Κάποιοι Θηβαίοι πολιτικοί εξόριστοι εισήλθαν κρυφά νύχτα στη Θήβα, μετά απο πρόσκληση των επαναστατικών στοιχείων της πόλης. Έπιασαν τον Αμύντα και τον Τιμόλαο οι οποίοι ήταν μέλη της μακεδονικής φρουράς της Καδμείας και δεν υποπτεύονταν την συνωμοσία και τους σκότωσαν. Μετά, στην εκκλησία του δήμου, ξεσήκωσαν τους Θηβαίους να αποστατήσουν απο τον Αλέξανδρο, υποχσόμενοι τάχα πολιτική ελευθεθρία και ελευθερία λόγου, λέξεις οι οποίες ήταν ωραίες στο άκουσμα και δοξασμένες απο παλιά. Τους είπαν πως ήρθε ο καιρός να αποτινάξουν τον μακεδονικό ζυγό. Ο κόσμος τους πίστεψε περισσότερο, διότι έλεγαν πως ο Αλέξανδρος πέθανε στην Ιλλυρία. Αυτή η φήμη συζητιόταν πολύ και απο πολύ κόσμο διότι έλειπε καιρό και δεν είχε φτάσει καμιά είδηση γι αυτόν. Όπως λοιπόν συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, μια και δεν γνώριζαν τα γεγονότα, ο καθένας πίστευε ό,τι τον συνέφερε περισσότερο.
Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε τι έγινε στη Θήβα, το θεώρησε σοβαρό ζήτημα. Απο καιρό υποψιαζόταν τους Αθηναίους. Το κίνημα των Θηβαίων θα ήταν πρόβλημα για αυτόν, αν πήγαιναν μαζί τους οι ουσιαστικά ανυπόταχτοι Σπαρτιάτες, κάποιοι άλλοι Πελοποννήσιοι και αφερέγγυοι Αιτωλοί.
Πέρασε λοιπόν απο την Εορδαία και την Ελιμιώτιδα, απο τις κορυφές της Στυμφαίας και της Παρυαίας και μέσα σε μια βδομάδα έφτασε στην Πέλιννα της Θεσσαλίας. Έξι μέρες μετά, εισέβαλε στη Βοιωτία. Οι Θηβαίοι δεν πήραν είδηση ότι βρισκόταν στις Πύλες, παρά αφού έφτασε με όλη του τη στρατιά στον Ογχηστό. Ακόμα και τότε, οι επαναστάτες ισχυρίζονταν ότι έφτασε στράτευμα του Αντίπατρου απο τη Μακεδονία και ότι ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει. Κορόιδευαν μάλιστα όσους έλεγαν ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος οδηγεί τη στρατιά. Άλλος Αλέξανδρος είναι, έλεγαν, ο γιός του Αερόπου.
Ο Αλέξανδρος έφυγε την επόμενη μέρα απο τον Ογχηστό και πλησίασε τη Θήβα, κοντά στο τέμενος του Ιολάου. Στρατοπέδευσε εκεί και άφησε μια περίοδο χάρης στους Θηβαίους, μήπως μετανιώσουν για τις ενέργειες τους και του στείλουν πρεσβεία. Αυτοί όμως δεν είχαν διόλου τον συμβιβασμό στον νου τους. Οι ιππείς τους και μερικοί ψιλοί βγήκαν τρέχοντας απο την πόλη, ακροβολίστηκαν στους προμαχώνες και σκότωσαν κάποιους Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος έστειλε δικούς του ιππείς και τοξότες να ανακόψουν την έξοδο και τα κατάφεραν εύκολα, αν και οι Θηβαίοι πλησίαζαν ήδη στο στρατόπεδο.
Την επόμενη μέρα οδήγησε ολόκληρη τη στρατιά παράλληλα με τα τείχη, προς τις πύλες που οδηγούσαν στις Ελευθερές και την Αττική. Ούτε τότε προσπάθησε να χτυπήσει το τείχος, στρατοπέδευσε όμως κοντά στην Καδμεία, για να μπορεί να βοηθήσει την εκεί Μακεδονική φρουρά. Οι Θηβαίοι, εν τω μεταξύ, είχαν χτίσει διπλό χαράκωμα γύρω απο την Καδμεία και για να μη μπορεί κανείς απο έξω να βοηθήσει τους έγκλειστους Μακεδόνες και για να μη μπορεί η Μακεδονική φρουρά να βλάψει τους ίδιους, αν επιτίθονταν στον Αλέξανδρο. Αυτός πάλι, ελπίζοντας ακόμα να κερδίσει τη φιλία των Θηβαίων και να μην οξύνει τα πράγματα, παρέμεινε πάντοτε κοντά στην Καδμεία.
