Ο Λάζαρος Κ. Τσάμης ή Λάζος Κ. Τσάμης (Πισοδέρι Φλώρινας, 1878 – 22 Νοεμβρίου 1933) ήταν Έλληνας έμπορος βλάχικης καταγωγής, ο οποίος συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα ως πράκτορας Β’ και ομαδάρχης εθελοντής αργότερα στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα.
Φωτογραφία: By Ορέστης Τσάμης (TSAMIS ORESTIS) – Οικογενειακό αρχείο οικογένειας Τσάμη, GFDL, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=65326030
Γεννήθηκε το 1878 στο Πισοδέρι του καζά Φλώρινας. Η καταγωγή της οικογενείας του ήταν από την Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Γονείς του ο Κοσμάς και η Αναστασία (Σία) Γκέρκα, κόρη πλούσιου έμπορου του Μοναστηρίου (Μπίτολα). Η οικογένειά του εκμεταλλευόταν μεγάλες εκτάσεις αμπελιών και ήταν από τις πιο πλούσιες της περιοχής. Αδελφός του ήταν ο Παπα-Σταύρος Τσάμης, κληρικός που έδρασε στην κρίσιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή.
Το 1900, ο παππούς του Γεώργιος (Γάκης) Τσάμης μοίρασε τη μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία του στα παιδιά του, Δημήτριο (Μήτο), Κοσμά, Ναούμ και Στέργιο Τσάμη. Ο Λάζαρος ανέλαβε την εποπτεία του εμπορικού καταστήματος στο Πισοδέρι, ενός εκ των τριών εμπορικών καταστημάτων που πήρε από την διανομή της κληρονομιάς ο πατέρας του Κοσμάς. Κατά το χρονικό διάστημα 1900 με 1902, ο Λάζαρος Τσάμης εξελίχθηκε σε επιτυχημένο έμπορο και ανέπτυξε δίκτυο εμπορικών καταστημάτων στο Λευκώνα (Πόπλι) Πρεσπών, στη Βίγλιστα (Bilisht), στο Πουσκέτς (Pustec) της Μεγάλης Πρέσπας, στο Δρέβενο (Drenovo) της Κορυτσάς και στο Νακολέτσι (Νakolec) της Πελαγονίας. Ακόμη εκμίσθωσε εκτάσεις στις λίμνες των Πρεσπών από τις οθωμανικές αρχές.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1908, ο Λάζαρος νυμφεύθηκε στο Πισοδέρι την Αλεξάνδρα Πέρτση. Από τον γάμο αυτόν γεννήθηκαν έξι παιδιά, οι Βασίλειος, Παύλος, Στέργιος, Όλγα, Αντιγόνη και Ξανθίππη Τσάμη.
Μακεδονικός Αγώνας – Τα πρώτα χρόνια και η συντεταγμένη δράση
Όταν ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, έπειτα από επείγουσα αναφορά που υπέβαλε στην Ελληνική Κυβέρνηση μέσω του Έλληνα Πρόξενου του Μοναστηρίου Σταματίου Κιουζέ Πεζά, διαπίστωσε την αδιαφορία των Ελληνικών Αρχών για τον ελληνισμό της Δυτικής Μακεδονίας, πικραμένος από αυτήν την εξέλιξη, αποφάσισε να δράσει μόνος του. Έτσι με το ψευδώνυμο Κώστας Γεώργιος άρχισε μυστική αλληλογραφία με όλους τους επιφανείς Έλληνες της περιοχής με σκοπό την σύσταση ένοπλων επιτροπών προστασίας των ελληνικών χωριών του καζά της Καστοριάς, αλλά και την οργάνωση ενός καλά συντονισμένου δικτύου πληροφοριών.
Η συμμετοχή του στην ΕΜΕΟ και η πρώτη δολοφονική απόπειρα
Μία από τις πρώτες επιτροπές προστασίας των χωριών, ήταν αυτή του Πισοδερίου, της οποίας ένα από τα ιδρυτικά μέλη ήταν ο Λάζαρος Τσάμης. Οι επαφές του με πλούσιους μουσουλμάνους Αλβανούς εμπόρους αλλά και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους της περιοχής των Κορεστίων, των Πρεσπών και της Κορυτσάς, τον κατέστησαν γρήγορα πολύτιμο, έμπιστο και ένθερμο συνεργάτη του Γερμανού Καραβαγγέλη αλλά και του Ελληνικού Προξενείου του Μοναστηρίου. Ο Λάζαρος, μαζί με τον αδελφό του Παπασταύρο, οργάνωσε ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριών στην περιοχή των Πρεσπών που βασιζόταν στις προσωπικές και επιχειρηματικές επαφές του.
Στο χωριό Άγιος Γερμανός Πρεσπών, μέλη του δικτύου του ήταν οι Ευάγγελος Δημουλής, Μουντούσης, Παρασκευαΐδης, Παπαναούμ, στο χωριό Λαιμός Πρεσπών ο Τράικος Βασιλόπουλος, στο χωριό Πλατύ οι οικογένειες Μιχαηλίδη και Καρύδα, στο χωρίο Καλλιθέα Πρεσπών, ο Πετρίδης, στο χωριό Πυξός η οικογένεια Παπαδοπούλου, στο χωριό Ψαράδες Πρεσπών ο Παπαστέφανος, στο χωριό Καρυές Πρεσπών η οικογένεια Αναστασίου, και στο χωριό Ανταρτικό ο Τράϊκος Λαντζάκης. Με προτροπή του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη και με την σύμφωνη γνώμη του Έλληνα Προξένου Μοναστηρίου Σταματίου Κιουζέ Πεζά, εντάχθηκε στην βουλγαρόφιλη Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) μαζί με τον αδελφό του παπά Σταύρο και άλλα μέλη της επιτροπής του Πισοδερίου, με μοναδικό σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις και τη δράση του Βουλγάρικου Κομιτάτου (σσ. ΕΜΕΟ).
Μέσω της συμμετοχής του στην ΕΜΕΟ και των πληροφοριών που συνέλεξε ειδοποίησε τον Μητροπολίτη Καραβαγγέλη ότι απεσταλμένος του Βουλγαρικού Κομιτάτου θα επιχειρούσε, διασχίζοντας τα ελληνοτουρκικά σύνορα που έφταναν τα όρια της Θεσσαλίας, να μεταβεί στην Αθήνα για να προμηθευθεί όπλα για τον εξοπλισμό των βουλγαρικών αντάρτικων σωμάτων, εν όψει επικείμενης επαναστατικής κινήσεως που προετοιμάζονταν στη Μακεδονία και την Θράκη. Σε επόμενη ενημέρωση, ο Λάζος πληροφόρησε τον Μητροπολίτη Καστοριάς ότι απεσταλμένος της ΕΜΕΟ θα ήταν ο ικανός και φανατικός βοεβόδας Βασίλ Τσακαλάρωφ, άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας από το χωριό Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας (Σμαρδέσι) της Φλώρινας.
