Οι φίλοι του στη Σκόπελο, όπου συνηθίζει να περνάει τα καλοκαίρια, τον φωνάζουν Μανόλη. Μιλάει άπταιστα ελληνικά, παρότι με ανεπαίσθητη ξενική προφορά, και μόνο η φυσιογνωμία του -που παραπέμπει σε βορειοευρωπαίο- προδίδει τη μη ελληνική καταγωγή του.
Είναι, όμως, από τους λίγους που έχουν μελετήσει σε τέτοιο βάθος την ιστορία της Ελλάδας, τα ήθη και έθιμά της, την πολιτιστική της κληρονομιά, τη νοοτροπία του λαού, τα προτερήματα και «κουσούρια» του, τις παθογένειες- εν ολίγοις το «DNA» του Νεοέλληνα…
Ο λόγος για το Γερμανό συγγραφέα και παλαίμαχο -πλέον- δημοσιογράφο Έμπερχαρντ Ρόντχολτς, ο οποίος παρουσίασε στην πρόσφατη 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το βιβλίο του «Ελλάδα.Το πορτρέτο μιας χώρας».
Στο βιβλίο αυτό, ο κ. Ρόντχολτς, ο οποίος έχει σπουδάσει Ιστορία, Πολιτικές Επιστήμες και Ελληνική Φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Βόννης, της Κολωνίας και των Αθηνών, επιχειρεί να «μυήσει» τον αναγνώστη στη σύγχρονη Ελλάδα, να τού μεταφέρει μία γνήσια εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας.
Πρόκειται για έναν εναλλακτικό ταξιδιωτικό οδηγό νεοελληνικής ιστορίας και κουλτούρας, με όλα τα αρνητικά και τα θετικά της χώρας μας. Είναι γραμμένο στα γερμανικά και απευθύνεται σε συμπατριώτες του, τουρίστες και μη.
Ο 74χρονος συγγραφέας και δεδηλωμένος φιλέλληνας, με έναν ιδιαίτερο αφηγηματικό τρόπο, μιλάει- μεταξύ άλλων- για τους «γαλάζιους» και «πρασινοφρουρούς», το «φακελάκι», τη «μίζα», τα «καφενεία», τα «μπουζούκια», το «ιμάμ μπαϊλντί», τον «καραγκιόζη», εξηγώντας μέσα απ’ αυτές τις έννοιες το ελληνικό πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, τα πάθη, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κ.ά.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στις ελληνογερμανικές σχέσεις και στην εικόνα των Ελλήνων στη Γερμανία. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του εξηγεί ότι με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι Γερμανοί όχι μόνο ήταν αλληλέγγυοι με τους Έλληνες εκείνης της εποχής, αλλά δήλωναν αναφανδόν «φιλέλληνες», θεωρώντας τους γνήσιους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. «Η απογοήτευση όμως», όπως υποστηρίζει, «δεν άργησε να έρθει, όταν οι Γερμανοί ανακάλυψαν ότι οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχαίους».
Είναι ενδεικτικό, υπογραμμίζει, ότι βρήκε απήχηση στους Γερμανούς η άποψη που διατύπωσε ο φιλόλογος Φαλμεράγιερ ότι «η ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευτεί από την Ευρώπη, διότι ούτε μία απλή σταγόνα γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας».
Για πολλά χρόνια, την εικόνα των Ελλήνων στη Γερμανία «φιλοτέχνησαν» ο Ζορμπάς και το συρτάκι του, η Μελίνα Μερκούρη με την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», ενώ στη διαμόρφωσή της συνεισέφεραν και οι καλοκαιρινές διακοπές των Γερμανών στα ελληνικά νησιά, όπου τρώγοντας «σουβλάκια» και πίνοντας «ρετσίνα», απολάμβαναν την ελληνική φιλοξενία.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, τα δημοσιεύματα για τους «τεμπέληδες» και «διεφθαρμένους» Έλληνες στα ταμπλόιντ, το γνωστό πλέον πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Φόκους» -σύμφωνα με το συγγραφέα- επηρέασαν όχι μόνο την εικόνα του Έλληνα στη Γερμανία, αλλά και τις σχέσεις των δύο χωρών εν γένει.