Απο την άλλη, όσοι Θηβαίοι γνώριζαν καλά τα πράγματα βιάζονταν να πάνε στον Αλέξανδρο και να του ζητήσουν να συγχωρέσει την αποστασία της πόλης. Οι εξόριστοι όμως και αυτοί που τους κάλεσαν, οι οποίοι μερικοί ήταν Βοιωτάρχες, μη ελπίζοντας στον οίκτο του Αλεξάνδρου, ξεσήκωναν τον κόσμο σε πόλεμο με κάθε τρόπο. Όμως ούτε τότε ο Αλέξανδρος αποφάσιζε την επίθεση στην πόλη.
Λέει όμως ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, ότι ο Περδίκκας που ήταν αξιωματικός υπηρεσίας στη φρουρά του στρατοπέδου με το τάγμα του και βρισκόταν κοντά στο χαράκωμα των εχθρών, χωρίς να περιμένει να δώσει ο Αλέξανδρος το σύνθημα της μάχης, χτύπησε πρώτος το χαράκωμα, το γκρέμισε και επιτέθηκε στην εμπροσθοφυλακή των Θηβαίων. Ο Αμύντας, ο γιος του Ανδρομένη, που βρισκόταν κοντά του, μόλις είδε ότι ο Περδίκκας είχε περάσει μέσα απο το χαράκωμα, τον ακολούθησε οδηγώντας και αυτός το τάγμα.
Έτσι ο Αλέξανδρος, για να μη μείνουν μόνοι και κινδυνέψουν απο τους Θηβαίους, κίνησε και το υπόλοιπο στράτευμα. Διέταξε τους τοξότες και τους Αγριάνες να περάσουν μέσα απο το χαράκωμα και κράτησε για την ώρα έξω το άγημα και τους υπασπιστές. Ο Περδίκκας τραυματίστηκε και έπεσε κάτω, καθώς προσπαθούσε να περάσει το δεύτερο χαράκωμα. Μεταφέρθηκε σε άσχημη κατάσταση στο στρατόπεδο και γλίτωσε με δυσκολία. Τα στρατεύματα που τον ακολουθούσαν όμως έκλεισαν τους Θηβαίους στην Κοίλη Οδό, που οδηγούσε στο Ηράκλειο, μαζί με τους τοξότες του Αλεξάνδρου. Όσο οι Θηβαίοι έφευγαν προς το Ηράκλειο οι Μακεδόνες τους κυνηγούσαν, όταν όμως γύρισαν προς τα πίσω κραυγάζοντας, τράπηκαν σε φυγή. Τότε σκοτώθηκε ο Κρητικός Ευρυβώτας, αρχηγός των τοξοτών, και γύρω στους εβδομήντα τοξότες. Οι άλλοι κατέφυγαν στο μακεδονικό άγημα και τους βασιλικούς υπασπιστές. Εκείνη τη στιγμή ο Αλέξανδρος, βλέποντας τους δικούς του να τρέπονται σε φυγή και τους Θηβαίους να σκορπίζουν καταδιώκοντας τους, τους επιτέθηκε με τη φάλαγγα συνταγμένη και τους έσπρωξε μέσα απο τις πύλες. Τόσο πανικοβλήθηκαν οι Θηβαίοι, που δεν πρόλαβαν να κλείσουν τις πύλες πίσω τους κι έτσι μπήκαν μαζί τους και οι πιο κοντινοί απο τους Μακεδόνες που τους καταδίωκαν. Εξάλλου πολλά σήμεία των τειχών ήταν έρημα, επειδή υπήρχαν πολλές προφυλακές. Μερικοί Μακεδόνες έφτασαν στην Καδμεία, προχώρησαν στο Αμφείο και μαζί με τη Μακεδονική φρουρά της ακρόπολης πέρασαν στην υπόλοιπη πόλη. Αυτοί που βρίσκονταν πάνω στα τείχη, που τα κρατούσαν ήδη όσοι μπήκαν στην πόλη μαζί με αυτούς που υποχωρούσαν, πέρασαν στην πόλη και έτρεχαν προς την αγορά. Οι ένοπλοι Θηβαίοι κράτησαν το Αμφείο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οι Μακεδόνες τους χτυπούσαν απο όλες τις μεριές. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος εμφανιζόταν πότε εδώ και πότε εκεί . Το ιππικό των Θηβαίων πέρασε μέσα απο την πόλη και ξεχύθηκε στην πεδιάδα, ενώ στο πεζικό όλοι προσπαθούσαν να σωθούν με κάθε τρόπο. Κι όχι τόσο οι Μακεδόνες, αλλά οι Πλαταείς, οι Φωκείς και οι άλλοι Βοιωτοί εξοργισμένοι κατέσφαζαν με αγριότητα τους Θηβαίους, ακόμη κι όταν είχαν πάψει να τους αντιστέκονται. Άλλους τους σκότωναν εισβάλλοντας στα σπίτια τους, άλλους ενώ προσπαθούσαν να αντισταθούν, άλλους ενώ είχαν καταφύγει ικέτες στα ιερά, δεν χαρίστηκαν ούτε στα γυναικόπαιδα.
