Γράφει ο Γεώργιος Μ. Μπόντας, τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημοσίας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας- Λαογράφος
Φωτογραφία από: siatista-info.blogspot
Η Σιάτιστα είναι ένας υποδειγματικός τόπος για τον Ελληνισμό. Η Σιάτιστα είναι ένας βραχότοπος που γεννάει το πνεύμα, την αρχοντιά και τη δύναμη.
Η μάχη της 4ης Νοεμβρίου 1912 για την απελευθέρωση της Σιάτιστας εντάσσεται στο κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού της χρονιάς αυτής στη Δυτική Μακεδονία.
Οι ορμητικές πολεμικές επιθέσεις του Ελληνικού Στρατού έσπασαν την άμυνα των Τούρκων στα στενά του Σαρανταπόρου και τα νικηφόρα στρατεύματα κατέλαβαν τα Σέρβια και την Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου 1912.
Στην επαρχία τότε της Ανασελίτσας όσο ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε εντεινόταν η τρομοκρατία σε όλα τα χωριά από τους άτακτους του Μπεκήρ Αγά. Οι κάτοικοι των πυρπολούμενων χωριών κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Σιάτιστα, την οποία θεωρούσαν ασφαλές καταφύγιο. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, χιλιάδες γυμνά και ανυπόδητα, πεινασμένα και κατάκοπα, πλημμύρισαν τους δρόμους της Σιάτιστας.
«Είναι αξιοθαύμαστος η μεγάλη φιλοξενία, η οποία διακρίνει τους κατοίκους της Σιατίστης, οι οποίοι έθρεψαν επί αρκετάς ημέρας τόσας χιλιάδας προσφυγουσών ψυχών» γράφει η εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της 8-2-1913.
Την τρομοκρατία του Μπεκήρ Αγά ακολούθησε το τελεσίγραφο του Μεχμέτ πασά να παραδοθεί η Σιάτιστα, την οποία την πολιορκούσε με 3.000 Τούρκους. Το τελεσίγραφο το έφερε στη Σιάτιστα ο Πρόκριτος του χωριού Βρογγίστα (το σημερινό Καλονέρι) Οσμάν Μπάτσαρος και έγραφε τα εξής:
«Προς τον λαόν της Σιατίστης. Αύριον πρωί, 3 Νοεμβρίου, να αποστείλετε πέντε προκρίτους για να παραδώσετε την πόλιν, άλλως θα βαδίσω εναντίον αυτής και θα την βομβαρδίσω».
Το τελεσίγραφο σκόρπισε στους πρόσφυγες από τα περίχωρα βουβούς και θλιβερούς συλλογισμούς, που γίνονταν πιο καταθλιπτικοί από την άγρια όψη των ανταριασμένων γύρω βουνών.
Μέσα στην ανταριασμένη ατμόσφαιρα και την αναταραχή που επικρατούσε στον πληθυσμό που είχε συγκεντρωθεί στη Σιάτιστα καταφθάνει η πυροβολαρχία του Νικολάου Κλαδά. Τα άλογα που έσερναν τα κανόνια είχαν αποκάμει. Το ηθικό του κόσμου αναπτερώθηκε και όρμησε παίρνοντας τα κανόνια, τα έστησε στο υψηλότερο σημείο της Σιάτιστας, στην Αγία Τριάδα σε θέση μάχης.
Στη συνέχεια ήρθαν στη Σιάτιστα ο Ηπειρώτης συνταγματάρχης Ηπίτης με στρατό και πυροβόλα, ο Αλέξανδρος Ρώμας και ο ενθουσιώδης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης με τμήμα Γαριβαλδινών, ο λόχος των δασκάλων της Κρήτης, οι μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, στους οποίους υπήρχε και ο γιος του Παύλου Μελά Μιχαήλ (Μίκης), το σώμα του Γεωργίου Καπιτσίνη, πολλά κρητικά σώματα με αρχηγούς τον Γεώργιο Παπαδόπετρο, Παναγιώτη Φιωτάκη, Μιχαήλ Τσόντο και άλλους πολλούς.
Ώρα 1 το μεσημέρι της βροχερής και ανταριασμένης 4ης Νοεμβρίου 1912, ημέρα Κυριακή οι Έλληνες πολεμιστές βρίσκονταν στις θέσεις που είχαν ορίσει οι αρχηγοί τους και περίμεναν.