Συναντήσαμε τον κ. Ρόντχολτς στους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου. «Μού επιτρέπεται να σας φωνάζω κύριε Μανόλη» του είπα, εισπράττοντας ένα χαμόγελο. «Το παρατσούκλι αυτό -εξήγησε- το απέκτησα στα χρόνια των σπουδών μου στη Βόννη, τέλη του ’50. Οι Έλληνες συμφοιτητές μου δεν μπορούσαν να προφέρουν το πραγματικό μου όνομα και με ‘βάπτισαν’ Μανόλη, επηρεασμένοι από τη δίκη του Μανόλη Γλέζου που εκείνη την περίοδο ήταν σε εξέλιξη στο Στρατοδικείο».
Λίγα χρόνια πριν, το 1955, σε ηλικία 17 ετών είχε ταξιδέψει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Με έναν σάκο στον ώμο και κάνοντας ωτοστόπ έφτασε στον προορισμό του, το Πήλιο. Αυτό που τον έκανε να επιλέξει το «Βουνό των Κενταύρων» ήταν ένα βιβλίο του Βέρνερ Χέλβιγκ που μόλις είχε διαβάσει. Αναφερόταν στους Πηλιορείτες που συνήθιζαν να ψαρεύουν με δυναμίτη. Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο αυστριακής καταγωγής «Αλφόνς» που αποφάσισε να «ρίξει άγκυρα» στο Πήλιο.
Τις εντυπώσεις του από το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα τις αποτυπώνει και στο βιβλίο του: «Η ζωή ήταν απλή. Μάθαμε πως με μία χούφτα ελιές, κρασί, ψωμί, λίγο τυρί φέτα και κανα-δύο ντομάτες μπορεί να χορτάσει κανείς. Μάθαμε πόσο νόστιμη είναι η φασολάδα, και οι τηγανιτές μαρίδες. Γνωρίσαμε την ελληνική φιλοξενία, που ήταν εκπληκτική. Κάτι τέτοιο δεν το ξέραμε από τα σπίτια μας- το να σε προσκαλεί ένας τελείως ξένος άνθρωπος να φας και να κοιμηθείς στο σπίτι του (…) Αν γνωρίζαμε, τότε, τι είχαν κάνει οι Γερμανοί λίγα χρόνια πριν στην Ελλάδα θα ντρεπόμασταν πολύ (…) Το γεγονός ότι οι Έλληνες, δεν μας ενοχοποίησαν, εμάς τους νεαρούς επισκέπτες, μου προκαλεί ακόμη και σήμερα μεγάλο σεβασμό. Είναι η προθυμία της συγχώρησης, που διακρίνει τους Έλληνες. Δεν σημαίνει όμως ότι ξεχνάει».
Για τις ναζιστικές θηριωδίες έμαθε αργότερα, κατά το διάστημα των σπουδών του στην Αθήνα, όπου ερεύνησε τα εγκλήματα στα Βαλκάνια. Μάλιστα, στο βιβλίο του, κάνει, με νηφαλιότητα, αναφορά στην γερμανική Κατοχή και τις μαζικές εκτελέσεις, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να μάθει τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής.
Και μπορεί να μην «έριξε άγκυρα» στην Ελλάδα σαν τον «Αλφόνς», αλλά 2-3 μήνες το χρόνο περνάει στην Ελλάδα, μένοντας σε φίλους του στην Αθήνα και απολαμβάνοντας τα καλοκαίρια τις ομορφιές της Σκοπέλου, όπου, μάλιστα, έχει ένα μικρό σπίτι, κοντά στο λιμάνι της Γλώσσας.
Μιλώντας με τον κ. Ρόντχολτς, γρήγορα πηγαίνει η κουβέντα για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, για τις οποίες μας είπε:
Για τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου:
«Καταλαβαίνω τους Έλληνες που στην πλειονότητά τους δεν θέλουν πια να ψηφίζουν αυτούς που τόσα χρόνια έκαναν τελείως ανεύθυνη, κακή και καταστροφική πολιτική. Άγνωστο πώς θα ψηφίσουν στις επαναληπτικές εκλογές. Καταλαβαίνω, όμως, το γεγονός ότι θέλουν άλλους να βγουν στην εξουσία, κι όχι αυτούς τους φθαρμένους πολιτικούς της παλιάς φρουράς.
Για την άνοδο της άκρας δεξιάς (για την οποία προειδοποιεί στο βιβλίο του) και την είσοδο της «Χρυσής Αυγής» στη Βουλή:
«Τρόμαξα. Η Ελλάδα ήταν από τις λίγες χώρες τής Ευρώπης που στην εποχή του φασισμού δεν είχε φασιστικό κίνημα. Είχαν η Κροατία, η Ρουμανία, η Ιταλία και φυσικά η Γερμανία. Ακόμη και η Γαλλία είχε φασιστικό κίνημα και μόνο με το Λαϊκό Μέτωπο απετράπη η άνοδος προς την εξουσία. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Ο Μεταξάς δεν βγήκε από φασιστικό κίνημα.
