Ο Αχιλλέας Παράσχος (πραγματικό όνομα Νασάκης ή Νασίκογλου· Ναύπλιο 1838 – Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1895) ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα, εκπρόσωπος της πρώτης Αθηναϊκής σχολής. Παράσχος ήταν το μικρό όνομα του πατέρα του.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από τη Χίο. Νωρίς εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τον πατέρα του έπειτα από την καταστροφή της Χίου. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον αδελφό του Γεώργιο (1821-1886), επίσης ποιητή. Από όσα γνωρίζουμε δεν έκανε σπουδές και κατόρθωσε να μορφωθεί από τις εφημερίδες και τα βιβλία τα οποία διάβαζε. Δεν εργάστηκε ποτέ του, καθώς χρήματα και φήμη τού έδιναν μονάχα οι στίχοι του. Οι πολιτικοί της εποχής τον διόριζαν σε διάφορες θέσεις μόνο και μόνο για να εισπράττει μισθό.
Στα νεανικά του χρόνια αναμείχθηκε στον κύκλο της Χρυσής Νεολαίας, στους σπουδαστές και στους διανοούμενους οι οποίοι είχαν στόχο την απομάκρυνση του Όθωνα, και που εξαιτίας αυτής της φυλακίσθηκε στις φυλακές του Μεντρεσέ απέναντι από τους Αέρηδες και πού εξαιτίας αυτού εμπνεύστηκε το ποίημά του «Εις τον πλάτανον του Μεντρεσέ» το οποίο και έγινε πανελληνίως γνωστό. Αφέθηκε γρήγορα ελεύθερος γιατί στην φυλακή αρρώστησε βαριά αλλά δεν σταμάτησε την δράσης του εναντίον του Όθωνα. Τη νύχτα που καταλύθηκε ή εξουσία ο Παράσχος ήταν ένας από τους πολίτες που πήγαν στον στρατώνα του πυροβολικού για να ενωθούν με τον ξεσηκωμένο στρατό. Ωστόσο, όταν το 1867 πέθανε ο Όθων μετανιωμένος για τη στάση του έγραψε το Ελεγείον εις τον Όθωνα δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την απογοήτευσή του από την πολιτική εκείνων που είχαν εκδιώξει τον Όθωνα,αλλά δεν τήρησαν τις επαγγελίες τους.
Δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στα περιοδικά Αβδηρίτης και Χρυσαλλίς. Όταν το 1881 εξέδωσε τρεις τόμους με ποιήματά του, εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 50.000 δραχμών. Ωστόσο γρήγορα το σπατάλησε και άρχισε να ζητά βοήθεια από τους φίλους του. Ταξίδεψε στη Ρουμανία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Αγγλία όπου οι εκεί Έλληνες τον υποδέχθηκαν με αγάπη.
Απεβίωσε το 1895 και ενταφιάστηκε στο Α΄ Κοιμητήριο των Αθηνών. Η κηδεία του, με είκοσι επικήδειους, συγκέντρωσε πλήθος κόσμου και έγινε παρουσία και του τότε βασιλιά, Γεωργίου Α’. Τέτοια πάνδημη κηδεία δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.
Όπως έγραψε και ό Ξενόπουλος «Δεν έμεινε άνθος που να μην κατατεθεί εις τον τάφον του εκείνον στολιζόμενον καθημερινώς επί εβδομάδας, επί μήνας από γνωστούς και αγνώστους θαυμαστάς. Όλοι τον έκλαψαν ως τον τελευταίον εθνικόν ποιητήν του ελληνισμού».
Αποτίμηση του έργου του
Τον Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Η φήμη του έφτασε και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και όταν απήγγειλε, ο κόσμος έσπευδε να τον ακούσει. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική του ποίηση, τα μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και λησμονήθηκε.
Η επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και την επίδραση που δέχτηκε από τον Γαλλικό Ρομαντισμό ο οποίος είχε περάσει μαζί με την υπόλοιπη Γαλλική μόδα στον ελληνικό αστισμό.
Η γλώσσα του ήταν μικτή, κυρίως καθαρεύουσα, αλλά κάποιες φορές και γνήσια δημοτική στο ύφος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Από τεχνικής άποψης, οι στίχοι του ήταν φλογεροί πατριωτικοί καί βαθύτατα δημοκρατικοί καί παρουσιάζουν κάποια ελαττώματα – όπως χασμωδίες και επαναλήψεις – και το ίδιο πολλές φορές συμβαίνει και με το περιεχόμενό τους, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ένας ατάλαντος ποιητής.
Ο ποιητής χώρισε τα ποιήματά του στις ενότητες Δάφνες (πατριωτικά), Ιτέας (ελεγειακά), Χλόη (παιδαγωγικά), και Φύλλα (διάφορα). Το ιδεώδες του ήταν υπερβολικά ρομαντικό με στοιχεία από την ποίηση των λόρδου Βύρωνα, Αλφόνς Ντε Λαμαρτίν του Οσιάν και από το υποτονικό βλέμμα ενός νοσηρού πουριτανισμού.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραψε για τον Παράσχο: «Εις πάντα αυτού τα ποιήματα θαυμάζομεν κραυγάς ανερχομένας εις τα χείλη εκ των μυχών αληθώς αλγούσης καρδίας, ευγλώττους αποστροφάς, σφοδρότητα πάθους, μεταφοράς ποιητικωτάτας». Ο Δημήτριος Βερναδάκης τον αποκάλεσε «υπέροχο» και ανάλογο θαυμασμό προς το πρόσωπό του έδειχνε και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Τέλος, για τον Κωστή Παλαμά αποτέλεσε «το λυρικό ίνδαλμα των νιάτων του. Την ποίησή του παρόλη την οσμή του μπαρουτιού, της λεβεντιάς της φουστανέλλας, την λάμψη του αγώνα καί το πατριωτικό μένος την διακρίνει πιο πολύ η θυλυκή ευπάθεια παρά η αρρενωπή ενέργεια».
Ο Παράσχος είναι ο ποιητής μιας ευσυγκίνητης, υπερευαίσθητης, ρομαντικής κοινωνίας η οποία έτσι τον ήθελε για να τον αγαπήσει καί για να τον δοξάσει. Ο Παράσχος επέζησε όλων των άλλων ρομαντικών ποιητών φτάνοντας μέχρι το κατώφλι του επόμενου αιώνα. Είδε τις νέες τάσεις που ερχόντουσαν για να παραμερίσουν τα ξεπερασμένα ιδανικά. Προσπάθησε να αντιταχθεί αλλά σιγά σιγά βεβαιωνόταν γαι το μάταιο της προσπάθειάς του, αν και πολύς κόσμος εξακολουθούσε να τον αγαπάει, οι νέοι ποιητές του τότε χάραζαν τον καινούργιο δρόμο της ποίησης, βέβαιοι για το μέλλον τους, περιφρονούσαν την εφήμερη δόξα του.
Εργογραφία
’’Διάσπαρτα εδώ κι εκεί ποιηματά του(Τετράτομο) τα οποία και χαιρετίστηκαν ως εθνικό γεγονός γιατί ό ποιητής ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Ό λαός είχε απομνημονεύσει πολλούς από τους στίχους του ενώ μελοποίησε τα ερωτικά ποιήματά του ο λαϊκός τραγουδιστής Ζαΐμης’’ ποίηση (1881)
’’Εις τον πλάτανον του μεντρεσέ (εμπνευσμένο΄από την φυλάκισή του στις ομώνυμες φυλακές)’’ ποίημα (1880)
’’Ελεγείον εις τον Όθωνα’’ ποίηση (1882)