Ο Κωνστάντιος Β’ (Flavius Iulius Constantius, 7 Αυγούστου 317 – 3 Νοεμβρίου 361) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 337 έως το 361. Δεύτερος γιος του Κωνσταντίνου Α΄ και της Φαύστας, ανέβηκε στο θρόνο με τους αδελφούς του, Κωνσταντίνο Β΄ και Κώνστα, μετά το θάνατο του πατέρα τους. Στον θρόνο ανήλθε 21 ετών το 337, έχοντας ήδη το 324 τιτλοφορηθεί από τον πατέρα του ως Καίσαρας.
Ο Κωνστάντιος ήταν ο πρώτος γιος που ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη πρόλαβε να αποδώσει τιμές στο νεκρό σώμα του πατέρα του, καθώς μετά ακολούθησε άγρια σφαγή των αρρένων συγγενών του προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαδοχή από τους γιους του Κωνσταντίνου Α΄ με τη Φαύστα. Μόνο δύο μικρά ξαδέλφια του, οι Γάλλος και Ιουλιανός (παιδιά του Ιουλίου Κωνστάντιου, αδελφού του Κωνσταντίνου του Μεγάλου) κατάφεραν να σωθούν.
Έτσι, το καλοκαίρι του 338 ο Κωνστάντιος και οι αδελφοί του συνέρχονται στην Παννονία και διαμοιράζουν τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο μεγαλύτερος, ο Κωνσταντίνος Β΄, διατήρησε τη Γαλατία, την Ισπανία και την Αγγλία όπου κυβερνούσε ως Καίσαρ, ο νεώτερος ο Κώνστας τη Ρώμη, Ιταλία, το Ιλλυρικό, την Παννονία και τις δυτικές αφρικανικές επαρχίες, ενώ ο Κωνστάντιος Β΄ έμεινε κάτοχος της Ανατολής και των υπόλοιπων Βαλκανίων πλην του Ιλλυρικού. Αργότερα ο Κωνσταντίνος Β΄, υπαναχωρώντας στη συμφωνία, εισέβαλε στην Ιταλία, όπου και σκοτώθηκε σε συμπλοκή, αφήνοντας τον αδελφό του Κώνστα μόνο κύριο σε όλη τη Δύση (340).
Το 350 ένας αξιωματικός, ο Μάγνος Μαγνέντιος, ανακήρυξε αιφνίδια τον εαυτό του Αυτοκράτορα της Γαλατίας και καταδιώκοντας τον Κώνστα τον φονεύει. Ο Μάγνος, βοηθούμενος και από τον στρατηγό Βετράνιο, με πρεσβεία ζητούν από τον Κωνστάντιο την αναγνώρισή τους ως συνάρχοντες. Προς τον σκοπό αυτό ο Μάγνος ζητεί ως σύζυγο την αδελφή του Κωνστάντιου, την Κωνσταντία, προσφέροντας τη δική του αδελφή στον Κωνστάντιο. Ο Κωνστάντιος ρίπτει τους πρέσβεις στη φυλακή και εκστρατεύει κατά των σφετεριστών. Προκαλώντας συνάντηση για δήθεν αναγνώριση του Βετράνιου παρά τον Δούναβη, παρουσία του στρατού, με ρητορικό λόγο καταφέρθηκε κατά των προδοτών με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του στρατού του Βετράνιου να τον εγκαταλείψει. Ο δε Βετράνιος αμαχητί αποθέτει τα σύμβολα της αρχής και ζητά συγγνώμη. Στη συνέχεια ο Κωνστάντιος με 80.000 στρατό βαδίζει κατά του Μαγνέτιου, του οποίου ο στρατός (30.000 άνδρες) κατατροπώνεται.
Και ενώ είχε αναθέσει στον ξάδελφό του Γάλλο με τον τίλο του Καίσαρος τη φύλαξη των ασιατικών συνόρων με έδρα την Αντιόχεια (351) δίδοντάς του και την αδελφή του Κωνσταντία ως σύζυγο, η τυραννική διαγωγή του Γάλλου τον φόβισε ότι μπορεί να εξελιχθεί σε νέο Μαγνέτιο, κάλεσε αυτόν στη Νόλα της Ίστριας (354) και τον αποκεφάλισε (εκεί που ο πατέρας του είχε σκοτώσει τον αδελφό του Κρίσπο).