»Πρώτη φορά τώρα (με τη Χρυσή Αυγή) βγαίνει ένα τέτοιο καθαρά φασιστικό, ναζιστικό κόμμα και παίρνει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό. Εν μέρει είναι ψήφος διαμαρτυρίας, αλλά υπάρχει και κλίμα που ανατρέφει την Ακροδεξιά. Είναι το θέμα των λαθρομεταναστών, η εγκληματικότητα, η οικονομική κρίση, το κράτος που δεν κάνει σωστά τη δουλειά του».
Για την οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα:
«Πονάω την Ελλάδα, βλέπω πως υποφέρει ο απλός άνθρωπος, ο εργάτης, ο ιδιωτικός υπάλληλος, η δασκάλα του δημοτικού που παίρνει χαμηλό μισθό, έρχεται το ‘χαράτσι’, ανεβαίνουν οι τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος. Δεν τα βγάζει πέρα ο Έλληνας. Η κατάσταση είναι φρικτή, όχι στο Κολωνάκι που ζει το πολιτικό κατεστημένο, αλλά στην Κοκκινιά».
Για τις προοπτικές εξόδου από την κρίση:
«Έχει περάσει από πολλές κρίσεις η Ελλάδα. Κι έχει ξαναβρεί το ρυθμό της. Πέρασε την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η κατάσταση τότε ήταν πολύ πιο φρικτή. Δεν είναι η παρούσα κρίση η χειρότερη της ιστορίας. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα ζητάει την αλληλεγγύη της Ευρώπης τη στιγμή που ο Έλληνας δεν είναι αλληλέγγυος με τον Έλληνα. Οι νεόπλουτοι Έλληνες πηγαίνουν τα λεφτά τους στο Λονδίνο και την Ελβετία (…) Στο 19ο αιώνα, ο πλούσιος Έλληνας ήταν ακόμη πατριώτης. Εάν κάνει κάνεις βόλτα στην Αθήνα θα διαπιστώσει ότι η ελληνική πρωτεύουσα αποτελεί μουσείο, από σπίτια, κτίσματα που δόθηκαν από ευεργέτες (…) Σήμερα, τα λεφτά που περισσεύουν πηγαίνουν στις Μπαχάμες».
Για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων:
«Το 1953 υπεγράφη το μορατόριουμ, η Συνθήκη του Λονδίνου, που έλεγε ότι θα πληρώσει τα χρέη της η Γερμανία, την ημέρα που θα γίνει η Συνθήκη Ειρήνης ή η Ένωση της Γερμανίας κι όλοι λέγαμε τότε αυτό το μορατόριουμ είναι ένα μορατόριουμ ‘ad calendas grecas’. Κι έτσι έγινε, δεν πλήρωσε η Γερμανία ποτέ τα χρέη της ούτε το κατοχικό δάνειο προς την Ελλάδα.
»Είναι περίπλοκο θέμα. Όλες οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις λίγο πολύ το δέχθηκαν ότι δεν πλήρωσε η Γερμανία. Εκτός από την Αριστερά. Για το κατοχικό δάνειο από νομικής άποψης δικαιούται αποζημίωση η Ελλάδα. Θα μπορούσε να πάει αύριο στη Χάγη και να τη διεκδικήσει».
Για τις ελληνογερμανικές σχέσεις:
«Οπωσδήποτε έχουν επηρεαστεί τα τελευταία χρόνια μετά την κρίση. Όταν βλέπεις καρικατούρες Γερμανούς πολιτικούς με στολές της Βέρμαχτ ή όταν αποκαλείται ένας υπάλληλος της Τρόικα ‘Γκάουλαϊτερ’. Ο ‘Γκάουλαϊτερ’ ήταν ανώτατος εκτελεστής, φονιάς, εγκληματίας ναζί. Να αποκαλείς έναν κύριο της Τρόικα ή έναν κ. Φούχτελ ‘Γκάουλαϊτερ’ αυτό δεν επιτρέπεται. Αλλά από την άλλη, καταλαβαίνω ότι πολλοί Έλληνες θυμούνται ακόμη τι έγινε στην Κατοχή. Ζει ακόμη ένας Μανόλης Γλέζος που έζησε τις μαζικές εκτελέσεις στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Υπάρχουν στις μνήμες των Ελλήνων».