Ο Τσακαλάρωφ παρά τις πληροφορίες που είχαν στην διάθεση τους οι ελληνικές αρχές, κατόρθωσε να περάσει την ελληνοτουρκική μεθόριο και να φτάσει στην Αθήνα, όπου επισκέφτηκε το εργοστάσιο κατασκευής όπλων «Αφοί Μαλτσινιώτη» προσποιούμενος ότι είναι Αρβανίτης από τα Γιάννενα και δήλωσε ψευδώς, ότι ήθελε να αγοράσει όπλα για τον εξοπλισμό Αλβανών επαναστατών κατά της οθωμανικής κυριαρχίας. Συμφώνησε στην τιμή των 17 δραχμών ανά τουφέκι, κατέβαλε ποσό 220 εικοσόφραγκων και σύντομα άρχισαν οι αποστολές των όπλων, μέσω του ελληνικού τελωνείου Τυρνάβου, του οποίου ο Έλληνας τελώνης εξαπατήθηκε (νόμιζε ότι τα τουφέκια προοριζόταν για τους Αλβανούς επαναστάτες) και δωροδοκήθηκε για να αποσιωπήσει την λαθραία εξαγωγή προς την Μακεδονία χιλιάδων τυφεκίων.
Ο Λάζαρος πληροφορήθηκε την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης εξοπλισμού των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων και ενημέρωσε αμέσως τον Γερμανό Καραβαγγέλη για την λαθραία εισαγωγή των όπλων και την αδράνεια των ελληνικών μηχανισμών. Ο Μητροπολίτης έστειλε τότε δύο μέλη της οργάνωσής του στην Αθήνα, τους Γεώργιο Γκιάμο και παπά Ηλία Παπαδημητρίου από τη Χάλαρα (Ποδοβίστα) Καστοριάς, με αποστολή να εντοπίσουν τον Βασίλ Τσακαλάρωφ και να τον υποδείξουν στις ελληνικές αστυνομικές αρχές. Από την ατυχή αστυνομική επιχείρηση ο Τσακαλάρωφ κατόρθωσε να διαφύγει αφού αναγνώρισε τα δύο άτομα που τον είχαν καταδώσει στην Ελληνική Χωροφυλακή.
Τον Μάιο του 1902, ο Τσακαλάρωφ εισήλθε στο χωριό Χάλαρα, τους συνέλαβε και κατόπιν βασανιστηρίων τους απέσπασε τα ονόματα των Ελλήνων συνεργατών του Καραβαγγέλη που είχαν παρεισφρήσει στην βουλγαρική οργάνωση ΕΜΕΟ και τους δολοφόνησε. Μετά από αυτές τις αποκαλύψεις, άρχισαν οι δολοφονίες των αποκαλυφθέντων συνεργατών από τον κατάλογο που συνέταξε ο Τσακαλάρωφ. Μετά την εκτέλεση των πέντε πρώτων που ήταν σημειωμένοι στον κατάλογο, έγινε η πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Λάζαρου Τσάμη, που όμως διέφυγε αφού ήταν ενημερωμένος για τις πρώτες δολοφονίες και ήταν προετοιμασμένος. Στις 19 Αυγούστου 1902 κοντά στο χωριό Τρίγωνο (Όστιμα) γίνεται αποφασιστική μάχη διαρκείας οκτώ ωρών μεταξύ των σωμάτων του καπετάν Κώττα και του Τσακαλάρωφ. Στη μάχη παίρνουν μέρος και οι αδελφοί Τσάμη και άλλοι Πισοδερίτες, και εξαναγκάζεται ο Τσακαλάρωφ να αποσυρθεί από την περιοχή. Ο Λάζαρος μετά την μάχη, πήγε στο Μοναστήρι και ζήτησε οδηγίες από το Eλληνικό Προξενείο. Εκεί συνάντησε τον Yποπρόξενο Ίωνα Δραγούμη που τον προέτρεψε να μεταβεί στην Αθήνα.
Πράγματι τον Νοέμβριο του 1902, ο Λάζαρος μετέβη μαζί τον αδελφό του Παπασταύρο στην Αθήνα, όπου στο σπίτι της οικογενείας Δραγούμη, συνάντησε τον μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, τον ανθυπολοχαγό Παύλο Μελά, τον παιδαγωγό Ιωάννη Δέλλιο, τον παιδαγωγό Αναστάσιο Πηχεών καθώς και τον εκδότη της εφημερίδας Εμπρός Δημήτριο Καλαποθάκη.
Εκεί ο Υποπρόξενος του Μοναστηρίου Δραγούμης, ενημέρωσε τους αδελφούς Τσάμη για την ίδρυση του σωματείου Εθνική Άμυνα που είχε, σύμφωνα με το καταστατικό του, σκοπό του «την άμυνα των ελληνικών κοινοτήτων εναντίον οιουδήποτε εχθρού» και έγιναν μέλη της οργάνωσης. Ο Λάζαρος στην συνάντηση ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους, ότι τον περασμένο Αύγουστο του 1902, είχε φτάσει στην περιοχή των Κορεστίων, των χωριών στους πρόποδες του Βιτσίου, ο συνταγματάρχης του Βουλγαρικού Στρατού Αναστάς Γιάγκωφ που είχε ως αποστολή την προετοιμασία της εξέγερσης της οργάνωσης ΕΜΕΟ.
Η Εξέγερση του Ίλιντεν και τα πρώτα σώματα Μακεδονομάχων
Την άνοιξη του 1903, ο Λάζαρος με την ιδιότητα του εμπόρου, έπειτα από εντολή του Γερμανού Καραβαγγέλη, διασφάλισε με επιτυχία την ομαλή είσοδο στην οθωμανική επικράτεια των πρώτων Μακεδονομάχων Κρητών. Τον Ιούλιο του 1903, ξέσπασε η Εξέγερση του Ίλιντεν, για την οποία είχε ενημερώσει τις ελληνικές προξενικές αρχές ο Λάζαρος Τσάμης. Μαζί με τον αδελφό του και τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής επιτροπής άμυνας του Πισοδερίου, απέτρεψε την συμμετοχή κατοίκων του οικισμού και προστάτεψε με αυτόν τον τρόπο τον οικισμό από τις πράξεις αντεκδίκησης του Οθωμανικού Στρατού, έπειτα από την καταστολή της επανάστασης. Το ίδιο δεν ίσχυσε για άλλα χωριά και πόλεις της περιοχής, όπως το Κρούσοβο της Πελαγονίας. Η μη συμμετοχή των κατοίκων του οικισμού στην επανάσταση, προκάλεσε την μήνη του αρχηγού του βουλγαρικού κομιτάτου Μπόρις Σαράφωφ, που διέταξε την εκτέλεση πέντε Πισοδεριτών και τον εμπρησμό του εμπορικού καταστήματος του Λάζαρου Τσάμη στο χωριό Λευκώνας των Πρεσπών.
Τον Μάρτιο του 1904, ο Έλληνας Πρόξενος Μοναστηρίου Δημήτρης Καλλέργης ζήτησε από τον Λάζαρο να κάνει αναγνώριση της περιοχής γύρω από την Μονή Αγίου Νικολάου Τσιριλόβου και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής η διέλευση του σώματος του Παύλου Μελά. Ο Λάζος ολοκλήρωσε την αποστολή και βεβαίωσε το Προξενείο του Μοναστηρίου ότι η περιοχή ήταν ασφαλής, δεν υπήρχε διαρροή πληροφοριών, ούτε υπήρχαν στην περιοχή επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού που μπορεί να έθεταν σε κίνδυνο την αποστολή.