Μετά τα γεγονότα αυτά ο Κωνστάντιος, έρμαιος των ευνούχων, γινόταν μέρα με τη μέρα πιο ωμός. Οι επιδρομές βαρβάρων και Περσών άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Με παρέμβαση της συζύγου του Ευσεβίας ανακηρύσσει Καίσαρα τον μόνο ξάδελφό του Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό και του εμπιστεύεται την Γαλατία. Σε μια πολύχρονη εκστρατεία κατά των Περσών δεν κατάφερε τίποτε. Το 348 υπέστη δεινή ήττα από το βασιλιά των Περσών Σαπώρη Β΄. Δέκα χρόνια μετά, ο Σαπώρης καλεί τον Κωνστάντιο να εγκαταλείψει την Αρμενία και τη Μεσοποταμία.
Όταν αναγκάσθηκε ο Κωνστάντιος να ζητήσει τη βοήθεια του Ιουλιανού να σπεύσει κατά των Περσών με τα γαλατικά στρατεύματα, αυτά εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό Αυτοκράτορα με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα ξαδέλφια. Ο Κωνστάντιος σπεύδοντας προς συνάντηση με τον Ιουλιανό έπεσε καθ΄οδόν και ασθένησε κοντά στην πόλη Μοψουκρήνη της Κιλικίας. Βλέποντας το τέλος του ζήτησε να βαπτιστεί και απεβίωσε στις 3 Νοεμβρίου του 361, χωρίς ούτε οι οπαδοί της Νίκαιας ούτε οι Εθνικοί να πενθήσουν ειλικρινά τον Αυτοκράτορά τους.
Οι Εθνικοί μάλιστα χάρηκαν με τον θάνατό του, γιατί ο θρόνος θα περνούσε στα χέρια του Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υποστήριζε τον Εθνισμό. Το σώμα του Κωνστάντιου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η κηδεία του έγινε παρουσία του νέου Αυτοκράτορα Ιουλιανού, στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κωνστάντιο ανάμεσα στους θεούς.
Θρησκευτική πολιτική
Ο Κωνστάντιος Β΄ υποστήριξε εμφανώς τον χριστιανισμό, μη ακολουθώντας όμως τη μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική του πατέρα του Κωνσταντίνου. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του αρειανισμού και, έχοντας κοντά του τον Ευσέβιο Νικομηδείας, πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σε νέα Σύνοδο που συγκάλεσε σε Ρίμινι και Αριμίνο (δίδυμη, 359) ανακήρυξε τον αρειανισμό επίσημο θρησκευτικό δόγμα της Αυτοκρατορίας.
Πολύκροτο ζήτημα υπήρξε επί της εποχής του εκείνο του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Κατά την εποχή της βασιλείας του ισχυροί επίσκοποι, που πρόσκεινταν περισσότερο στους Ομοίους (αμιγής αρειανισμός) συνδέθηκαν στενά με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της Αυλής, αποτελώντας μία ακόμα προνομιούχο και ευνοημένη κοινωνική ομάδα. Ο Κωνστάντιος προώθησε ενεργητικά τον αρειανισμό θεωρώντας τον ως το πιο αποδεκτό φιλοσοφικά και συμβατό με τον νεοπλατωνισμό χριστιανικό δόγμα, βλέποντάς τον σαν θρησκεία «των μορφωμένων χριστιανών Απολογητών μιας προηγούμενης γενιάς, ενάντια στη νέα ύποπτη ευλάβεια του Αθανασίου που βασιζόταν στον αυξανόμενο ενθουσιασμό των Αιγυπτίων μοναχών».
Η ριζοσπαστική, απροκατάληπτη άρχουσα τάξη που είχε καταλάβει τη δημόσια διοίκηση επί Ιλλυριών Αυτοκρατόρων και είχε αποκτήσει αυλικό προφίλ επί Κωνσταντίνου Α΄, τώρα ως σκοπό θέτει τον προσεταιρισμό της χριστιανικής Εκκλησίας ως όργανο εξυπηρέτησης των φιλοδοξιών της. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στις δυτικές επαρχίες, αλλά σε μικρότερο βαθμό καθώς ο χριστιανισμός δεν είχε τόση διάδοση στη ρωμαϊκή Δύση.