Η βίαιη και παράλογη αποστασία των Θηβαίων, η σύντομη και χωρίς κόπο άλωση της πόλης τους, η σφαγή και μάλιστα απο ομοεθνείς (ομόφυλος) με τους οποίους είχαν παλιά έχθρα, ο ολοκληρωτικός εξανδραποδισμός μιας πόλης που είχε την μεγαλύτερη πολιτική και στρατιωτική ισχύ ανάμεσα στους Έλληνες, όλα αυτά αποδόθηκαν σε θεϊκή οργή. Πολλά δικαιολόγησαν με αυτό το επιχείρημα οι Θηβαίοι: την προδοσία τους στα Μηδικά (έτσι λέγονται οι Περσικοί πόλεμοι), την κατάληψη και τον ολοκληρωτικό εξανδραποδισμό (υποδούλωση) των Πλαταιών, με τις οποίες είχαν συνάψει συνθήκη, τη βάρβαρη σφαγή αυτών που παραδόθηκαν στους Σπαρτιάτες, την ερήμωση της ίδιας εκείνης πεδιάδας των Πλαταιών, όπου οι Έλληνες έδιωξαν απο τη χώρα τον περισκό κίνδυνο, το ότι ψήφισαν, τέλος, να υποδουλωθεί η Αθήνα, όταν οι Σπαρτιάτες ζήτησαν τη γνώμη των συμμάχων τους. Λένε ακόμα ότι πριν την καταστροφή οι θεοί έστειλαν πολλά προμηνύματα, που εκείνη τη στιγμή οι Θηβαίοι αγνόησαν. Μετά όμως τα ξανάφεραν στον νου τους σαν προάγγελους της συμφοράς.
Ο Αλέξανδρος ανέθεσε σε αυτούς που συμμετείχαν στην άλωση να διευθετήσουν την κατάσταση στη Θήβα. Αυτοί αποφάσισαν να κατασκάψουν την πόλη και να μοιραστούν την ύπαιθρο, εκτός απο τη γη που άνηκε στα ιερά. Αποφάσισαν επίσης να υποδουλώσουν όλους τους Θηβαίους, μαζί με τα γυναικόπαιδα, εκτός απο τους ιερείς, τις ιέρειες, τους παλιούς φίλους απο φιλοξενία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρους τους προξένους των Μακεδόνων. Λένε ότι ο Αλέξανδρος δεν πείραξε το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου και τους απογόνους του, απο σεβασμό στη μνήμη του. Οι σύμμαχοι αποφάσισαν επίσης να ξαναχτίσουν και να οχυρώσουν τον Ορχομενό και τις Πλαταιές.
Έτσι είχαν τα γεγονότα σύμφωνα με τον Αρριανό, ο οποίος είχε ως ιστορικές πηγές τις πιο αξιόπιστες, δηλαδή, αυτές του Πτολεμαίου, παιδικού φίλου και στρατηγού του Αλεξάνδρου και του Αριστόβουλου (δεν διασώζονται τα γραπτά τους σήμερα).
Το γιατί όλοι οι Έλληνες όμως ήταν θετικοί με την ισοπέδωση της Θήβας είναι ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με τα γεγονότα του Κορινθιακού πολέμου , κάποια προ γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου , και την μοίρα της Σπάρτης η οποία βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα στους Πέρσες λόγω προδοσίας. Ο Αλέξανδρος πριν φύγει για την Ανατολή, ήθελε να εξαφανίσει κάθε ιδέα περί προδοσίας απο ομόφυλους του, οι οποίοι θα προσπαθούσαν να ξανά μηδίσουν.
Αρχαίο πρωτότυπο κείμενο όπως πάντα απο κάτω.