Λίγες ημέρες αργότερα, οι Έλληνες αξιωματικοί Αλέξανδρος Κοντούλης, Αναστάσιος Παπούλας, Γεώργιος Κολοκοτρώνης, Παύλος Μελάς, συνοδευόμενοι από τους Ευθύμιο Καούδη, Απόστολο Τράγα, Γεώργιο (Γιώργη) Δικώνυμο-Μακρή, Γεώργιο Περράκη, Λάκη Πύρζα, τον καπετάν Κώττα, Παύλο Κύρου, Σίμο Ιωαννίδη, Ηλία Γκαδούτση και δύο Σιατιστινούς, πέρασαν με ασφάλεια τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην περιοχή των Κριτσοτάδων του σημερινού νομού Τρικάλων.
Η φυγάδευση της ελληνικής αποστολής και η φυλάκισή του
Στις 16 Μαρτίου 1904, ο Λάζαρος μετά την έλευση των Ελλήνων αξιωματικών στην περιοχή των Κορεστίων, συνόδευσε τους Αλέξανδρο Κοντούλη και Παύλο Μελά στην περιοδεία τους στα χωριά της περιοχής. Όταν πληροφορήθηκε η Οθωμανική Κυβέρνηση, ότι ο Έλληνας αξιωματικός Παύλος Μελάς βρίσκονταν παράτυπα εντός της οθωμανικής επικρατείας, διαμαρτυρήθηκε έντονα προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Η ελληνική πλευρά φυσικά αρνήθηκε το γεγονός. Οι Οθωμανικές Αρχές αναζήτησαν τον Έλληνα αξιωματικό στην περιοχή, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η εσπευσμένη ανάκλησή του στην Ελλάδα.
Ο Λάζαρος Τσάμης ανέλαβε έπειτα από εντολή του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου, την ασφαλή έξοδο του Παύλου Μελά από την περιοχή των Κορεστίων. Την Μεγάλη Τετάρτη του 1904, ομάδα αποτελούμενη από τον Λάζαρο Τσάμη, τον Ανδρέα Γκώγκο ή Γώγο και τον Ναούμ Παπαστεργίου πέρασε τον Παύλο Μελά από τα τούρκικα φυλάκια ελέγχου, ως δήθεν άρρωστο ζωέμπορο, και τον παρέδωσε στον υπάλληλο του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου Βασίλη Αγοραστό, ο οποίος έπειτα τον βοήθησε να μεταμφιεστεί και να μεταβεί σιδηροδρομικώς στην Θεσσαλονίκη και από εκεί ατμοπλοϊκά στον Πειραιά.
Τον Απρίλιο του 1904, το Ελληνικό Προξενείο ζήτησε από τον Λάζαρο να οργανώσει και να επιμεληθεί την ασφαλή επιστροφή στην Ελλάδα των υπολοίπων μελών της αποστολής, φροντίζοντας για την μεταφορά τους από το χωριό Αντάρτικο (Ζέλοβο) μέχρι το Λέχοβο της Φλώρινας.
Ο Λάζαρος Τσάμης πληροφορηθείς ότι οι Οθωμανικές Αρχές τον υποψιάζονταν για συμμετοχή του στην επιχείρηση φυγάδευσης της ελληνικής αποστολής από την περιοχή των Κορεστίων, και με σκοπό να παραπλανήσει και να αποπροσανατολίσει τις Οθωμανικές Αρχές, προσφέρθηκε να οδηγήσει τούρκικο στρατιωτικό τμήμα πενήντα ανδρών στο χωριό Τρίγωνο Φλώρινας (Όστιμα), όπου ήταν η συμμορία του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου. Κατά την επακολουθήσασα συμπλοκή με τον τουρκικό στρατό, ο Μήτρο Βλάχος κατόρθωσε να διαφύγει αλλά πληροφορήθηκε ποιος οδήγησε το τουρκικό απόσπασμα και ορκίσθηκε εκδίκηση.
Η αποστολή φυγάδευσης της ελληνικής αποστολής, μετά τα γεγονότα της πολεμικής σύγκρουσης στο χωριό Τρίγωνο (Όστιμα), ήταν επιτυχής αλλά εξόργισε τις Οθωμανικές Αρχές όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες αξιωματικοί κατάφεραν να τους ξεφύγουν. Διενήργησαν εκτεταμένες έρευνες και ανακρίσεις, που βάσει των πληροφοριών που φρόντισε να διαρρεύσει ο Μήτρο Βλάχος, οδήγησαν στην σύλληψη του Λάζαρου και στην καταδίκη του σε εξάμηνη φυλάκιση στις φυλακές του Μοναστηρίου.
Στις φυλακές Μοναστηρίου, συνάντησε τον Καπετάν Κώττα , που είχε συλληφθεί από τις τουρκικές αρχές, με τον οποίο μοιράζονταν το ίδιο κελί. Ο καπετάν Κώττας, πριν απαγχονιστεί, δώρισε στον Λάζαρο μια ξύλινη κορνίζα που ο ίδιος ο οπλαρχηγός είχε σκαλίσει στις φυλακές. Η φιλία του με τους Αλβανούς αγάδες της περιοχής της Κορυτσάς και κυρίως η βαθιά και ειλικρινή φιλία του με τον φιλέλληνα Ιζέτ Πασά (Izet pasha) της Φλώρινας, είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη αποφυλάκισή του.
Η υπόθεση του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής και η επικήρυξή του
Αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, πληροφορήθηκε την ίδρυση του Μακεδονικού Κομιτάτου από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη Λάμπρο Κορομηλά και προσχώρησε αμέσως σε αυτό και του ανετέθησαν διάφορες αποστολές συλλογής πληροφοριών στην περιοχή των Πρεσπών και των Κορεστίων. Την ίδια εποχή ο Λάζαρος και ο αδελφός του ιερέας Σταύρος Τσάμης, δέχθηκαν αίτημα του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη να τον συνδράμουν ώστε να αποκαλυφθεί η φιλοβουλγαρική δράση μελών του «Βρετανικού Ταμείου Αρωγής προς τον Μακεδονικό Λαό», με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Χένρι Νόελ Μπρέηλσφορντ (Henry Noel Brailsford), της συζύγου του, της Λαίδης Τόμσον (Lady Τhomson), της κυρίας Έντιθ Ντούρχαμ (Miss Edith Durham) και άλλων, αποστολή που είχε την υποστήριξη του Γενικού Προξένου της Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη.