Ο Κωνστάντιος εξέδωσε διατάγματα τα οποία υποβάθμιζαν την ελληνορωμαϊκή αστική λατρεία, απομακρύνοντάς την από την κρατική εξάρτηση και πρόταση. Χαρακτηριστικό είναι το διάταγμα το οποίο ανέφερε πως έπρεπε «Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών», ενώ σταδιακά απέσυρε την κρατική χρηματοδότηση από τις επίσημες τελετουργίες της, αν και ουδέποτε τις διέκοψε.
Με διάταγμά του επίσης αποφάσισε το κλείσιμο όλων των ναών, πλην των χριστιανικών, στην υπαρχία της Ανατολής, αλλά και την απαγόρευση επί ποινής θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, σε όποιον προσέφερε θυσίες σε θεούς. Εν τούτοις τα μέτρα αυτά φαίνεται πως είτε δεν είχαν γενικό χαρακτήρα, είτε δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, αφού παρατηρούνται στην Ανατολή επί εποχής Ιουλιανού, τόσο εθνικοί ναοί, όσο και ιερατείο.
Παρόλα αυτά ο ίδιος επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων Παρθένων (ιέρειες της θεάς Εστίας), δεν διέλυσε το σώμα των ιερέων της αστικής ελληνορωμαϊκής λατρείας, απένειμε δε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους πολίτες, όριζε με διάταγμα την εκλογή ιερέα για τις αφρικανικές επαρχίες, χορηγούσε οικονομικές ενισχύσεις στους ναούς ενώ ουδέποτε απαρνήθηκε τον ρόλο και τον τίτλο του Pontifex Maximus, του οποίου επικύρωσε τα δικαιώματα περί των ιερών θεσμών.
Κατά γενική ομολογία «ο εθνισμός κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έχανε έδαφος ενώ αντιθέτως ο χριστιανισμός, όπως τον δίδασκαν οι οπαδοί του Αρείου προόδευε».
Τελικώς αυτές οι εξελίξεις αποτέλεσαν μεγάλο πλήγμα για την, έτσι κι αλλιώς ευρισκόμενη σε υποχώρηση μετά την κρίση της ρωμαϊκής κοινωνίας κατά τον τρίτο αιώνα, αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία. Ωστόσο ο χριστιανισμός, αν και φανερά ευνοούμενος πλέον από το ρωμαϊκό κράτος, δεν επικρατεί ακόμα απόλυτα και ευρίσκεται σε μία ευαίσθητη ισορροπία με το παλαιότερο θρησκευτικό status quo, αφού παρά την πρότασή του η σειρά των διαταγμάτων σχετικά με την εθνική θρησκεία δεικνύουν πως «ο εθνισμός εξηκολούθει να είναι επίσημος θρησκεία του κράτους». Την εποχή άλλωστε αυτή οι πληθυσμοί των μεγάλων ρωμαϊκών πόλεων είναι στην πλειονότητά τους θρησκευτικά μεικτοί, ενώ στα χωριά της υπαίθρου ο χριστιανισμός ακόμα δεν έχει μπορέσει να διαταράξει μία παράδοση αιώνων.
Η συμπάθεια που εξαρχής επέδειξε ο Κωνστάντιος στους Ομοίους (μία εκ των τριών αρειανικών ομάδων) οδήγησε τους χριστιανούς αντιπάλους του να τον αποκαλέσουν «εχθρό της ορθοδοξίας» αφού ως «μονοκράτωρ…εθεώρησεν εύκολον την επιβολήν των αρειανικών απόψεων καθολικώς» όχι μόνο στέλνοντας στην εξορία ορθοδόξους επισκόπους, αλλά επιβάλλοντας και γενικότερο, «συστηματικό διωγμό εναντίον των οπαδών του Συμβόλου της Νικαίας».
