Ονομαστή τριήμερη λακωνική εορτή που συνέπιπτε με τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου, ή τις πρώτες του Ιουνίου προς τιμήν του Υακίνθου αρχικώς, και μετέπειτα του Απόλλωνος, στις Αμύκλες, πέντε χιλιόμετρα προς Νότον της Σπάρτης, κοντά στη δεξιά όχθη του Ευρώτα.
Κατά την αρχαία Ελληνική Μυθολογία ο Υάκινθος ήτο ωραιότατος νέος, υιός του βασιλέως των Αμυκλών Αμύκλα, τον οποίον ηράσθησαν συγχρόνως ο Απόλλωνας και ο Ζέφυρος (σημ: το “ηράσθησαν” με την αρχαιοελληνική θεωρία του όρου, όχι σαρκικά). Επειδή όμως ο Υάκινθος συνεπάθει τονΑπόλλωνα, ο Ζέφυρος τον εφόνευσε δολίως, ωθήσας δηλ., τον υπό του Απόλλωνας ριπτόμενον δίσκον, που βρήκε τον Υάκινθο στο μέτωπο και τον άφησε νεκρό. Ο Απόλλων απαρηγόρητος για τον απροσδόκητο χαμό, έθαψε τον Υάκινθο κάτω από τον βωμό του στο τέμενος των Αμυκλών.
Από το όνομα της εορτής είναι φανερό ότι ο Υάκινθος ήτο τοπικός προδωρικός ήρως και Θεοποιηθείς ετιμάτο ως τοπικός Θεός της βλαστήσεως μαζί με την αδελφή του Πολύβοια που ταυτιζόταν με τηνΚόρη-Περσεφόνη. Οι Δωριείς διατήρησαν τις εορταστικές εκδηλώσεις των Αχαϊκών Αμυκλών και έτσι συνεχίσθηκε ως τα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας και η λατρεία του Υακίνθου πλάι στον Απόλλωνα.
Η πρώτη ημέρα των εορτών ήτο πένθιμη γιατί ήταν αφιερωμένη στο θάνατο του Υακίνθου και προσφέρονταν εναγισμοί. Από μία χάλκινη πόρτα που υπήρχε στον βωμό-τάφο, γίνονταν χοές για τον Υάκινθο. Το βράδυ έτρωγαν μόνο τα φαγητά που επέτρεπε το ειδικό τυπικό της λατρείας (όχι ζυμωτά και ψωμί) ένα κόσμιο δείπνο, μελαγχολικό, χωρίς άσματα και διασκεδάσεις.
Η δεύτερη ημέρα των Υακινθίων ήτο αφιερωμένη στο νεώτερο θεϊκό κυρίαρχο των Αμυκλών, το μεγάλο θεό των Δωριέων, τον Απόλλωνα, που ήταν προστάτης της βλαστήσεως και της συγκομιδής και άρχιζε το εύθυμο μέρος των εορτών κατά το οποίο ακουγόταν ο ύμνος του Θεού, δηλαδή ο παιάν. Κατά τη μεγάλη ‘’πανήγυρη’’ προσεφέροντο στη Σπάρτη και τις Αμύκλες ποικίλα θεάματα. Παιδιά που φορούσαν ειδικούς μακρούς χιτώνας έπαιζαν κιθάρα, ενώ άλλα χόρευαν υπό τους ήχους αυλού. Τοπικά άσματα έψαλλαν χορωδίες νέων, στις οποίες μετείχαν χορευτές με κινήσεις προσαρμοσμένες στους ήχους των ασμάτων και του αυλού.
Μία επιβλητική πομπή σχηματιζόταν από τη Σπάρτη στις Αμύκλες κατά μήκος της “Υακινθίδος” οδού. Στο κέντρο της πομπής υποτίθεται ότι ήταν ο “χιτών του Απόλλωνος” τον οποίον κάθε χρόνο, ύφαιναν στη Σπάρτη γυναίκες, για να τον αφιερώσουν στον Απόλλωνα. Στην πομπή μετείχαν παρθένες επί “καν(ν)άθρων”, δηλαδή πάνω σε αμάξια ή άρματα πλούσια στολισμένα, καθώς και έφιπποι πολίτες με στολισμένα άλογα. Η πομπή πρέπει να ξεκινούσε από το εργαστήριο ετοιμασίας του χιτώνος που και αυτό ονομαζόταν χιτών.
Μετά την αφιέρωση του καινούργιου χιτώνος στο τέμενος των Αμυκλών, επακολουθούσαν τα “νυχία ευφρόσυνα”, δηλαδή οι νυκτερινοί χοροί των γυναικών. Εκεί με θυσίες και εστιάσεις η εορτή συνεχιζόταν και την τρίτη ημέρα. Τη συμμετοχή τους στην εορτή των Υακινθίων οι Σπαρτιάτες και οι Αμυκλαιείς την θεωρούσαν βασικό θρησκευτικό καθήκον.
Σε περίπτωση πολέμου, η πόλη επεδίωκε εκεχειρία για να εορτάσει ταΥακίνθια. Στην εορτή του έτους 390 π.Χ. κατά τη διάρκεια του οποίου ο βασιλιάς Αγησίλαος ήταν μπλεγμένος στον Κορινθιακό πόλεμο και δεν ηδύνατο να παρευρεθεί ο ίδιος, υποχρεώθηκε να δώσει άδεια στους οπλίτες του που κατάγονταν από τις Αμύκλες, ώστε να φύγουν από το Λέχαιο για τη Σπάρτη. Χάριν ασφαλείας ο Σπαρτιάτης φρούραρχος του Λεχαίου ανέθεσε σε 600 Λακεδαιμονίους να προπέμψουν τους πανηγυριστές μέχρι του ασφαλούς χώρου. Οι Αμυκλαιείςαπεμακρύνθησαν από τις επιχειρήσεις ασφαλείς. Αλλά όταν η μοίρα των 600 Λακεδαιμονίων επέστρεφε στο Λέχαιον, δέχθηκε την ξαφνική επίθεση του Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτους και των πελταστών του με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι μισοί.