Το Βρετανικό Ταμείο Αρωγής, είχε ζητήσει από τον τοποτηρητή καϊμακάμη της Καστοριάς την άδεια για να εγκαταστήσει και λειτουργήσει υπαίθριο νοσοκομείο, ώστε σύμφωνα με το σωματείο, να αντιμετωπιστεί μια μολυσματική αρρώστια, η οποία ως προς τα συμπτώματά της, έμοιαζε να είναι τυφοειδής. Ο καϊμακάμης ζήτησε την άδεια από τον Χουσείν Χιλμί Πασά (Hüseyin Hilmi Pasha) Γενικό Επιθεωρητή του βιλαετίου Μοναστηρίου, που δόθηκε όταν ο επικεφαλής του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής, δημοσιογράφος Χένρι Νόελ Μπρέηλσφορντ, προειδοποίησε τις Οθωμανικές Αρχές για μια αναπόφευκτη επιδημία που θα σάρωνε ολόκληρη την επαρχία και ζήτησε τηλεγραφικά από τον Χιλμί πασά, την δημιουργία στρατιωτικής ζώνης αποκλεισμού γύρω από τα μολυσμένα χωριά και το νοσοκομείο του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής, που είχε ήδη αρχίσει να λειτουργεί.
Η κίνηση του Μητροπολίτη Καστοριάς να στείλει τους αδελφούς Τσάμη, προήλθε έπειτα από πληροφορίες που ήθελαν το νοσοκομείο του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής να νοσηλεύει τραυματίες αντάρτες βουλγαρικών ένοπλων ομάδων, αντί των αμάχων ασθενών, εκμεταλλευόμενοι την ύπαρξη της στρατιωτικής ζώνης, εντός της οποίας, απαγορευόταν η είσοδος τούρκικου πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού. Ο Λάζαρος ζήτησε την βοήθεια του προσωπικού του φίλου και διοικητή του τουρκικού αποσπάσματος της στρατοχωροφυλακής (γαλλικά: gendarmerie)] Χουσείν Ιμπραήμ (Hussein Ibrahim), ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα, αφαίρεσε από την ταχυδρομική άμαξα, επιστολή της Λαίδης Τόμσον προς τον Άγγλο Πρόξενο Μοναστηρίου, στην οποία αποκαλυπτόταν η αλήθεια. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, εκμεταλλεύθηκε αυτή την πληροφορία, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές επί του σχεδίου και ο Οθωμανός διοικητής διόρισε τον συνταγματάρχη και ιατρό Φουάντ Μπέι (Fuad Bey, ως τον μοναδικό αρμόδιο και υπεύθυνο για την επίβλεψη της διασποράς της νόσου, και με την βοήθεια ενός Έλληνα ιατρού, εγκατέστησε οθωμανικό νοσοκομείο στην περιοχή.
Η επίβλεψη και ο έλεγχος, από εκείνη την στιγμή, των δραστηριοτήτων του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής περιόρισε την περίθαλψη των ανταρτών της ΕΜΕΟ, κατάσταση που αναφέρεται και στα απομνημονεύματα του επικεφαλής της αποστολής και δημοσιογράφου Χένρι Νόελ Μπρέηλφορντ. Η ανοιγμένη επιστολή της λαίδης Τόμσον έγινε αντιληπτή από κάποιον στο γραφείο του Καραβαγγέλη και πληροφορήθηκαν σχετικά τα μέλη του Βρετανικού Ταμείου Αρωγής Ακολούθησε η επικήρυξη του Λάζαρου Τσάμη από το Βουλγαρικό Κομιτάτο έναντι του ποσού των χιλίων οθωμανικών λιρών, που αποδείκνυε την σοβαρότητα του πλήγματος σχετικά με την αποκάλυψη του σκοπού της λειτουργίας του υπαίθριου νοσοκομείου για την νοσηλεία Βουλγάρων ανταρτών υπό την σημαία της Κοινοπολιτείας.
Η ένοπλη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα
Η επικύρηξή του, δεν τον απέτρεψε από την δράση του, και μάλιστα από την ένοπλη δράση. Τον Αύγουστο του 1904, φιλοξένησε στο σπίτι του στο Πισοδέρι ολόκληρη την ανταρτική ομάδα του κρητικού οπλαρχηγού Ευθύμιου Καούδη. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1914 το σώμα του Καούδη έδωσε μάχη με πολλαπλάσιους Βούλγαρους αντάρτες στο χωριό Τρίγωνο (Όστιμα). Στη μάχη, τους Έλληνες αντάρτες, βοήθησαν και εθελοντές μαχητές από το Πισοδέρι, μεταξύ των οποίων και ο Λάζαρος, που από τύχη διέφυγε τον θάνατο, όταν μια σφαίρα σφηνώθηκε στη μεταλλική του ταμπακοθήκη. Η μάχη έληξε με νίκη των Ελλήνων και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του βοεβόδα Στόγιαν Γιάγκουλα.
Τον ίδιο μήνα, τον Σεπτέμβριο του 1904, το σώμα του Ευθύμιου Καούδη, ενεπλάκη σε μάχη με την ενωμένη δύναμη του Μήτρο Βλάχου και του Αθανάς Καρσάκωφ στο Ανταρτικό. Στη μάχη ενεπλάκησαν και Πισοδερίτες, μεταξύ των οποίων και ο Λάζαρος, με αποτέλεσμα τον θάνατο εννέα ανταρτών της ΕΜΕΟ και την αποχώρηση των υπολοίπων. Αργότερα για την συμμετοχή του στη Μάχη του Ζέλοβου, ο Κρητικός οπλαρχηγός Παύλος Γύπαρης του αφιέρωσε την μαντινάδα:
Κι ο αδελφός του ήτανε, ο Λάζος, παλληκάρι,
Κι΄ οι δυο αποτελούσανε το πιο ανδρικό ζευγάρι,
Τους είδα εγώ να πολεμούν στο Ζέλοβο μια μέρα
και συνεχάρην τσ΄ αδελφούς, τον έσφιξα την χέρα.
Τώρα, τραγούδι εις αυτούς μόνο μπορώ να γράψω,
Και έμαθα να τραγουδώ όλους τους ανδρειωμένους,
προ πάντων κείνους που έχουνε με σφαίρες σκοτωμένους.
Από τους Έλληνες οπλαρχηγούς τραυματίσθηκαν δύο, ο Ιωάννης Σεϊμένης και ο Εμμανουήλ Σκουντρής. Ο τελευταίος, μαζί με άλλους τρεις ελαφρά τραυματίες Έλληνες αντάρτες, μεταφέρθηκαν από τον Λάζαρο και τον Παπασταύρο στο σπίτι τους στο Πισοδέρι και νοσηλεύθηκαν πολλούς μήνες με θεράποντα ιατρό, τον Στέργιο Μάτσαλη που έστειλε το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου. Στο Πισοδέρι την εποχή εκείνη υπηρετούσε, ως διοικητής του τούρκικου λόχου, ο Εμίν εφέντης (Emin efendi), Τουρκοκρητικός στην καταγωγή, φίλος του Λάζαρου και φιλέλληνας. Όταν ήλθε στο Πισοδέρι ο Έλληνας Πρόξενος του Μοναστηρίου Κωνσταντίνος Δημαράς, πήγε κρυφά στο σπίτι του Λάζαρου και του Παπασταύρου ο Εμίν (Emin) εφέντης για να χαιρετήσει τον Έλληνα Πρόξενο, που θα διανυκτέρευε εκεί. Κατά την αναχώρησή του από το σπίτι των αδελφών Τσάμη, ο παπά Σταύρος τον έμπασε σε ένα δωμάτιο όπου ήταν οι τέσσερις Κρήτες αντάρτες. Ο Εμίν εφέντης έμεινε μαζί τους ολόκληρο το βράδυ τραγουδώντας μαντινάδες. Παρόλα αυτά, κάποιοι φρόντισαν για την μετάθεση του Εμίν εφέντη και αμέσως μετά τουρκικά αποσπάσματα έλεγξαν την κατοικία Τσάμη τρεις φορές έπειτα από ανώνυμες καταγγελίες. Ο Λάζαρος προσπάθησε και πέτυχε να αποκαταστήσει επαφή με τον νέο διοικητή της τουρκικής φρουράς Πισοδερίου, τον Εκρέμ εφέντη (Ekrem efendi). Το αποτέλεσμα της «προσέγγισης» ήταν να αφήνει ο καπετάν Δημήτριος Νταλίπης, τέσσερις χρυσές τουρκικές λίρες κάθε πρώτη του μηνός στην κουφάλα μιας γέρικης οξιάς στη Μονή της Αγίας Τριάδας, για να τον δωροδοκίσει.