ΑΠΕ
Είναι, όμως, από τους λίγους που έχουν μελετήσει σε τέτοιο βάθος την ιστορία της Ελλάδας, τα ήθη και έθιμά της, την πολιτιστική της κληρονομιά, τη νοοτροπία του λαού, τα προτερήματα και «κουσούρια» του, τις παθογένειες- εν ολίγοις το «DNA» του Νεοέλληνα…
Ο λόγος για το Γερμανό συγγραφέα και παλαίμαχο -πλέον- δημοσιογράφο Έμπερχαρντ Ρόντχολτς, ο οποίος παρουσίασε στην πρόσφατη 9η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το βιβλίο του «Ελλάδα.Το πορτρέτο μιας χώρας».
Στο βιβλίο αυτό, ο κ. Ρόντχολτς, ο οποίος έχει σπουδάσει Ιστορία, Πολιτικές Επιστήμες και Ελληνική Φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Βόννης, της Κολωνίας και των Αθηνών, επιχειρεί να «μυήσει» τον αναγνώστη στη σύγχρονη Ελλάδα, να τού μεταφέρει μία γνήσια εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας.
Πρόκειται για έναν εναλλακτικό ταξιδιωτικό οδηγό νεοελληνικής ιστορίας και κουλτούρας, με όλα τα αρνητικά και τα θετικά της χώρας μας. Είναι γραμμένο στα γερμανικά και απευθύνεται σε συμπατριώτες του, τουρίστες και μη.
Ο 74χρονος συγγραφέας και δεδηλωμένος φιλέλληνας, με έναν ιδιαίτερο αφηγηματικό τρόπο, μιλάει- μεταξύ άλλων- για τους «γαλάζιους» και «πρασινοφρουρούς», το «φακελάκι», τη «μίζα», τα «καφενεία», τα «μπουζούκια», το «ιμάμ μπαϊλντί», τον «καραγκιόζη», εξηγώντας μέσα απ’ αυτές τις έννοιες το ελληνικό πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, τα πάθη, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κ.ά.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στις ελληνογερμανικές σχέσεις και στην εικόνα των Ελλήνων στη Γερμανία. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του εξηγεί ότι με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι Γερμανοί όχι μόνο ήταν αλληλέγγυοι με τους Έλληνες εκείνης της εποχής, αλλά δήλωναν αναφανδόν «φιλέλληνες», θεωρώντας τους γνήσιους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. «Η απογοήτευση όμως», όπως υποστηρίζει, «δεν άργησε να έρθει, όταν οι Γερμανοί ανακάλυψαν ότι οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχαίους».
Είναι ενδεικτικό, υπογραμμίζει, ότι βρήκε απήχηση στους Γερμανούς η άποψη που διατύπωσε ο φιλόλογος Φαλμεράγιερ ότι «η ελληνική φυλή έχει τελείως εξολοθρευτεί από την Ευρώπη, διότι ούτε μία απλή σταγόνα γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας».
Για πολλά χρόνια, την εικόνα των Ελλήνων στη Γερμανία «φιλοτέχνησαν» ο Ζορμπάς και το συρτάκι του, η Μελίνα Μερκούρη με την ταινία «Ποτέ την Κυριακή», ενώ στη διαμόρφωσή της συνεισέφεραν και οι καλοκαιρινές διακοπές των Γερμανών στα ελληνικά νησιά, όπου τρώγοντας «σουβλάκια» και πίνοντας «ρετσίνα», απολάμβαναν την ελληνική φιλοξενία.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, τα δημοσιεύματα για τους «τεμπέληδες» και «διεφθαρμένους» Έλληνες στα ταμπλόιντ, το γνωστό πλέον πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Φόκους» -σύμφωνα με το συγγραφέα- επηρέασαν όχι μόνο την εικόνα του Έλληνα στη Γερμανία, αλλά και τις σχέσεις των δύο χωρών εν γένει.
Συναντήσαμε τον κ. Ρόντχολτς στους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου. «Μού επιτρέπεται να σας φωνάζω κύριε Μανόλη» του είπα, εισπράττοντας ένα χαμόγελο. «Το παρατσούκλι αυτό -εξήγησε- το απέκτησα στα χρόνια των σπουδών μου στη Βόννη, τέλη του ’50. Οι Έλληνες συμφοιτητές μου δεν μπορούσαν να προφέρουν το πραγματικό μου όνομα και με ‘βάπτισαν’ Μανόλη, επηρεασμένοι από τη δίκη του Μανόλη Γλέζου που εκείνη την περίοδο ήταν σε εξέλιξη στο Στρατοδικείο».
