Ο Πτολεμαίος Α’ ο Λάγου, ή Πτολεμαίος ο Λαγίδης (367 π.Χ. – 282 π.Χ.) ήταν στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και μέλος της σωματοφυλακής του, σατράπης (323 π.Χ.-305 π.Χ.) και βασιλιάς της Αιγύπτου (304 π.Χ.-283 π.Χ.), γνωστός με το χαρακτηρισμό «Σωτήρ», και ιδρυτής της Πτολεμαϊκής Δυναστείας των Λαγιδών (323 π.Χ.-30 μ.Χ.).
Ήταν γιος της της Αρσινόης της Μακεδονίας από ευγενή οικογένεια της Μακεδονίας της περιοχής της Εορδαίας, αγνώστου όμως πατρός. Εικάζεται ότι ίσως ήταν υιός ή θετός υιός του Λάγου ή ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου του Μέγα και υιός του Φιλίππου Β’ του Μακεδόνα.
Από την παιδική του ηλικία ήταν ένας από τους πιο στενούς φίλους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίον ακολούθησε σε όλες του τις εκστρατείες. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., έγινε κατανομή των επαρχιών στην Βαβυλώνα και ο Πτολεμαίος ανέλαβε τη διοίκησιν της Αιγύπτου.
Ως διοικητής στρατιωτικής μονάδας, διακρίθηκε από το 330 π.Χ. κατά την προέλαση του μακεδονικού στρατού στην Περσία. Τότε έγινε και «Σωματοφύλαξ», του Αλεξάνδρου. Τα ηγετικά του προσόντα, η σύνεση, η διοικητική ικανότητα και το προσωπικό θάρρος φάνηκαν προπάντων κατά τις επιχειρήσεις των Ελλήνων στις ανατολικές επαρχίες της Περσικής αυτοκρατορίας: το 329 συνέλαβε το δολοφόνο του Δαρείου Γ΄ και το 326 συμμετείχε στις επιχειρήσεις κατά των Ινδιών. Ο Πτολεμαίος ως στρατηγός, υπέταξε την ορεινή Σογδιανή και πολέμησε στην Ινδία.
Μετά τον Αλέξανδρο
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. και τη διανομή της αυτοκρατορίας του με τη Συμφωνία της Βαβυλώνας, ανέλαβε την σατραπεία της Αιγύπτου στην οποία προσάρτησε και την Κυρηναϊκή. Επίσης απέκτησε και το σώμα του Αλέξανδρου το 321 π.Χ. κατά τη μεταφορά του προς τη Μακεδονία, και το κράτησε στην Αίγυπτο, όπου αυτή είναι και η τελευταία γνωστή τοποθεσία του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Πτολεμαίος λέγεται ότι υποκίνησε την επανατοποθέτηση της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα. Προσπάθησε και κατάφερε να κρατήσει την Αίγυπτο κάτω από την εξουσία του ενάντια στις επιθέσεις των υπόλοιπων διαδόχων του θρόνου. Απέκτησε μεγάλο κύρος, κυρίως λόγω της συνετής του διοίκησης αλλά και του σεβασμού του προς τη θρησκεία και τα έθιμα των Αιγυπτίων.
Οι αυτονομιστικές του τάσεις, ώστε να διαχωριστεί η Αίγυπτος από τις υπόλοιπες επαρχίες, εκδηλώθηκαν μετά την άμεση εξόντωση του Κλεομένη που διαχειρίζονταν τα οικονομικά της Αιγύπτου. Η πράξη του προκάλεσε την αντίδραση του Περδίκκα, ο οποίος ήθελε να διατηρήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας και να αναδειχτεί ως διάδοχος της αυτοκρατορίας. Το 321 π.Χ., όμως σκοτώθηκε προσπαθώντας να εισβάλει στην Αίγυπτο. Κατόπιν ο Πτολεμαίος Α’ πολέμησε με τον Αντίγονο το 315 π.Χ. και 312 π.Χ. και μετά την ήττα του στη Σαλαμίνα της Κύπρου το 306 π.Χ. από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί.
Το 306 π.Χ. ονομάσθηκε βασιλεύς, όρισε ως έδρα του την Αλεξάνδρεια, η οποία επί των ημερών του στολίστηκε με λαμπρά ανάκτορα και δημόσια κτήρια, με αποκορύφωμα τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατά την πολιορκία της Ρόδου το 306 π.Χ. από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο Πτολεμαίος βοήθησε ουσιαστικά τους πολιορκημένους, με την αποστολή εφοδίων και ενισχύσεων κάτι που οδήγησε στη σωτηρία της πόλης, και έτσι απέκτησε την ονομασία Πτολεμαίος ο Σωτήρ από τους Ρόδιους.
Το 285 π.Χ. παραιτήθηκε από τον θρόνο προς όφελος του δευτερότοκου γιου του Πτολεμαίου Β’ Φιλαδέλφου. Τελευταίος διάδοχος της Δυναστείας των Πτολεμαίων ήταν η βασίλισσα Κλεοπάτρα που αντιτάχθηκε στην υπαγωγή της Αιγύπτου στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Το έργο
Η προσωπικότητα του απέκτησε κοσμοϊστορική σημασία, καθώς είναι ο ιδρυτής της ομώνυμης Δυναστείας των Λαγιδών-Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, που κυριάρχησε στην χώρα για 300 περίπου χρόνια.
Μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τη Μέμφιδα στην Αλεξάνδρεια, κυρίως για οικονομικούς λόγους, και ίδρυσε την ελληνική πόλη Πτολεμαΐδα στην Άνω Αίγυπτο ως αντίβαρο της αιγυπτιακής πόλης των Θηβών.
Υπήρξε προστάτης των γραμμάτων, ενώ ίδρυσε με παρότρυνση του Δημητρίου του Φαληρέα, το Μουσείον της πόλης, όπου στεγάσθηκε η μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που περιείχε 200.000 τόμους την εποχή του θανάτου του με όλες τις επιστήμες της εποχής, και η οποία αρχικά πυρπολήθηκε το 48 π.Χ. από τον ρωμαϊκό στόλο από τον Ιούλιο Καίσαρα που είχε ως συνέπεια τη μετάδοση της φωτιάς στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου και καταστράφηκε ολοσχερώς. Αργότερα ανασυγκροτήθηκε, αλλά το 391 μ.Χ. πυρπολήθηκε εκ νέου επί Θεοδοσίου Α΄.
Τέλος, ο Πτολεμαίος επέστρεψε στους Αιγύπτιους ιερείς αγάλματα θεών, έπιπλα και βιβλία που είχαν κλαπεί από τα ιερά από τον Ξέρξη Α’.
Ο ίδιος έγραψε το βιβλίο Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου, που δεν σώθηκε αλλά αναφέρεται σε έργο του Αρριανού, την γνωστή βιογραφία του στρατηλάτη Αλεξάνδρου Ανάβασις.
Ήδη από το το 290 π.Χ. όρισε διάδοχό του το γιό του από την τρίτη σύζυγό του Βερενίκη Πτολεμαίο Β΄ προτιμώντας τον από τον γιο που είχε αποκτήσει από τη δεύτερη σύζυγό του Ευρυδίκη κόρη του Αντιπάτρου τον γνωστό οργίλο και βίαιο Πτολεμαίο Κεραυνό.