Την συνάντηση του Λάζαρου με τον Παύλο Μελά, αυτή τη φορά στη Μακεδονία, περιέγραψε ο Παύλος Μελάς στην σύζυγό του Ναταλία Μελά σε επιστολή του`.. Νάτα μου ήλθαν οι προεστοί από το Πισοδέρι, συγκινημένοι μας φιλούν. Πόσον ενθουσιασμόν κρύβουν εις τα στήθη των αυτοί οι πατριώται…. Αναφέρεται ότι ο Παύλος Μελάς είχε αποστείλει ευχαριστήριες επιστολές με τις φωτογραφίες της οικογένειάς του προς τους αδελφούς Τσάμη, ενώ οι τελευταίοι έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του.
Στις 19 Οκτωβρίου 1904, αμέσως μετά την είδηση του θανάτου του Παύλου Μελά, αναχώρησε εσπευσμένα για το χωριό Ανταρτικό (Ζέλοβο), όπου συνάντησε τους επιζώντες της ομάδας του Παύλου Μελά και παρέλαβε από τον Λάκη Πύρζα όλα τα εμπιστευτικά έγγραφα που έφερε μαζί του ο Παύλος Μελάς, που θα μπορούσαν να εκθέσουν την Ελληνική Κυβέρνηση, και τα μετέφερε στο Μοναστήρι, όπου τα παρέδωσε στο Ελληνικό Προξενείο. Ο αδελφός του ιερέας Σταύρος Τσάμης, ενταφίασε κρυφά την κεφαλή του Παύλου Μελά στο ιερό βήμα του ναού της Αγίας Παρασκευής Πισοδερίου. Λίγες ημέρες αργότερα ο Παπασταύρος εξομολογείται στον αδελφό του Λάζαρο την δεύτερη ταφή της κεφαλής του Παύλου Μελά, αυτή τη φορά κάτω από το Ιερό Βήμα της εκκλησίας του Αγίου Χαράλαμπου. Το μυστικό της δεύτερης ταφής γνώριζαν μόνον τρία άτομα.
Στις 30 Νοεμβρίου 1904, ο Λάζαρος συμμετείχε μαζί με 25 Πισοδερίτες εθελοντές, σε άλλη νικηφόρα μάχη στο Ανταρτικό που έδωσαν οι καπετάνιοι Γεώργιος Κατεχάκης, Ευθύμιος Καούδης και Παύλος Γύπαρης , με πολυάριθμο Βουλγαρικό σώμα υπό την αρχηγία των Μήτρο Βλάχο και Αθάνας Καρσάκωφ. Κατά την διάρκεια της μάχης, κατέφτασε τουρκικό απόσπασμα και τραυματίσθηκε ο οπλαρχηγός Παύλος Γύπαρης. Το ένοπλο σώμα του Γύπαρη, καταδιωκόμενο από το τουρκικό απόσπασμα κατέφυγε στο πυκνό δάσος γύρω από την Μονή Αγίας Τριάδας Πισοδερίου, όπου το συνάντησαν ο Λάζαρος και ο αδελφός του παπά Σταύρος και οργάνωσαν την διαφυγή του. Ο οπλαρχηγός Παύλος Γύπαρης περιέγραψε σε μαντινάδα του το επεισόδιο ως εξής:
Εφονευθήκανε τρεις και πέντε ελαβώθηκαν,
Εκεί ήλθανε κι΄ οι Τζάμηδες, από το Πισοδέρι,
Του παπα-Σταύρου αδελφός, ο Λάζος, το ξεφτέρι.
Εκεί μας φέραν οι χωρικοί δυο ζώα και μας βάλαν,
Στο Βίτσι επεράσαμεν, ομολογώ, καβάλα.
Η συνάντηση του Πισοδερίου και η δεύτερη δολοφονική απόπειρα
Την άνοιξη του 1905, κατόπιν εντολής του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου, συνάντησε τον αρχηγό των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων του βιλαετίου Μοναστηρίου Τσόντο Βάρδα στη Κόντσικο της Ανασελίτσης. Κατά την συνάντηση αυτή ο Τσόντος Βάρδας παρέδωσε στον Λάζαρο, προς μεταφορά και διανομή, τους μισθούς όλων των ελληνικών ανταρτικών ομάδων που δρούσαν στην περιοχή των Κορεστίων και των Πρεσπών, καθώς και εγγράφων με οδηγίες για τις μελλοντικές τους ενέργειες. Την ημέρα της Πεντηκοστής του 1904, ο Έλληνας Πρόξενος του Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης, ζήτησε από τον Λάζαρο να οργανώσει την συγκέντρωση όλων των Ελλήνων παραγόντων και οπλαρχηγών που δρούσαν στην περιοχή των Κορεστίων και των Πρεσπών, για συντονισμό της δράσεώς τους. Η συγκέντρωση οργανώθηκε στην κατοικία του προκρίτου του Πισοδερίου Ναούμ Λιάκου, αλλά η πληροφορία της συγκέντρωσης διέρρευσε στην οθωμανική διοίκηση και τούρκικα αποσπάσματα περικύκλωσαν το χωριό και ανέμεναν την άφιξη των Ελλήνων οπλαρχηγών για να τους συλλάβουν, ενέργεια που θα εξέθετε τον ευρισκόμενο στο Πισοδέρι Έλληνα Πρόξενο. Η μητέρα του Λάζου, Αναστασία Τσάμη, κατόρθωσε να βγει από το περικυκλωμένο χωριό και να ειδοποιήσει έγκαιρα τους Έλληνες αντάρτες για την ύπαρξη τουρκικού στρατού.