Η πρώτη σύγκρουση έγινε στο βουνό Γκραντίστι και ήταν αιματηρή. Εδώ πέφτουν ηρωικά ο κρητικός δάσκαλος Φιωτάκης, ο αρχηγός Καπιτσίνης, ο εύελπις Παπαδόπετρος και τραυματίζεται βαριά ο Σιατιστινός Ηρακλής Γκιουλέκας. Το βουνό Γκραντίστι με το υπ’ αριθ. 483/69 Β.Δ. ονομάστηκε Καπιτσίνη.
Να πώς περιγράφει την κατάσταση της ημέρας εκείνης ο Σταύρος Κελαϊδής από την Κρήτη στο βιβλίο του «Εθελοντικά Σώματα Κρητών εν Μακεδονία»:
«Θρήνος και οδυρμός, κλαυθμός και κοπετός υπό των μυριάδων εκείνων των γυναικοπαίδων, συγκινητικώτερος και παθητικώτερος εκείνου της Ραχήλ. Έκλαιον αι νεάνιδες, αναλογιζόμεναι οποία τύχη ανέμενε αυτάς, εάν οι βάρβαροι εισήρχοντο νικηταί. Και παρίστατο εις αυτάς ως φάσμα η απαισία εικών της ατιμώσεως. Έσφιγγον αι μητέρες τα τέκνα εις τας αγκάλας αυτών γνωρίζουσαι ότι μετ’ ολίγον ίσως σκληρόν δρέπανον θα έρριπτε αυτά προ των ποδών των. Και πέτρινη καρδία αν είχε κανείς, θα συνεκινείτο προ του θεάματος των απελπίδων εκείνων αδελφών μας.»
Ένα απόσπασμα τουρκικό που κατευθύνθηκε προς τα υψώματα του Κωντσκού για να πλευρίσει τις ελληνικές δυνάμεις χτυπήθηκε από τους Κωντσιώτες και τον καπετάν Γύπαρη και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι Τούρκοι δεν παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν και δόλια τεχνάσματα να πετύχουν το σκοπό τους.
Όπως διηγείται ο Μιχαήλ Αναστασάκης, Τούρκοι ελληνόγλωσσοι ανηφόριζαν σκυφτοί με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι φωνάζοντας: «μη πυροβολείτε, είμαστε Έλληνες». Για μια στιγμή ο Καπιτσίνης διατάσσει «Παύσατε Πυρ». Και θα χάνονταν πολλά παλικάρια, αν δεν έσωζε την κατάσταση ο Αναστασάκης, ο οποίος αντιλήφθηκε την τουρκική απάτη και φώναξε: «Μη σταματάτε, χτυπάτε. Είναι Τούρκοι μεταμφιεσμένοι, μιλούν ελληνικά».
Η μάχη φούντωνε και το πυροβολικό των Τούρκων έριχνε τις βολές του κοντά στα προχώματα των Ελλήνων, ώσπου άρχισαν να βροντούν οι αλλεπάλληλες κανονιές του Κλαδά. Το ηθικό των Ελλήνων μαχητών στο άκουσμα των ελληνικών τηλεβόλων αναπτερώνεται. Η ορμή τους από όλα τα σημεία του μετώπου είναι εκπληκτική.
Τώρα άλλοι με εφ’ όπλου λόγχη, άλλοι με μαχαίρια και φωνές κατατροπώνουν τον εχθρό και τον αποδεκατίζουν. Όσοι από τους Τούρκους σώθηκαν έφυγαν πανικόβλητοι, έχοντας για προστάτες την ομίχλη και το νύχτωμα, που τους κάλυπταν την υποχώρηση προς τη Βρογγίστα και τη Λιαψίστα.
Η συμβολή των Κρητών στη μάχη της Σιάτιστας υπήρξε μεγάλη. Πολλά από τα τέκνα της εθελοντικά είχαν προστρέξει στην αγωνιζόμενη Μακεδονία, όπου εξετέλεσαν πιστά και αθόρυβα το καθήκον τους. Τιμή και δόξα σ’ αυτά και σ’ όλα τα άλλα αδέρφια μας των άλλων περιοχών, που πότισαν με το αίμα τους τα χώματα της Σιάτιστας.
Οι Σιατιστινοί και οι λοιποί κάτοικοι των περιοχών θα στρέφουν πάντοτε ευλαβικά και με μεγάλη ευγνωμοσύνη τη σκέψη τους προς τους μεγάλους εκείνους νεκρούς.
