Ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (18 Δεκεμβρίου 1392 – 31 Οκτωβρίου 1448) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας που βασίλεψε από το 1425 μέχρι το θάνατό του το 1448 αν και συμμετείχε ενεργά στη διακυβέρνηση από το 1422, μετά από την επιδείνωση της υγείας του πατέρα του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου.
Ο Ιωάννης πραγματοποίησε από το 1424 διπλωματικές εκστρατείες στην Ουγγαρία και τη Βενετία, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το 1425 παρέδωσε οικειοθελώς τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς, ελπίζοντας ότι έτσι θα προστατεύσει την πόλη από τον επερχόμενο κίνδυνο. Την ύστατη ώρα οι Βενετοί την εγκατέλειψαν και ο Μουράτ Β΄ την κατέλαβε το 1430, με επακόλουθο σφαγές και λεηλασίες.
Ο Ιωάννης δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται για τη διοργάνωση νέας Σταυροφορίας, ενώ συνέχισε και τη σταθερή Παλαιολόγεια πολιτική ενίσχυσης του Μυστρά. Ο Ιωάννης κατάφερε να πείσει τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για τη σύγκληση ενός συμβουλίου για την ένωση των Εκκλησιών. Το Συμβούλιο πράγματι ξεκίνησε το 1438 στη Φερράρα, για να συνεχίσει από το 1439 τις εργασίες του στη Φλωρεντία, στην Ιταλία. Πλήθος απεσταλμένων έφτασαν από την Ανατολική Εκκλησία με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄. Ανάμεσά τους ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Πλήθων (Γεώργιος Γεμιστός), ο Γεώργιος (αργότερα Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Μετά από μακρές και βασανιστικές διαβουλεύσεις, επιδημίες αλλά και διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων για περιφρόνηση και κάκιστες συνθήκες σίτισης και διαβίωσης, το συμβούλιο έληξε με τη διακήρυξη του Laetentur Coeli («Ας αγαλλιάσουν οι ουρανοί»). Οι αποφάσεις του συμβουλίου της Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν ουσιαστικά οι θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, παρουσιασμένες σε ένα ενωτικό πλαίσιο υποταγής της Ανατολικής Εκκλησίας. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, βάσει της προηγούμενης εμπειρίας από τέτοιες συμφωνίες σε υψηλό επίπεδο, ο λαός και ο ευρύτερος κλήρος δεν έκαναν ποτέ αποδεκτή τη συμφωνία, παρά την επίσημη υιοθέτησή της από τον Αυτοκράτορα. Συντετριμμένος ο Ιωάννης γρήγορα κατάλαβε ότι οι προσπάθειές του για ένωση ήταν μάταιες.
Παράλληλα, οι σταυροφορικές εκστρατείες που οργανώθηκαν από τον πάπα με επικεφαλής τους Ούγγρους Λαδισλάο και Ουνιάδη, καθώς και το Σέρβο Μπράνκοβιτς, μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες κατά των Τούρκων, κατέληξαν σε διαδοχικές τραγικές ήττες στη Βάρνα (1444) και στο Κόσοβο (1448). Ο Ιωάννης βαθιά απογοητευμένος από την ύστατη ελπίδα του, πέθανε το 1448.
Ο Ιωάννης δεν είχε ίσως την εμβέλεια ή την προσωπικότητα του πατέρα του, έκανε όμως κάθε ειλικρινή προσπάθεια. Υπό τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε, λίγα ήταν δυνατά. Το συμβούλιο της Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα του, όμως ο Ελληνικός λαός ήταν αποφασισμένος να μην υποκύψει στον πάπα, ακόμα και αν το τίμημα ήταν η διαφαινόμενη τουρκική κατοχή.
Ο Ιωάννης Η’ νυμφεύτηκε το 1414 την Άννα των Ρουρικιδών, κόρη του Βασιλείου Α’ μεγάλου πρίγκιπα της Μόσχας και της Σοφίας Γενιμιδών της Λιθουανίας. Η Άννα ήταν 12η απόγονος του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου Aυτοκράτορα των Ρωμαίων. Απεβίωσε από επιδημία το 1417.
Το 1421 νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη του Θεοδώρου Β’ Παλαιολόγου μαρκήσιου του Μομφερράτου και της Ιωάννας Μπαρ-Μονμπελιάρ· η Σοφία ήταν 4η απόγονος του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου.
Το 1427 ο Ιωάννης Η’ νυμφεύτηκε σε τρίτο γάμο την Μαρία Μεγάλη-Κομνηνή (κόρη του Αλεξίου Δ’ αυτοκράτορα της Τραπεζούντας και της Θεοδώρας Καντακουζηνής), που ήταν 7η απόγονος του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και απεβίωσε το 1439 από επιδημία.
Ο Ιωάννης Ε’ έκοψε αργυρά νομίσματα 1/2 υπερπύρου, 1/4 υπερπύρου, 1/16 υπερπύρου και χάλκινα φόλλαρα.
Στο 1/2 υπερπύρου εικονίζεται η προτομή του με γύρω τις επιγραφές IΩΑΝΝΗC ΔΕCΠΟΤΗC Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC / ΘV ΧΑΡΙΤΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ενώ στην άλλη όψη η προτομή του Χριστού. Το ότι δεν έκοψε χρυσά (ολόκληρα) υπέρπυρα φανερώνει τη δύσκολη οικονομική κατάσταση.