Ο Ανδρέας Κάλβος (Απρίλιος 1792 – 3 Νοεμβρίου 1869) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου δεν υπάρχει γνωστή απεικόνιση.
– Περισσότερα στοιχεία για τον Ανδρέα Κάλβο ΕΔΩ.
[ΤΙΤΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ: Η ΛΥΡΑ, Ωδαί 1824]
α΄
Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος;
β΄
Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας.
γ΄
Εδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
σίγα εδώ, μη ταράξεις
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων.
δ΄
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα.
ε΄
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.
ς΄
Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα.
ζ΄
Ω παντοδυναμότατε!
τί είναι; τί παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν
μου στέκονται οι τρίχες!.. λείπει
η αναπνοή μου!
η΄
Ιδού, η πλάκα σείεται…
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κι εμπρός μου μένει.
θ΄
Επυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Τί είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου;
ι΄
Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;… αν άφηκας
τον άδην… ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ’ έχει.
ια΄
—Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη που σ’ εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις.
ιβ΄
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
να με αγκαλιάσεις.
ιγ΄
Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχει
τους οφθαλμούς σου·
ιδ΄
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ’ αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύει,
παρηγορήσου.
ιε΄
Τί κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους.
ις΄
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· οι ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
οι χαραί και το μέλι
σας βασανίζουν.
ιζ΄
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον.
ιη΄
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίσει
τ’ όνομα του θανάτου·
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι.
ιθ΄
Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με χείρα
ωθεί τους ζώντας.
κ΄
Υιέ μου πνέουσαν μ’ είδες·
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.
κα΄
Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κι έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον.
κβ΄
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφήνω·
πάλιν θέλω σε ιδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον.
κγ΄
Με την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον… χαίρε…
κδ΄
Τέκνον μου χαίρε… — Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσεις. Έπεσε.
Και μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος.
κε΄
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα!
κς΄
Και συ στόμα οπού εφίλησα
τόσες φορές, με τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει!
κζ΄
Ε, και άπειρος ας είναι
κι έτι φοβεροτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας.
κη΄
Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα.
κθ΄
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος.
λ΄
Κείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
να ρίψει φόβον;
λα΄
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας.
λβ΄
Εγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων.
λγ΄
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον.
λδ΄
Επάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ’ άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ’ άφθονα χέρια.
λε΄
Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, και γω τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.