Ο Ρόμπερτ Χουκ (28 Ιουλίου 1635 – 3 Μαρτίου 1703) ήταν Άγγλος φυσικός και αρχιτέκτονας, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην επιστημονική επανάσταση τόσο με το πειραματικό όσο και με το θεωρητικό έργο του.
Έγινε κυρίως γνωστός για τον νόμο της ελαστικότητας που φέρει το όνομά του (νόμος του Χουκ) και για το βιβλίο του «Μικρογραφία» που εισάγει για πρώτη φορά τον όρο κύτταρο. Την περίοδο που σπούδαζε στην Οξφόρδη εργάστηκε ως βοηθός του Ρόμπερτ Μπόιλ για τον οποίο μάλιστα κατασκεύασε και μία αντλία κενού την οποία χρησιμοποίησε ο Μπόιλ για τα πειράματά του που τον οδήγησαν στην διατύπωση του πρώτου νόμου των αερίων. Παρατηρώντας τα απολιθώματα έγινε από τους πρώτους που συνέλαβαν την ιδέα της εξέλιξης.
Ο Χουκ μελέτησε επίσης το φαινόμενο της διάθλασης, από το οποίο συμπέρανε πως το φως έχει κυματική φύση. Επίσης ο Χουκ κατέληξε στον νόμο της παγκόσμιας έλξης την ίδια περίοδο με τον Νεύτωνα, δείχνοντας πως από τους νόμους του Κέπλερ προκύπτει αυτός ο νόμος. Ο Νεύτων όμως απέδειξε πως οι νόμοι του Κέπλερ προκύπτουν από τον γενικότερο νόμο της παγκόσμιας έλξης.
Ο Χουκ ήταν επίσης σημαντικός αρχιτέκτονας και εργάστηκε στην ανοικοδόμηση του Λονδίνου μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1666. Επίσης υπήρξε πρωτοπόρος στην έρευνα για την κατασκευή χαρτών εξελίσσοντας τον συγκεκριμένο τομέα.
Η ζωή του Χουκ μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη που ήταν λαμπρός επιστήμονας αλλά φτωχός, στην δεύτερη που κατόρθωσε να ευημερήσει ύστερα από σκληρή εργασία και στην τρίτη που χαρακτηρίστηκε από έντονες επιστημονικές διαμάχες.
Ο Χουκ γεννήθηκε στη νήσο Γουάιτ της Μάγχης και ήταν ο τελευταίος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής στο τοπικό σχολείο και είχε την δυνατότητα να διδάξει το γιο του. Η οικογένειά του ήταν φιλομοναρχική, κάτι που πέρασε και στον Ρόμπερτ. Όταν ο πατέρας του πέθανε, άφησε στον Ρόμπερτ ένα ποσό για να σπουδάσει. Είχε στο μυαλό του πως θα γινόταν ωρολογοποιός ή σχεδιαστής. Ο Χουκ ήταν πολύ ικανός φοιτητής και γρήγορα κατάφερε να μπει στο σχολείο του Γουεστμίνστερ όπου έγινε γνώστης Λατινικών, Ελληνικών, Ευκλείδειας Γεωμετρίας και κάποιων βασικών αρχών μηχανικής.
Στη συνέχεια ο Χουκ πήγε στην Οξφόρδη όπου σπούδασε στο Wadham College. Εκεί εργάστηκε ως βοηθός του Τόμας Γουάιλις και του Ρόμπερτ Μπόιλ. Είχε σημαντική συμβολή στην διατύπωση πρώτου νόμου των αερίων, καθώς κατασκεύασε μία αντλία κενού την οποία χρησιμοποίησε ο Μπόίλ για τα πειράματά του που τον οδήγησαν στην διατύπωση του της θεωρίας του.
Το 1655 ο Χουκ ασχολήθηκε με την αστρονομία. Βελτίωσε τον μηχανισμό του εκκρεμούς και βρήκε μία νέα μέθοδο για τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους.
Ήταν από τους ιδρυτές της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρίας που ιδρύθηκε το 1660.
Το 1665 εξέδωσε το πολύ σημαντικό του έργο, την «Μικρογραφία» η οποία περιείχε παρατηρήσεις που είχε κάνει με το τηλεσκόπιο. Στο βιβλίο αυτό εισήγαγε την έννοια του κυττάρου για να περιγράψει την δομή των βιολογικών οργανισμών. Το όνομα το εμπνεύστηκε παρατηρώντας με το μικροσκόπιο την μορφή φλούδας από φελλό, στον οποίο τα κύτταρα έχουν την μορφή μικρών κελιών. Στο βιβλίο αυτό αναφέρει και ορισμένες ιδέες για το φαινόμενο της καύσης που εκείνη την περίοδο εξακολουθούσε να αποτελεί μυστήριο.
Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου το 1666 ο Χουκ εργάστηκε ως αρχιτέκτονας για την ανοικοδόμηση της πόλης. Θεωρήθηκε ιδιαίτερα αξιόλογος αρχιτέκτονας.
Ο Χουκ χαρακτηριζόταν αρκετά οξύθυμος, κυρίως στα τελευταία χρόνια της ζωής και ενεπλάκη σε κάποιες διαμάχες που πήγαζαν από την αφοσίωση του στις θεωρίες του αλλά και στην θερμή προσήλωσή του στο βασιλικό καθεστώς. Η φήμη του υπέφερε λόγω της διαμάχης του με τον μεγάλο Άγγλο φυσικό Νεύτωνα, του οποίου η μεγάλη φήμη επισκίασε το έργο του Χουκ. Οι σύγχρονες έρευνες, όμως, αποκατέστησαν την φήμη του και το μέγεθος της προσφοράς του.
Ο Χουκ πέθανε στο Λονδίνο στις 3 Μαρτίου του 1703 σε ηλικία 68 ετών.