έστω τοποθέτηση, κατά την επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου Στάινμαγερ, επί Προεδρίας Παυλόπουλου).
Όλο με όλο, το βιβλίο αυτό με την συγκέντρωση κειμένων του νομικού/καθηγητή Δημοσίου Δικαίου/πολιτικού/Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου λειτουργεί ως συγκροτημένη σύνοψη θέσεων τις οποίες – για παράδειγμα! – την συναντά κανείς και στις κατά καιρούς τοποθετήσεις του (πρώην Πρωθυπουργού) Κώστα Καραμανλή, ή πάλι σε τοποθετήσεις άλλων συντελεστών του πολιτικού παιχνιδιού. Όμως, να το επαναλάβουμε, έχει μια διάσταση που δεν την συναντά κανείς στις στον συνήθως μονοκόμματο ζωολογικό κήπο της Ελληνικής πολιτικής: επιχειρηματολογία. Ανοιχτή σε συζήτηση, θα ‘λεγε κανείς. (Αν, βεβαίως, αποδεχθεί ότι η νομική προσέγγιση μπορεί να αντιστηρίξει – αποτελεσματικά – την πολιτική/διεθνοπολιτική αντιπαράθεση. Πράγμα που δεν επαληθεύεται και τόσο συχνά όσο φαινόμαστε να πιστεύουμε στην Ελλάδα).
ΔΗΜΟΦΙΛΗ