Αρχαίο κείμενο❗️
Αλεξάνδρου Ανάβασις
Συγγραφέας: Αρριανός
Βιβλίο Πρώτο
[7] Ἐν τούτῳ δὲ τῶν φυγάδων τινὲς τῶν ἐκ Θηβῶν φευγόντων παρελθόντες νύκτωρ ἐς τὰς Θήβας, ἐπαγ<αγ>ομένων τινῶν αὐτοὺς ἐπὶ νεωτερισμῷ ἐκ τῆς πόλεως, Ἀμύνταν μὲν καὶ Τιμόλαον τῶν τὴν Καδμείαν ἐχόντων οὐδὲν ὑποτοπήσαντας πολέμιον ἔξω τῆς Καδμείας ἀπέκτειναν ξυλλαβόντες. ἐς δὲ τὴν ἐκκλησίαν παρελθόντες ἐπῆραν τοὺς Θηβαίους ἀποστῆναι ἀπὸ Ἀλεξάνδρου, ἐλευθερίαν τε προϊσχόμενοι, παλαιὰ καὶ καλὰ ὀνόματα, καὶ τῆς βαρύτητος τῶν Μακεδόνων ἤδη ποτὲ ἀπαλλαγῆναι. πιθανώτεροι δὲ ἐς τὸ πλῆθος ἐφαίνοντο τεθνηκέναι Ἀλέξανδρον ἰσχυριζόμενοι ἐν Ἰλλυριοῖς. καὶ γὰρ καὶ πολὺς ὁ λόγος οὗτος καὶ παρὰ πολλῶν ἐφοίτα, ὅτι τε χρόνον ἀπῆν οὐκ ὀλίγον καὶ ὅτι οὐδεμία ἀγγελία παρ’ αὐτοῦ ἀφῖκτο, ὥστε, ὅπερ φιλεῖ ἐν τοῖς τοιοῖσδε, οὐ γιγνώσκοντες τὰ ὄντα τὰ μάλιστα καθ’ ἡδονήν σφισιν εἴκαζον.
Πυθομένῳ δὲ Ἀλεξάνδρῳ τὰ τῶν Θηβαίων οὐδαμῶς ἐδόκει ἀμελητέα εἶναι, τήν τε τῶν Ἀθηναίων πόλιν δι’ ὑποψίας ἐκ πολλοῦ ἔχοντι καὶ τῶν Θηβαίων τὸ τόλμημα οὐ φαῦλον ποιουμένῳ, εἰ Λακεδαιμόνιοί τε πάλαι ἤδη ταῖς γνώμαις ἀφεστηκότες καί τινες καὶ ἄλλοι τῶν ἐν Πελοποννήσῳ καὶ Αἰτωλοὶ οὐ βέβαιοι ὄντες συνεπιλήψονται τοῦ νεωτερισμοῦ τοῖς Θηβαίοις. ἄγων δὴ παρὰ τὴν Ἐορδαίαν τε καὶ τὴν Ἐλιμιῶτιν καὶ παρὰ τὰ τῆς Στυμφαίας καὶ Παρ<α>υαίας ἄκρα ἑβδομαῖος ἀφικνεῖται ἐς Πέλινναν τῆς Θετταλίας. ἔνθεν δὲ ὁρμηθεὶς ἕκτῃ ἡμέρᾳ ἐσβάλλει ἐς τὴν Βοιωτίαν, ὥστε οὐ πρόσθεν οἱ Θηβαῖοι ἔμαθον εἴσω Πυλῶν παρεληλυθότα αὐτὸν πρὶν ἐν Ὀγχηστῷ γενέσθαι ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ. καὶ τότε δὲ οἱ πράξαντες τὴν ἀπόστασιν στράτευμα ἐκ Μακεδονίας Ἀντιπάτρου ἀφῖχθαι ἔφασκον, αὐτὸν δὲ Ἀλέξανδρον τεθνάναι ἰσχυρίζοντο, καὶ τοῖς ἀπαγγέλλουσιν ὅτι οὗτος αὐτὸς προσάγει Ἀλέξανδρος χαλεπῶς εἶχον. ἄλλον γάρ τινα ἥκειν Ἀλέξανδρον τὸν Ἀερόπου.
Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἐξ Ὀγχηστοῦ ἄρας τῇ ὑστεραίᾳ προσῆγε πρὸς τὴν πόλιν τῶν Θηβαίων κατὰ τὸ τοῦ Ἰολάου τέμενος. οὗ δὴ καὶ ἐστρατοπέδευσεν, ἐνδιδοὺς ἔτι τοῖς Θηβαίοις τριβήν, εἰ μεταγνόντες ἐπὶ τοῖς κακῶς ἐγνωσμένοις πρεσβεύσαιντο παρ’ αὐτόν. οἱ δὲ τοσούτου ἐδέησαν ἐνδόσιμόν τι παρασχεῖν ἐς ξύμβασιν, ὥστε ἐκθέοντες ἐκ τῆς πόλεως οἵ τε ἱππεῖς καὶ τῶν ψιλῶν οὐκ ὀλίγοι ἔστε ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἠκροβολίζοντο ἐς τὰς προφυλακάς, καί τινας καὶ ἀπέκτειναν οὐ πολλοὺς τῶν Μακεδόνων. καὶ Ἀλέξανδρος ἐκπέμπει τῶν ψιλῶν καὶ τοξοτῶν, ὥστε αὐτῶν ἀναστεῖλαι τὴν ἐκδρομήν. καὶ οὗτοι οὐ χαλεπῶς ἀνέστειλαν ἤδη τῷ στρατοπέδῳ αὐτῷ προσφερομένους. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀναλαβὼν τὴν στρατιὰν πᾶσαν καὶ περιελθὼν κατὰ τὰς πύλας τὰς φερούσας ἐπ’ Ἐλευθεράς τε καὶ τὴν Ἀττικήν, οὐδὲ τότε προσέμιξε τοῖς τείχεσιν αὐτοῖς, ἀλλ’ ἐστρατοπέδευσεν οὐ πολὺ ἀπέχων τῆς Καδμείας, ὥστε ἐγγὺς εἶναι ὠφέλειαν τῶν Μακεδόνων τοῖς τὴν Καδμείαν ἔχουσιν. οἱ γὰρ Θηβαῖοι τὴν Καδμείαν διπλῷ χάρακι ἐφρούρουν ἀποτειχίσαντες, ὡς μήτε ἔξωθέν τινα τοῖς ἐγκατειλημμένοις δύνασθαι ἐπωφελεῖν, μήτε αὐτοὺς ἐκθέοντας βλάπτειν τι σφᾶς, ὁπότε τοῖς ἔξω πολεμίοις προσφέροιντο. Ἀλέξανδρος δέ_ἔτι γὰρ τοῖς Θηβαίοις διὰ φιλίας ἐλθεῖν μᾶλλόν τι ἢ διὰ κινδύνου ἤθελε διέτριβε πρὸς τῇ Καδμείᾳ κατεστρατοπεδευκώς. ἔνθα δὴ τῶν Θηβαίων οἱ μὲν τὰ βέλτιστα ἐς τὸ κοινὸν γιγνώσκοντες ἐξελθεῖν ὥρμηντο παρ’ Ἀλέξανδρον καὶ εὑρέσθαι συγγνώμην τῷ πλήθει τῶν Θηβαίων τῆς ἀποστάσεως. οἱ φυγάδες δὲ καὶ ὅσοι τοὺς φυγάδας ἐπικεκλημένοι ἦσαν, οὐδενὸς φιλανθρώπου τυχεῖν ἂν παρ’ Ἀλεξάνδρου ἀξιοῦντες, ἄλλως τε καὶ βοιωταρχοῦντες ἔστιν οἳ αὐτῶν, παντάπασιν ἐνῆγον τὸ πλῆθος ἐς τὸν πόλεμον. Ἀλέξανδρος δὲ οὐδ’ ὣς τῇ πόλει προσέβαλλεν.
[8] Ἀλλὰ λέγει Πτολεμαῖος ὁ Λάγου, ὅτι Περδίκκας, προτεταγμένος τῆς φυλακῆς τοῦ στρατοπέδου σὺν τῇ αὑτοῦ τάξει καὶ τοῦ χάρακος τῶν πολεμίων οὐ πολὺ ἀφεστηκώς, οὐ προσμείνας παρ’ Ἀλεξάνδρου τὸ ἐς τὴν μάχην ξύνθημα αὐτὸς πρῶτος προσέμιξε τῷ χάρακι καὶ διασπάσας αὐτὸν ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν. τούτῳ δὲ ἑπόμενος Ἀμύντας ὁ Ἀνδρομένους, ὅτι καὶ ξυντεταγμένος τῷ Περδίκκᾳ ἦν, ἐπήγαγε καὶ αὐτὸς τὴν αὑτοῦ τάξιν, ὡς εἶδε τὸν Περδίκκαν προεληλυθότα εἴσω τοῦ χάρακος. ταῦτα