Τον Ιούνιο του 1905, το κέντρο επιχειρήσεων του Μοναστηρίου, ζήτησε από τον Λάζαρο να οδηγήσει το σώμα του οπλαργηγού Γεώργιου Αλεξίου (Μακρή) από την Δροσοπηγή, από όπου θα παραλάμβανε αριθμό τουφεκιών, μέσω Κορεστίων προς το όρος Περιστέρι, με σκοπό αφενός να εξοπλισθεί ο πληθυσμός της περιοχής και αφετέρου να ενισχυθεί το σώμα του καπετάν Ιωάννη Καραβίτη. Η αποστολή εκτελέσθηκε με επιτυχία και τα δύο σώματα ενώθηκαν στο χωριό Γραδέσνιτσα της Πελαγονίας και άρχισαν την κοινή τους δράση.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1905, ο Λάζαρος συμμετείχε με τα σώματα του καπετάν Βάρδα και του καπετάν Γεωργίου Βλαχογιάννη (Οδυσσέα) στην νικηφόρα μάχη του Αγίου Γερμανού (Γέρμα) Πρεσπών. Αυτό το γεγονός οδήγησε το Βουλγαρικό Κομιτάτο να οργανώσει μια ακόμη, την δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του. Το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1905, στο 18ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Πισοδερίου – Πρεσπών και στη θέση Σέλτσα, στήθηκε δολοφονική ενέδρα από την οποία διέφυγε προφασιζόμενος ότι είναι άλλος και ότι ο Λάζαρος έρχεται πίσω του.
Μετά την αποτυχία της δολοφονίας του, ακολούθησε από τους κομιτατζίδες ο εμπρησμός της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος που απέχει ελάχιστα χιλιόμετρα από το Πισοδέρι, μοναστήρι που αποτελούσε σημείο συνάντησης και τόπος οργάνωσης των Μακεδονομάχων, με σκοπό να προκαλέσουν τους Πισοδερίτες και να εξολοθρεύσουν τους αντιπάλους τους. Το σχέδιο τους απέτυχε καθώς υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του Λάζαρου Τσάμη και του οπλαρχηγού Παύλου Κύρου που βρίσκονταν στο Ανταρτικό (Ζέλοβο), ότι σε αυτή την περίπτωση, θα προσέτρεχαν προς βοήθεια όπως και έγινε, αλλά παρότι απωθήθηκαν οι Βούλγαροι αντάρτες, η μονή καταστράφηκε ολοσχερώς.
Η δολοφονία του αδελφού του και η μερική τύφλωσή του
Στις 27 Αυγούστου 1906, ο αδελφός του Λάζαρου, Παπασταύρος Τσάμης πήρε γράμμα με την σφραγίδα και την υπογραφή του Τσόντου Βάρδα, με την οποία του ζητούσε να συναντήσει το σώμα του καπετάν Λουκά Μπέλλου στη δασική θέση Λάκκος. Ο Παπασταύρος πήρε μαζί του και τον διοικητή του τουρκικού αποσπάσματος στρατοχωροφυλακής Χουσείν Ιμπραήμ. Δολοφονήθηκαν από τον βοεβόδα Κούσμαν Ποπντίνωφ (Κούζο) στην ενέδρα που τους είχαν στήσει με την πλαστή επιστολή. Ο αδελφός του Λάζαρος, πληροφορηθείς την δολοφονική επίθεση, έτρεξε στο δάσος και είδε τον κατακρεουργημένο αδελφό του, και πιθανόν έπαθε νευρικό κλονισμό που του προκάλεσε πρόβλημα στην όρασή του. Η επίθεση που είχε ως σκοπό την δολοφονία του ιερέα, στοιχειοθετήθηκε από τον εξαρχικό βοεβόδα Στόιτσεβ Κλιάντσεφ (Τάνε), με τέτοιο τρόπο ώστε να βρουν οι οθωμανικές αρχές τα κωδικοποιημένα έγγραφα που θα ενοχοποιούσαν τα δύο πρόσωπα, και θα οδηγούσαν στην σύλληψη του Λάζαρου. Το Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου, πληροφόρησε τον Λάζαρο ότι τον καταζητούν και απομακρύνθηκε από το χωριό. Αφού διέφυγε της σύλληψης του, κατευθύνθηκε στην Αθήνα, όπου έλαβε ιατρική βοήθεια από το Μακεδονικό Κομιτάτο.
Κατά το διάστημα της απουσίας του δικάσθηκε ερήμην από το οθωμανικό δικαστήριο του Μοναστηρίου και αθωώθηκε. Επέστρεψε στη Μακεδονία στις αρχές του 1907 και συνέχισε την δράση του μέχρι την εποχή του Κινήματος των Νεότουρκων το 1908, που σημάδευσε την λήξη της σκληρής φάσης του Μακεδονικού Αγώνα λόγω της πεποίθησης, αυτή την περίοδο, ότι οι ελευθερίες των μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα γίνονταν σεβαστές. Στα τέλη Ιουλίου 1908, τα ελληνικά ανταρτικά σώματα της περιοχής του βιλαετίου Μοναστηρίου έλαβαν εντολή από το Ελληνικό Προξενείο Mοναστηρίου να διακόψουν τη δράση τους, αλλά να μην παραδώσουν τα όπλα τους και να αποσυρθούν στα βουνά. Αυτή την εντολή του Ελληνικού Προξενείου μετέφερε και διαβίβασε ο Λάζαρος στο σώμα του Σίμου Ιωαννίδη που εκείνη την εποχή δρούσε στην περιοχή του Πισοδερίου. Ο σχηματισμός του Νεοτουρκικού Κοινοβουλίου δεν βελτίωσε την κατάσταση στη Μακεδονία. Σύντομα οι ελπίδες για την αλλαγή της συμπεριφοράς των Νεοτούρκων διαψεύσθηκαν. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1908, συστήθηκε η νέα οργάνωση Πανελλήνιος Οργάνωσις με τον συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή ως Γενικό Διευθυντή της. Με εγκύκλιό του …..προς άπαντα τα Ειδικά Γραφεία και τους Πράκτορας…. δίδονται οδηγίες για την λειτουργία της οργάνωσης και γνωστοποιείται στον πράκτορα Λάζαρο Τσάμη ότι «….εν γένει τελεί υπό την επίβλεψιν των κ.κ. προξένων, εις ούς ανακοινούται πάσα σχετική ενέργεια…»
Το 1912, ο Λάζαρος ως Πρόεδρος της Κοινότητας του Πισοδερίου, καλύπτει την δράση του Βασιλείου Μπάλκου, Έλληνα πράκτορα από την Άρτα, ο οποίος αρχικά με την ιδιότητα του Διευθυντή της Μοδεστείου Σχολής φέροντας μάλιστα ιερατικό σχήμα, αργότερα δε ως Διευθυντής των Ελληνικών Σχολείων Φλωρίνης αναλαμβάνει την διεύθυνση του Αγώνα στην περιοχή. Οι αναφορές που έλαβε αργότερα η ελληνική κυβέρνηση σχετικά με την δράση των τοπικών σωμάτων από τον Τσόντο Βάρδα και τον ειδικό απεσταλμένο της Βασιλείου Ξηρούχα καθώς και από τον Παύλο Γύπαρη, πείθουν τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο ότι ήταν λάθος η απόφαση της ανάκλησης των ελληνικών σωμάτων από την Μακεδονία.