Για το ζήτημα των διώξεων επί Κωνσταντίου, ο παγανιστής Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο οποίος τον διαδέχθηκε, έγραφε σε επιστολή του: «είχα τη γνώμη ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα είχαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ’ εμένα παρά στον προκάτοχο μου στη διοίκηση, γιατί επί βασιλείας του έτυχε πολλοί απ’ αυτούς να εξοριστούν, να καταδιωχθούν και να φυλακιστούν και μάλιστα πολλές φορές να σφαγεί μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς τους λεγόμενους αιρετικούς, όπως στα Σαμόσατα, στην Κύζικο, στην Παφλαγονία, στη Βιθυνία, στη Γαλατία και σε πολλά άλλα μέρη, όπου ολόκληρες κωμοπόλεις λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν».
Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο περίπου (μέσα του 4ου αιώνα), «ήταν η εποχή που η φιλυποψία του Κωνστάντιου άρχισε να αποκτά διαστάσεις μανίας καταδιώξεως. Οι αμέτρητοι μυστικοί αστυνομικοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος επωφελήθηκαν από αυτή την κατάσταση για να καταστρέψουν τη σταδιοδρομία κάθε ταλαντούχου στρατηγού και πολιτικού, που δεν ανήκε στην παράταξή τους».
Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος αναφέρει τον τρόμο που «ένιωθε ο Κωνστάντιος Β΄, όταν σκεπτόταν ότι μπορεί να υπήρχαν άνθρωποι που ζητούσαν χρησμούς σχετικά με τη ζωή και τον θάνατό του. Τον τρόμο αυτό φρόντιζαν να καλλιεργούν κόλακες οι οποίοι του υπέβαλλαν την ιδέα ότι πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του, ζητώντας χρησμούς από τα μαντεία για το μέλλον του, και ότι η μοίρα του εξόντωνε όλους όσους προσπαθούσαν να την επηρεάσουν». Επρόκειτο, για μια γενικευμένη κατάσταση της εποχής. «Ο φόβος της μαγείας δεν περιοριζόταν στους αδαείς. Άνθρωποι υψηλής παιδείας όπως ο Πλωτίνος και ο Λιβάνιος πίστευαν σοβαρά ότι είχαν δεχθεί μαγική επίθεση…Έτσι εξηγείται η ανελέητη εφαρμογή των νόμων του Κωνστάντιου Β΄…κατά της μαγείας [που] τώρα πια έγινε αιτία θανατικής ποινής».
Προσωπική ζωή
Δεν υπήρξε και τόσο ευτυχής οικογενειάρχης, αφού πέθανε άτεκνος, καθώς ούτε από την πρώτη σύζυγο, (ξαδέλφη του) κόρη του θείου του Ιουλίου Κωνστάντιου, ούτε από τη δεύτερη την από Θεσσαλονίκης Ευσεβία που νυμφεύθηκε στο Μεδιόλανο το 353 απέκτησε παιδί, από δε την τρίτη που νυμφεύθηκε στην Αντιόχεια το 361, την Φαυστίνα, απέκτησε ένα κορίτσι, το οποίο όμως γεννήθηκε μετά τον θάνατό του.
Στα επίσημα έγγραφα υπέγραφε με την φράση «mea aeternitas» (η εμού αιωνιότης). Υπήρξε πολύ βαθύς τυπολάτρης. Απέφευγε και την παραμικρή χειρονομία για να μη μειωθεί το μεγαλείο του αξιώματός του. Προκειμένου να επιδεικνύει την μεγαλοπρέπειά του αναζητούσε ευκαιρίες εορτών. Γιόρτασε την 10ετηρίδα και 20ετηρίδα από της αναρρήσεώς του στο θρόνο (22 Μαΐου 357) στη Ρώμη με 30ήμερες εορτές και αγώνες.
Στο στολισμό της Κωνσταντινούπολης συνέβαλε με το στήσιμο του οβελίσκου που σήμερα δεσπόζει του Λατερανού. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των ιστορικών της εποχής του ότι ο Κωνστάντιος διερχόμενος με το άρμα κάτω από αψίδες έσκυβε ελαφρά φοβούμενος μήπως ακουμπήσει το κεφάλι του σε αυτές!
Δύο όμως μεγάλα γεγονότα θεωρούσε ως θεία τιμωρία για τους φόνους των συγγενών του που καθόλου δεν εμπόδισε, τον ατέλειωτο Περσικό πόλεμο και την ατεκνία του.