Λίγα χρόνια πριν, το 1955, σε ηλικία 17 ετών είχε ταξιδέψει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Με έναν σάκο στον ώμο και κάνοντας ωτοστόπ έφτασε στον προορισμό του, το Πήλιο. Αυτό που τον έκανε να επιλέξει το «Βουνό των Κενταύρων» ήταν ένα βιβλίο του Βέρνερ Χέλβιγκ που μόλις είχε διαβάσει. Αναφερόταν στους Πηλιορείτες που συνήθιζαν να ψαρεύουν με δυναμίτη. Πρωταγωνιστής του βιβλίου ο αυστριακής καταγωγής «Αλφόνς» που αποφάσισε να «ρίξει άγκυρα» στο Πήλιο.
Τις εντυπώσεις του από το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα τις αποτυπώνει και στο βιβλίο του: «Η ζωή ήταν απλή. Μάθαμε πως με μία χούφτα ελιές, κρασί, ψωμί, λίγο τυρί φέτα και κανα-δύο ντομάτες μπορεί να χορτάσει κανείς. Μάθαμε πόσο νόστιμη είναι η φασολάδα, και οι τηγανιτές μαρίδες. Γνωρίσαμε την ελληνική φιλοξενία, που ήταν εκπληκτική. Κάτι τέτοιο δεν το ξέραμε από τα σπίτια μας- το να σε προσκαλεί ένας τελείως ξένος άνθρωπος να φας και να κοιμηθείς στο σπίτι του (…) Αν γνωρίζαμε, τότε, τι είχαν κάνει οι Γερμανοί λίγα χρόνια πριν στην Ελλάδα θα ντρεπόμασταν πολύ (…) Το γεγονός ότι οι Έλληνες, δεν μας ενοχοποίησαν, εμάς τους νεαρούς επισκέπτες, μου προκαλεί ακόμη και σήμερα μεγάλο σεβασμό. Είναι η προθυμία της συγχώρησης, που διακρίνει τους Έλληνες. Δεν σημαίνει όμως ότι ξεχνάει».
Για τις ναζιστικές θηριωδίες έμαθε αργότερα, κατά το διάστημα των σπουδών του στην Αθήνα, όπου ερεύνησε τα εγκλήματα στα Βαλκάνια. Μάλιστα, στο βιβλίο του, κάνει, με νηφαλιότητα, αναφορά στην γερμανική Κατοχή και τις μαζικές εκτελέσεις, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να μάθει τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής.
Και μπορεί να μην «έριξε άγκυρα» στην Ελλάδα σαν τον «Αλφόνς», αλλά 2-3 μήνες το χρόνο περνάει στην Ελλάδα, μένοντας σε φίλους του στην Αθήνα και απολαμβάνοντας τα καλοκαίρια τις ομορφιές της Σκοπέλου, όπου, μάλιστα, έχει ένα μικρό σπίτι, κοντά στο λιμάνι της Γλώσσας.
Μιλώντας με τον κ. Ρόντχολτς, γρήγορα πηγαίνει η κουβέντα για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, για τις οποίες μας είπε:
Για τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου:
«Καταλαβαίνω τους Έλληνες που στην πλειονότητά τους δεν θέλουν πια να ψηφίζουν αυτούς που τόσα χρόνια έκαναν τελείως ανεύθυνη, κακή και καταστροφική πολιτική. Άγνωστο πώς θα ψηφίσουν στις επαναληπτικές εκλογές. Καταλαβαίνω, όμως, το γεγονός ότι θέλουν άλλους να βγουν στην εξουσία, κι όχι αυτούς τους φθαρμένους πολιτικούς της παλιάς φρουράς.
Για την άνοδο της άκρας δεξιάς (για την οποία προειδοποιεί στο βιβλίο του) και την είσοδο της «Χρυσής Αυγής» στη Βουλή:
«Τρόμαξα. Η Ελλάδα ήταν από τις λίγες χώρες τής Ευρώπης που στην εποχή του φασισμού δεν είχε φασιστικό κίνημα. Είχαν η Κροατία, η Ρουμανία, η Ιταλία και φυσικά η Γερμανία. Ακόμη και η Γαλλία είχε φασιστικό κίνημα και μόνο με το Λαϊκό Μέτωπο απετράπη η άνοδος προς την εξουσία. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Ο Μεταξάς δεν βγήκε από φασιστικό κίνημα.