Η μάχη εκείνη υπήρξε πολύ φονική. 400 νεκρούς και τραυματίες είχαν οι Τούρκοι, ενώ εμείς είχαμε 70 νεκρούς. Την επόμενη της μάχης ημέρα η Σιάτιστα έθαψε με τιμές τους νεκρούς της, περιποιήθηκε σαν μάνα στοργική τους τραυματίες και φιλοξένησε τους γενναίους που την έσωσαν από τον όλεθρο, όπως το πατριωτικό χρέος επιβάλλει να γίνεται για τους σωτήρες «των βωμών και εστιών».
Οι δυσπρόσιτες κορυφές των βουνών της Σιάτιστας Γκραντίστι, Καστράκι και Σβέρντσου, διηγούνται και θα διηγούνται σε όλους εμάς και στους επερχόμενους το λαμπρό κατόρθωμα και τη μεγάλη θυσία των Ελλήνων αγωνιστών τη βροχερή εκείνη μέρα της 4ης Νοεμβρίου 1912, που σαν τηλαυγής φάρος θα φωτίζει πάντοτε τις σκέψεις και τις πράξεις μας.
Οι Σιατιστινοί πολέμησαν την ημέρα εκείνη με όλο τον ιερό ενθουσιασμό που δείχνουν όσοι μάχονται για την πίστη και την πατρίδα. Δίκαια, λοιπόν, ο στρατηγός Νικόλαος Κλαδάς, διοικητής της πυροβολαρχίας κατά τη μάχη της 4ης Νοεμβρίου 1912, γράφει στην έκθεσή του τα εξής για τη Σιάτιστα: «Ο ελληνικός στρατος εξησφάλισε και ενομιμοποίησε την ελευθερία της Σιατίστης, αλλά δεν την απελευθέρωσε υπό την καθαράν σημασίαν του στρατιωτικού όρου, καθ’όσον η ενθουσιώδης αυτή πόλις επηλευθερώθη μόνη της».
Η μάχη της 4ης Νοεμβρίου 1912 είναι πια ιστορία. Τιμή και δόξα αιώνια ανήκει σ’ εκείνους που πολέμησαν και θυσίασαν αλογάριαστα τη ζωή τους για την λευτεριά.
Για τη μάχη της Σιάτιστας, που υπήρξε σταθμός στην ιστορία του Ελληνικού έθνους, ο Στρατηγός Νικόλαος Κλαδάς, γράφει τα εξής στις «Πολεμικές του αναμνήσεις»: «Η μάχη της Σιατίστης είναι μοναδική εις το είδος της κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και η νικηφόρος έκβασις τα μέγιστα συνετέλεσε όχι μόνον εις την σωτηρίαν της πόλεως Σιατίστης και των εν αυτή καταφυγόντων πολλών χιλιάδων προσφύγων γυναικοπαίδων, αλλά και εις την έγκαιρον προέλασιν του Ελληνικού Στρατού προς κατάληψιν της Θεσσαλονίκης».
Και ο Μιχαήλ Αναστασάκης, γιατρός, αρχηγός των εθελοντών Κισσαμιτών Κρητών, που έλαβε μέρος στη μάχη της Σιάτιστας και τραυματίστηκε σ’ αυτήν, γράφει μεταξύ των άλλων και τα εξής αξιοπρόσεκτα στις «ιστορικές του αφηγήσεις του 1912»: «Εάν η Σιάτιστα έπιπτε, τα όρια του Ελληνικού Κράτους θα ήσαν νοτιώτερον της Φλωρίνης».
Πιστά περιγράφει την κατάσταση της παραμονής εκείνης της 4ης Νοεμβρίου το εξής τετράστιχο, το οποίο ένα από τα μέλη της Επιτροπής απήγγειλε:
Κοιμάται η Σιάτιστα και όμως αγρυπνάει,
άλλοι ντουφέκια ξεκρεμούν κι άλλοι σπαθιά τροχάνε.
Κοιμάται η Σιάτιστα κι η δόξα την σιμώνει,
η πιο καλή ημέρα της αυτή που ξημερώνει.
Το μεγαλούργημα αυτό των Σιατιστινών και του Στρατού θα μαρτυρεί στους αιώνες την άφθαρτη δόξα της Σιάτιστας και ότι στους βράχους της η ελευθερία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, ώστε είναι αδύνατο να βρεθεί εχθρός που να είναι ικανός να την ξεριζώσει, όσο ισχυρός κι αν είναι.
Η σημερινή λοιπόν επέτειος, 106 χρόνια ύστερα από τις αναστάσιμες καμπάνες, ας αποτελέσει αναδίπλωση στον βαθύτερο συλλογικό εαυτό μας, για να αντλήσουμε το μήνυμά της.
http://siatistanews.gr/synergasies/mpontas/garibaldinoi.html