Φωτογραφία: By TSAMIS ORESTIS – οικογενειακό αρχείο, Αναφορά, https://el.wikipedia.org/w/index.php?curid=243085
Βαλκανικοί Πόλεμοι- Η φυλάκισή του και η μάχη του Αγίου Γερμανού
Την περίοδο λίγο πριν την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, οι σχέσεις του νέου καθεστώτος των Νεοτούρκων και της Ελληνικής Κυβέρνησης επιδεινώνονται. Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την δράση Έλληνα πράκτορα στην περιοχή και οι υποψίες τους στράφηκαν στον Λάζαρο Τσάμη λόγω του ταξιδιού του στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1912. Χωρίς να τον δικάσουν, τον κλείνουν στη φυλακή του Μοναστηρίου. Εκεί αναφέρεται ότι τον χτύπησαν και τον βασάνισαν τόσο πολύ, που είχε ως αποτέλεσμα να κλονιστεί η υγεία του ακόμη περισσότερο. Κατά την διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου, οι Σερβικές στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν και απελευθέρωσαν το Μοναστήρι. Ο Ίωνας Δραγούμης, φοβούμενος για ταραχές και για πιθανή δολοφονία του Λάζαρου, πήγε στο Μοναστήρι, απελευθέρωσε τον Λάζαρο και τον συνόδευσε με ασφάλεια μέχρι την πρόσφατα απελευθερωμένη από τον Ελληνικό Στρατό Φλώρινα.
Το Γενικό Επιτελείο του Ελληνικού Στρατού, ενώ γνώριζε την κόπωσή του, του ζήτησε να οδηγήσει με ασφάλεια ένα σύνταγμα ευζώνων, υπό τον ταγματάρχη πεζικού Γεώργιο Ιατρίδη στο χωριό Άγιος Γερμανός (Γέρμας) Πρεσπών. Στην μάχη που ακολούθησε εκεί, εξοντώθηκε η ανταρτική βουλγαρική ομάδα του Βασίλ Τσακαλάρωφ. Ο Πρίγκιπας Νικόλαος, ως Αρχηγός του Επιτελείου του Ελληνικού Στρατού, μετά από αυτά τα γεγονότα, απένειμε στον Λάζαρο Τσάμη, γραπτό έπαινο επειδή επέδειξε «εν τη εκπληρώσει του καθήκοντος τοσαύτην ορμήν και ανδρείαν» και αργότερα το μετάλλιο του Β’ Βαλκανικού Πολέμου.
Βορειοηπειρωτικός Αγώνας- Η ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου και η ένοπλη συμμετοχή του
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και την ένωση διαμερίσματος της Μακεδονίας με την Ελλάδα, η πατριωτική του δράση δεν σταματά. Το επόμενο χρονικό διάστημα, επεκτείνει τις εμπορικές του επιχειρήσεις στη Βίγλιστα, στο Bιθκούκι (Vithkuq) και στο Πούστετς (Pustec) του νομού της Κορυτσάς. Όταν στις 17 Φεβρουαρίου 1914, έγινε η ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, η ηπειρώτικη καταγωγή του τον κάλεσε και πάλι στον αγώνα. Άφησε την οικογένειά του και τις εμπορικές επιχειρήσεις του και έτσι στις 1 Μαρτίου 1914, ήταν παρών στην πανηγυρική ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου στο Αργυρόκαστρο, φωτογραφούμενος με παλαιούς συναγωνιστές από τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον πρωθυπουργό της Προσωρινής Κυβέρνησης της Βορείου Ηπείρου Γεώργιο Ζωγράφο και τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, και Βελλά και Κονίτσης Σπυρίδωνα.
Αμέσως μετά κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο Κορυτσάς που διοικούσε ο υπολοχαγός Γεώργιος Μαυρατζάς. Οι μάχες που ακολούθησαν στην περιοχή Βίγλιστας και στις οποίες έλαβε μέρος ο Λάζαρος, ήταν σκληρές και με μεγάλες απώλειες. Στην μάχη τραυματίσθηκαν αρκετοί συναγωνιστές του από τον Μακεδονικό Αγώνα, όπως ο Τσόντος Βάρδας και ο αδελφός του Παύλου Μελά, Βασίλειος Μελάς. Στις 25 Ιουνίου 1914, ο Λάζαρος με τα ένοπλα σώματα του Τσόντου Βάρδα και του Παύλου Γύπαρη εισήλθε στην απελευθερωμένη Κορυτσά.
Η συμβολή του σε μια κρίσιμη φάση και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας
Κατά την περίοδο που στην Ευρώπη οι Μεγάλες Δυνάμεις συσκέπτονταν προκειμένου να καθορίσουν την τύχη της Βορείου Ηπείρου και την δημιουργία του κράτους της Αλβανίας, καθοριστική υπήρξε η πληροφορία που μετέφερε ο Λάζαρος Τσάμης προς την βορειοηπειρωτική κυβέρνηση Ζωγράφου. Έπειτα από την κατάληψη της Κορυτσάς, ο Λάζαρος είδε σε μια ανθρωπιστική αποστολή την κυρία Έντιθ Ντούρχαμ (Miss Edith Durham), την οποία γνώριζε από την στάση της κατά την διάρκεια της συμμετοχής της στο Βρετανικό Ταμείο Αρωγής προς τον Μακεδονικό Λαό, που εμφάνιζε να περιθάλπει βουλγαρικά ανταρτικά σώματα αντί να παρέχει περίθαλψη σε μια υγειονομική κρίση. Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής αποστολής, έπειτα από την αποκάλυψη της δράσης της οργάνωσης από τις τοπικές εκκλησιαστικές ελληνικές αρχές προς την οθωμανική διοίκηση της Καστοριάς, ίσως αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα ώστε μετά την περιοδεία της στις πόλεις στην Αυλώνα, το Δυρράχιο, τους Άγιοι Σαράντα και το Δέλβινο και την επιστροφή της στην Αγγλία, να γράψει άρθρο στην εφημερίδα Μάντσεστερ Γκάρντιαν (The Manchester Guardian, μεταγενέστερα μετονομάστηκε σε The Guardian) στο φύλλο της 22ας Ιουλίου 1914 ότι κατά την μονοήμερη παραμονή της στην Κορυτσά και σε επαφή της με τους Αλβανούς κατοίκους, διαπίστωσε ακρότητες των Ηπειρωτών και του Ελληνικού Στρατού κατά του Αλβανικού στοιχείου, που ανάγκασαν τους Αλβανούς να μεταναστεύσουν από την περιοχή προς την Αυλώνα και το Δυρράχιο. Πολύ σύντομα συνέγραψε βιβλίο πάνω στο ίδιο θέμα. Το δημοσίευμα προκάλεσε αίσθηση στη βρετανική κοινή γνώμη, αλλά και στην βρετανική πολιτική σκηνή που στις 28 Ιουλίου 1914 ετέθη στη Βουλή των Λόρδων, σε μια κρίσιμη περίοδο διαβουλεύσεων.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1914, ο Άγγλος πολεμικός ανταποκριτής από το 1912 στα Βαλκάνια Μπάτλερ (C. S. Butler) αποκάλυψε ότι η κυρία Έντιθ Ντούρχαμ ήταν αδύνατο να είχε γνώση της περιοχής αφού πέρασε από εκεί μόνο μια μέρα, και πως τα ελληνικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί ήδη από τον Φεβρουάριο του ιδίου έτους, πίσω από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Το μόνο γεγονός που σχετίζεται με την περιοχή της Κορυτσάς είναι η μετανάστευση 12.000 Βορειοηπειτωτών προς την Βιγλίτσα, το Πισοδέρι και την Καστοριά.