»Πρώτη φορά τώρα (με τη Χρυσή Αυγή) βγαίνει ένα τέτοιο καθαρά φασιστικό, ναζιστικό κόμμα και παίρνει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό. Εν μέρει είναι ψήφος διαμαρτυρίας, αλλά υπάρχει και κλίμα που ανατρέφει την Ακροδεξιά. Είναι το θέμα των λαθρομεταναστών, η εγκληματικότητα, η οικονομική κρίση, το κράτος που δεν κάνει σωστά τη δουλειά του».
Για την οικονομική κρίση που βιώνει η Ελλάδα:
«Πονάω την Ελλάδα, βλέπω πως υποφέρει ο απλός άνθρωπος, ο εργάτης, ο ιδιωτικός υπάλληλος, η δασκάλα του δημοτικού που παίρνει χαμηλό μισθό, έρχεται το ‘χαράτσι’, ανεβαίνουν οι τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος. Δεν τα βγάζει πέρα ο Έλληνας. Η κατάσταση είναι φρικτή, όχι στο Κολωνάκι που ζει το πολιτικό κατεστημένο, αλλά στην Κοκκινιά».
Για τις προοπτικές εξόδου από την κρίση:
«Έχει περάσει από πολλές κρίσεις η Ελλάδα. Κι έχει ξαναβρεί το ρυθμό της. Πέρασε την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η κατάσταση τότε ήταν πολύ πιο φρικτή. Δεν είναι η παρούσα κρίση η χειρότερη της ιστορίας. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα ζητάει την αλληλεγγύη της Ευρώπης τη στιγμή που ο Έλληνας δεν είναι αλληλέγγυος με τον Έλληνα. Οι νεόπλουτοι Έλληνες πηγαίνουν τα λεφτά τους στο Λονδίνο και την Ελβετία (…) Στο 19ο αιώνα, ο πλούσιος Έλληνας ήταν ακόμη πατριώτης. Εάν κάνει κάνεις βόλτα στην Αθήνα θα διαπιστώσει ότι η ελληνική πρωτεύουσα αποτελεί μουσείο, από σπίτια, κτίσματα που δόθηκαν από ευεργέτες (…) Σήμερα, τα λεφτά που περισσεύουν πηγαίνουν στις Μπαχάμες».
Για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων:
«Το 1953 υπεγράφη το μορατόριουμ, η Συνθήκη του Λονδίνου, που έλεγε ότι θα πληρώσει τα χρέη της η Γερμανία, την ημέρα που θα γίνει η Συνθήκη Ειρήνης ή η Ένωση της Γερμανίας κι όλοι λέγαμε τότε αυτό το μορατόριουμ είναι ένα μορατόριουμ ‘ad calendas grecas’. Κι έτσι έγινε, δεν πλήρωσε η Γερμανία ποτέ τα χρέη της ούτε το κατοχικό δάνειο προς την Ελλάδα.
»Είναι περίπλοκο θέμα. Όλες οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις λίγο πολύ το δέχθηκαν ότι δεν πλήρωσε η Γερμανία. Εκτός από την Αριστερά. Για το κατοχικό δάνειο από νομικής άποψης δικαιούται αποζημίωση η Ελλάδα. Θα μπορούσε να πάει αύριο στη Χάγη και να τη διεκδικήσει».
Για τις ελληνογερμανικές σχέσεις:
«Οπωσδήποτε έχουν επηρεαστεί τα τελευταία χρόνια μετά την κρίση. Όταν βλέπεις καρικατούρες Γερμανούς πολιτικούς με στολές της Βέρμαχτ ή όταν αποκαλείται ένας υπάλληλος της Τρόικα ‘Γκάουλαϊτερ’. Ο ‘Γκάουλαϊτερ’ ήταν ανώτατος εκτελεστής, φονιάς, εγκληματίας ναζί. Να αποκαλείς έναν κύριο της Τρόικα ή έναν κ. Φούχτελ ‘Γκάουλαϊτερ’ αυτό δεν επιτρέπεται. Αλλά από την άλλη, καταλαβαίνω ότι πολλοί Έλληνες θυμούνται ακόμη τι έγινε στην Κατοχή. Ζει ακόμη ένας Μανόλης Γλέζος που έζησε τις μαζικές εκτελέσεις στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Υπάρχουν στις μνήμες των Ελλήνων».
ΑΠΕ