δὲ ἰδὼν Ἀλέξανδρος, ὡς μὴ μόνοι ἀποληφθέντες πρὸς τῶν Θηβαίων κινδυνεύσειαν, ἐπῆγε τὴν ἄλλην στρατιάν. καὶ τοὺς μὲν τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ἐκδραμεῖν ἐσήμηνεν εἴσω τοῦ χάρακος, τὸ δὲ ἄγημά τε καὶ τοὺς ὑπασπιστὰς ἔτι ἔξω κατεῖχεν. ἔνθα δὴ Περδίκκας {μὲν} τοῦ δευτέρου χάρακος εἴσω παρελθεῖν βιαζόμενος αὐτὸς μὲν βληθεὶς πίπτει αὐτοῦ καὶ ἀποκομίζεται κακῶς ἔχων ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, καὶ χαλεπῶς διεσώθη ἀπὸ τοῦ τραύματος. τοὺς μέντοι Θηβαίους ἐς τὴν κοίλην ὁδὸν τὴν κατὰ τὸ Ἡράκλειον φέρουσαν οἱ ἅμα αὐτῷ εἰσπεσόντες ὁμοῦ τοῖς παρ’ Ἀλεξάνδρου τοξόταις συνέκλεισαν. καὶ ἔστε μὲν πρὸς τὸ Ἡράκλειον ἀναχωροῦσιν εἵποντο τοῖς Θηβαίοις, ἐντεῦθεν δὲ ἐπιστρεψάντων αὖθις σὺν βοῇ τῶν Θηβαίων φυγὴ τῶν Μακεδόνων γίγνεται. καὶ Εὐρυβώτας τε ὁ Κρὴς πίπτει ὁ τοξάρχης καὶ αὐτῶν τῶν τοξοτῶν ἐς ἑβδομήκοντα. οἱ δὲ λοιποὶ κατέφυγον πρὸς τὸ ἄγημα τὸ τῶν Μακεδόνων καὶ τοὺς ὑπασπιστὰς τοὺς βασιλικούς. κἀν τούτῳ Ἀλέξανδρος τοὺς μὲν αὑτοῦ φεύγοντας κατιδών, τοὺς Θηβαίους δὲ λελυκότας ἐν τῇ διώξει τὴν τάξιν, ἐμβάλλει ἐς αὐτοὺς συντεταγμένῃ τῇ φάλαγγι. οἱ δὲ ὠθοῦσι τοὺς Θηβαίους εἴσω τῶν πυλῶν. καὶ τοῖς Θηβαίοις ἐς τοσόνδε ἡ φυγὴ φοβερὰ ἐγίγνετο, ὥστε διὰ τῶν πυλῶν ὠθούμενοι ἐς τὴν πόλιν οὐκ ἔφθησαν συγκλεῖσαι τὰς πύλας. ἀλλὰ συνεσπίπτουσι γὰρ αὐτοῖς εἴσω τοῦ τείχους ὅσοι τῶν Μακεδόνων ἐγγὺς φευγόντων εἴχοντο, ἅτε καὶ τῶν τειχῶν διὰ τὰς προφυλακὰς τὰς πολλὰς ἐρήμων ὄντων. καὶ παρελθόντες ἐς τὴν Καδμείαν οἱ μὲν ἐκεῖθεν κατὰ τὸ Ἀμφεῖον σὺν τοῖς κατέχουσι τὴν Καδμείαν ἐξέβαινον ἐς τὴν ἄλλην πόλιν, οἱ δὲ κατὰ τὰ τείχη, ἐχόμενα ἤδη πρὸς τῶν συνεισπεσόντων τοῖς φεύγουσιν, ὑπερβάντες ἐς τὴν ἀγορὰν δρόμῳ ἐφέροντο. καὶ ὀλίγον μέν τινα χρόνον ἔμειναν οἱ τεταγμένοι τῶν Θηβαίων κατὰ τὸ Ἀμφεῖον. ὡς δὲ πανταχόθεν αὐτοῖς οἱ Μακεδόνες καὶ Ἀλέξανδρος ἄλλοτε ἄλλῃ ἐπιφαινόμενος προσέκειντο, οἱ μὲν ἱππεῖς τῶν Θηβαίων διεκπεσόντες διὰ τῆς πόλεως ἐς τὸ πεδίον ἐξέπιπτον, οἱ δὲ πεζοὶ ὡς ἑκάστοις προὐχώρει ἐσώζοντο. ἔνθα δὴ ὀργῇ οὐχ οὕτως τι οἱ Μακεδόνες, ἀλλὰ Φωκεῖς τε καὶ Πλαταιεῖς καὶ οἱ ἄλλοι δὲ Βοιωτοὶ οὐδὲ ἀμυνομένους τοὺς Θηβαίους ἔτι οὐδενὶ κόσμῳ ἔκτεινον, τοὺς μὲν ἐν ταῖς οἰκίαις ἐπεισπίπτοντες, οὓς δὲ ἐς ἀλκὴν τετραμμένους, τοὺς δὲ καὶ πρὸς ἱεροῖς ἱκετεύοντας, οὔτε γυναικῶν οὔτε παίδων φειδόμενοι.
