Ο Αντιφάτης ήταν βασιλιάς των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων που αναφέρονται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια. Όταν ο Οδυσσέας προσάραξε στη χώρα τους και αποβιβάστηκε στη στεριά, επτά μέρες αφού απέπλευσε από το νησί του Αιόλου, έστειλε τρεις συντρόφους του να εξερευνήσουν τη χώρα.
Στην πύλη μιας πόλης οχυρωμένης συνάντησαν την κόρη του Αντιφάτη, που αντλούσε νερό από την πηγή Αρτακία που τροφοδοτούσε την πόλη με νερό. Όταν τη ρώτησαν ποιος ήταν ο βασιλιάς της χώρας, εκείνη προθυμοποιήθηκε να τους οδηγήσει στο σπίτι του.
Εκεί βρήκαν και τη γυναίκα του βασιλιά που τους φόβισε με το μέγεθός της, γιατί ήταν ψηλή σα μια βουνοκορφή (κ 113)· αυτή έστειλε να φωνάξουν τον άνδρα της που έλειπε στην αγορά. Ο Αντιφάτης έσπευσε να επιστρέψει και αμέσως έφαγε τον έναν από τους συντρόφους. Οι άλλοι δυο, έντρομοι, έτρεξαν πίσω στα καράβια για να προειδοποιήσουν για τον κίνδυνο.
Στο μεταξύ ο Αντιφάτης κάλεσε τους Λαιστρυγόνες του που όρμηξαν προς το λιμάνι και από τη στεριά άρχισαν να εκσφενδονίζουν βράχους τεράστιους καταστρέφοντας τα αγκυροβολημένα πλοία του Οδυσσέα και συλλαμβάνοντας όλους όσους έπιαναν στη στεριά.
Μέσα στον θόρυβο που έκαμναν οι βράχοι πέφτοντας και τα καράβια που έσπαγαν –ένδεκα παραδίδει ο Υγίνος (Fab. 125)–, μέσα στις κραυγές των συντρόφων του Οδυσσέα, που κατέληγαν στο ανθρωποφαγικό στομάχι των Γιγάντων, ο πολυμήχανος έκοψε με το μαχαίρι του το παλαμάρι του δικού του καραβιού, φώναξε τους άνδρες του να επιβιβαστούν και ξέφυγαν από βέβαιο χαμό. (Όμ., Οδ. κ 80-132)
http://users.sch.gr/ipap/mixogeni/120.htm