Οι αποκαλύψεις άλλαξαν την στάση της αγγλικής κοινής γνώμης. Η υπογραφή του Πρωτόκολλου της Κέρκυρας στις 4 Μαΐου 1914, καθόρισε την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου που επικυρώθηκε επίσημα την 1η Ιουλίου 1914 από τις διπλωματικές αποστολές των Μεγάλων Δυνάμεων και σημάδευσε την λήξη του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα. Η απόσυρση των Ελληνικών στρατευμάτων από την κυβέρνηση Βενιζέλου τον Φεβρουάριο του 1914, είχε πίκρανει τον Λάζαρο Τσάμη, ο οποίος επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, συνέχισε να υποστηρίζει το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Την ίδια περίοδο, το κατάστημά του στην Βίγλιστα πυρπολείται και καταστρέφεται ολοσχερώς.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα τελευταία χρόνια- Η βοήθειά του προς τους Γάλλους και η τρίτη δολοφονική απόπειρα
Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα σε μια περίοδο Εθνικού Διχασμού, καθώς υπήρχε έντονη διαμάχη μεταξύ των πολιτικών φορέων που στήριζαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο (φιλοβενιζελικών) και την συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και αυτών που στήριζαν την ουδετερότητα της χώρας (αντιβενιζελικών) με τη στήριξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Τα φιλοβενιζελικά συναισθήματα του Λάζαρου, που έρχονταν σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις συναγωνιστών και παλαιών φίλων κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, τον οδήγησαν να συνταχθεί με το Κίνημα της Εθνική Αμύνης.
Όταν ο Γάλλος στρατηγός Μορίς Σαράιγ (Maurice Sarrail), αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων του Μακεδονικού Μετώπου, εκδήλωσε την πρόθεσή του να επισκεφθεί την περιοχή των Κορεστίων, για να επιθεωρήσει τα Γαλλικά στρατεύματα και να έχει ιδία αντίληψη της περιοχής και των κατοίκων της, ο Λάζαρος παρακλήθηκε από την Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης να διευκολύνει τον Γάλλο στρατηγό στις μετακινήσεις του στην περιοχή. Κατά την προσωπική τους συνάντηση το καλοκαίρι του 1916, ο Λάζαρος Τσάμης του εξήγησε ότι ο εφοδιασμός της 125ης Γαλλικής Μεραρχίας Πεζικού και του Συντάγματος των Αφρικανών Κυνηγών που είχαν οχυρωθεί δυτικά του όρους Βόρας, περνούσε από τη στενωπό της Βίγλας Πισοδερίου, που τους χειμερινούς μήνες έκλεινε από τα χιόνια. Αυτή η πληροφορία προβλημάτισε τον στρατηγό και διέταξε την κατασκευή οδοντωτού σιδηρόδρομου ώστε να συνδέει το χωριό Άλωνα με την Βίγλα Πισοδερίου, καθώς και τελεφερίκ από την Βίγλα έως το Πισοδέρι. Η όλη κατασκευή ήταν έτοιμη πριν από τον χειμώνα του 1917 και τα συμμαχικά στρατεύματα δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα εφοδιασμού παρά τον βαρύ χειμώνα. Όταν οι σερβικές ένοπλες δυνάμεις ηττήθηκαν από τον βουλγαρικό στρατό στη Μάχη της Τσέρνα στον ποταμό Εριγώνα της Πελαγονίας, ολόκληρη η περιοχή των λιμνών Αχρίδας και Πρεσπών, κατελήφθη από τις Βουλγαρικές δυνάμεις.
Η εισβολή του βουλγαρικού στρατού στην περιοχή,τον Αύγουστο του 1916 , είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την λεηλασία των αποθηκών σιτηρών στα χωριά Λαιμός και Καρυές (Οροβνικ) Πρεσπών , όλων των εμπορικών του καταστημάτων, την καταστροφή και λεηλασία των εγκαταστάσεων ιχθυοτροφείας στην Πρέσπα , των τυροκομείων του στη Ρακίσκα και την Γκόριτσα , την λεηλασία του σπιτιού του στο Πισοδέρι καθώς και του πετρελαιοκίνητου κυλινδρόμυλου στο Πουστέτς της Πελαγονίας. Τον Αύγουστο του 1917 επιχειρήθηκε η τρίτη δολοφονική του απόπειρα η οποία απέτυχε χάρη στην άμεση αντίδραση της συζύγου του Αλεξάνδρας. Φοβούμενος πλέον ο Λάζαρος για την ασφάλεια της οικογενείας του, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει οικογενειακώς το σπίτι του και να εγκατασταθεί προσωρινά για έξι μήνες στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς. Η καταστροφή των επιχειρήσεων του και η παύση των εμπορικών του δραστηριοτήτων του επέφερε μεγάλο οικονομικό πλήγμα.
Η επιδείνωση της υγείας του και ο θάνατός του
Ο Λάζαρος Τσάμης, επιστρέφοντας στην περιοχή, συνέχισε την εμπορική του δραστηριότητα στη Φλώρινα όπου μετέφερε την οικογένειά του το 1924. Τον ίδιο χρόνο, μοίρασε την επιχείρησή με τον φίλο του Νταούτ Χαμζά Χαλίλ Μπέι (Daut Hamza Halil bey), ο οποίος διαχειριζόταν τις κοινές επιχειρήσεις τους στα όρια της αλβανικής επικράτειας. Το 1928 τα συμπτώματα της ασθένειας των ματιών επανεμφανίστηκαν και αναγκάσθηκε να μεταβεί στην Αθήνα, όπου μετά από πολύμηνη και δαπανηρή θεραπεία στην οφθαλμολογική κλινική του Ιωάννη Χαραμή, κατόρθωσε να διασώσει σε ικανοποιητικό βαθμό την όρασή του, αλλά οδηγήθηκε σε οικονομική καταστροφή. Με την υπ΄ αριθμόν 646134 της 25ης Μαΐου 1932 απόφαση της Υπηρεσίας Πολεμικών Αποζημιώσεων απορρίφθηκε τελεσίδικα το αίτημά του για αποζημίωσή του από τις καταστροφές που υπέστησαν οι εμπορικές του επιχειρήσεις από το 1914 έως και το 1925. Λίγους μήνες αργότερα πεθαίνει στο Πισοδέρι στις 22 Νοεμβρίου 1933, κτυπημένος από καρκίνο.
Απόδοση τιμών
Στον Λάζαρο Τσάμη απονεμήθηκαν:
Το Μετάλλιο της Εθνικής Άμυνας
Το Μετάλλιο του Μακεδονικού Αγώνα
Το Μετάλλιο του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα
To Mετάλλιο του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου
Ο νόμος 4413/1929 τον αναγνώρισε, μαζί με άλλους 47, ως πράκτορα Β’ τάξεως του Μακεδονικού Αγώνα. Αργότερα η Ελληνική Δημοκρατία τον αναγνώρισε ως ομαδάρχη του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα. Οι Δήμοι Θεσσαλονίκης και Πυλαίας – Χορτιάτη έχουν ονομάσει δρόμους προς τιμή του.