[9] Καὶ πάθος τοῦτο Ἑλληνικὸν μεγέθει τε τῆς ἁλούσης πόλεως καὶ ὀξύτητι τοῦ ἔργου, οὐχ ἥκιστα δὲ τῷ παραλόγῳ ἔς τε τοὺς παθόντας καὶ τοὺς δράσαντας, οὐ μεῖόν τι τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἢ καὶ αὐτοὺς τοὺς μετασχόντας τοῦ ἔργου ἐξέπληξε. τὰ μὲν γὰρ περὶ Σικελίαν Ἀθηναίοις ξυνενεχθέντα, εἰ καὶ πλήθει τῶν ἀπολομένων οὐ μείονα τὴν ξυμφορὰν τῇ πόλει ἤνεγκεν, ἀλλὰ τῷ τε πόῤῥω ἀπὸ τῆς οἰκείας διαφθαρῆναι αὐτοῖς τὸν στρατόν, καὶ τὸν πολὺν ξυμμαχικὸν μᾶλλον ἢ οἰκεῖον ὄντα, καὶ τῷ τὴν πόλιν αὐτοῖς περιλειφθῆναι, ὡς καὶ ἐς ὕστερον ἐπὶ πολὺ τῷ πολέμῳ ἀντισχεῖν Λακεδαιμονίοις τε καὶ τοῖς ξυμμάχοις καὶ μεγάλῳ βασιλεῖ πολεμοῦντας, οὔτε αὐτοῖς τοῖς παθοῦσιν ἴσην τὴν αἴσθησιν τῆς ξυμφορᾶς προσέθηκεν, οὔτε τοῖς ἄλλοις Ἕλλησιν τὴν ἐπὶ τῷ πάθει ἔκπληξιν ὁμοίαν παρέσχε. καὶ τὸ ἐν Αἰγὸς ποταμοῖς αὖθις Ἀθηναίων πταῖσμα ναυτικόν τε ἦν καὶ ἡ πόλις οὐδὲν ἄλλο ὅτι μὴ τῶν μακρῶν τειχῶν καθαιρέσει καὶ νεῶν τῶν πολλῶν παραδόσει καὶ στερήσει τῆς ἀρχῆς ἐς ταπεινότητα ἀφικομένη τό τε σχῆμα τὸ πάτριον ὅμως ἐφύλαξε καὶ τὴν δύναμιν οὐ διὰ μακροῦ τὴν πάλαι ἀνέλαβεν, ὡς τά τε μακρὰ τείχη ἐκτειχίσαι καὶ τῆς θαλάσσης αὖθις ἐπικρατῆσαι καὶ τοὺς τότε φοβερούς σφισι Λακεδαιμονίους καὶ παρ’ ὀλίγον ἐλθόντας ἀφανίσαι τὴν πόλιν αὐτοὺς ἐν τῷ μέρει ἐκ τῶν ἐσχάτων κινδύνων διασώσασθαι. Λακεδαιμονίων τε αὖ τὸ κατὰ Λεῦκτρα καὶ Μαντίνειαν πταῖσμα τῷ παραλόγῳ μᾶλλόν τι τῆς ξυμφορᾶς ἢ τῷ πλήθει τῶν {τε} ἀπολομένων τοὺς Λακεδαιμονίους ἐξέπληξεν. ἥ τε ξὺν Ἐπαμεινώνδᾳ Βοιωτῶν καὶ Ἀρκάδων γενομένη προσβολὴ πρὸς τὴν Σπάρτην καὶ αὐτὴ τῷ ἀήθει τῆς ὄψεως μᾶλλον ἢ τῇ ἀκριβείᾳ τοῦ κινδύνου αὐτούς τε τοὺς Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς ξυμμετασχόντας αὐτοῖς τῶν τότε πραγμάτων ἐφόβησεν. ἡ δὲ δὴ Πλαταιῶν ἅλωσις τῆς πόλεως τῇ σμικρότητι …. τῶν ἐγκαταληφθέντων, ὅτι οἱ πολλοὶ αὐτῶν διαπεφεύγεσαν πάλαι ἐς τὰς Ἀθήνας, οὐ μέγα πάθημα ἐγένετο. καὶ ἡ Μήλου καὶ Σκιώνης ἅλωσις, νησιωτικά τε πολίσματα ἦν καὶ τοῖς δράσασιν αἰσχύνην μᾶλλόν τι προσέβαλεν ἢ ἐς τὸ ξύμπαν Ἑλληνικὸν μέγαν τὸν παράλογον παρέσχε. Θηβαίοις δὲ τὰ τῆς ἀποστάσεως ὀξέα καὶ ξὺν οὐδενὶ λογισμῷ γενόμενα, καὶ ἡ ἅλωσις δι’ ὀλίγου τε καὶ οὐ ξὺν πόνῳ τῶν ἑλόντων ξυνενεχθεῖσα, καὶ ὁ φόνος <ὁ> πολύς, οἷα δὴ ἐξ ὁμοφύλων τε καὶ παλαιὰς ἀπεχθείας ἐπεξιόντων, καὶ ὁ τῆς πόλεως παντελὴς ἀνδραποδισμός, δυνάμει τε καὶ δόξῃ ἐς τὰ πολέμια τῶν τότε προεχούσης ἐν τοῖς Ἕλλησιν, οὐκ ἔξω τοῦ εἰκότος ἐς μῆνιν τὴν ἀπὸ τοῦ θείου ἀνηνέχθη, ὡς τῆς τε ἐν τῷ Μηδικῷ πολέμῳ προδοσίας τῶν Ἑλλήνων διὰ μακροῦ ταύτην δίκην ἐκτίσαντας Θηβαίους, καὶ τῆς Πλαταιῶν ἔν τε ταῖς σπονδαῖς καταλήψεως καὶ τοῦ παντελοῦς ἀνδραποδισμοῦ τῆς πόλεως, καὶ τῆς τῶν παραδόντων σφᾶς Λακεδαιμονίοις οὐχ Ἑλληνικῆς γενομένης διὰ Θηβαίους σφαγῆς, καὶ τοῦ χωρίου τῆς ἐρημώσεως, ἐν ὅτῳ οἱ Ἕλληνες παραταξάμενοι Μήδοις ἀπώσαντο τῆς Ἑλλάδος τὸν κίνδυνον, καὶ ὅτι Ἀθηναίους αὐτοὶ τῇ ψήφῳ ἀπώλλυον, ὅτε ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ τῆς πόλεως γνώμη προὐτέθη ἐν τοῖς Λακεδαιμονίων ξυμμάχοις. ἐπεὶ καὶ πρὸ τῆς ξυμφορᾶς πολλὰ ἀπὸ τοῦ θείου ἐπισημῆναι ἐλέγετο, ἃ δὴ ἐν μὲν τῷ παραυτίκα ἠμελήθη, ὕστερον δὲ ἡ μνήμη αὐτὰ ἐς λογισμὸν τοῦ ἐκ πάλαι ἐπὶ τοῖς ξυνενεχθεῖσιν προσημανθῆναι ἀνήνεγκεν. Τοῖς δὲ μετασχοῦσι τοῦ ἔργου ξυμμάχοις, οἷς δὴ καὶ ἐπέτρεψεν Ἀλέξανδρος τὰ κατὰ τὰς Θήβας διαθεῖναι, τὴν μὲν Καδμείαν φρουρᾷ κατέχειν ἔδοξε, τὴν πόλιν δὲ κατασκάψαι ἐς ἔδαφος καὶ τὴν χώραν κατανεῖμαι τοῖς ξυμμάχοις, ὅση μὴ ἱερὰ αὐτῆς. παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας καὶ ὅσοι ὑπελείποντο Θηβαίων, πλὴν τῶν ἱερέων τε καὶ ἱερειῶν καὶ ὅσοι ξένοι Φιλίππου ἢ Ἀλεξάνδρου ἢ ὅσοι πρόξενοι Μακεδόνων ἐγένοντο, ἀνδραποδίσαι. καὶ τὴν Πινδάρου δὲ τοῦ ποιητοῦ οἰκίαν καὶ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Πινδάρου λέγουσιν ὅτι διεφύλαξεν Ἀλέξανδρος αἰδοῖ τῇ Πινδάρου. ἐπὶ τούτοις Ὀρχόμενόν τε καὶ Πλαταιὰς ἀναστῆσαί τε καὶ τειχίσαι οἱ ξύμμαχοι ἔγνωσαν.
Αρχαίο κείμενο❗️
Αλεξάνδρου Ανάβασις
Συγγραφέας: Αρριανός
Βιβλίο Πρώτο[7] Ἐν τούτῳ δὲ τῶν φυγάδων τινὲς τῶν ἐκ Θηβῶν φευγόντων παρελθόντες νύκτωρ ἐς τὰς Θήβας, ἐπαγ<αγ>ομένων τινῶν αὐτοὺς ἐπὶ νεωτερισμῷ ἐκ τῆς πόλεως, Ἀμύνταν μὲν καὶ Τιμόλαον τῶν τὴν…
— Όμηρος (@Pavloskanenas) November 20, 2023