Ξεκινά η εξέγερση που οδήγησε στη σφαγή της Δράμας και τις βουλγαρικές θηριωδίες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ως εξέγερση και σφαγή της Δράμας ή γεγονότα της Δράμας αναφέρονται η εξέγερση των Ελλήνων ενάντια στην βουλγαρική κατοχή και τον επιχειρούμενο εκβουλγαρισμό και η σφαγή που ακολούθησε από τις δυνάμεις κατοχής.

Η εξέγερση ξέσπασε στις 28 Σεπτεμβρίου και διήρκεσε μέχρι τις 2 Οκτωβρίου του 1941, ενώ μέχρι τις 5 του ίδιου μήνα, οι βουλγαρικές δυνάμεις εκτόπισαν τους Έλληνες αντάρτες και πρόσφυγες από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους.

Αποτέλεσε την πρώτη μαζική λαϊκή εξέγερση στον ελλαδικό χώρο αλλά και ένα από τα πρώτα (αναφέρεται και ως το πρώτο) σε ευρωπαϊκή κλίμακα κινήματα εναντίον του Άξονα.

Μετά την καταστολή του κινήματος ακολούθησαν μαζικά αντίποινα κυρίως στον νομό Δράμας από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Σφαγές κατά Ελλήνων έλαβαν χώρα στην πόλη της Δράμας καθώς και στην ευρύτερη περιοχή όπως στο Δοξάτο, τη Χωριστή, την Αδριανή, την Προσοτσάνη, τα Κύργια κ.λπ., ενώ λίγοι ήταν οι οικισμοί που δεν μέτρησαν νεκρούς

Η βουλγαρική ζώνη κατοχής

Μετά την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και την ακόλουθη επικράτηση της Βέρμαχτ, η χώρα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής: γερμανική, βουλγαρική και ιταλική. Η Βουλγαρία έλαβε την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (πλην ενός κομματιού του Νομού Έβρου κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων), περιοχές που από δεκαετίες αποτελούσαν στόχο του βουλγαρικού αλυτρωτισμού και είχαν περιέλθει βραχυπρόθεσμα υπό την κατοχή του βουλγαρικού κράτους μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Βουλγαρία προσπαθούσε να της αναγνωριστεί η de jure προσάρτηση των εδαφών, και όχι απλώς η κατάληψη τους, ενώ από την πλευρά της η Γερμανία, παρόλο που δεν δεχόταν την επίσημη προσάρτηση των εδαφών όσο θα κρατούσε ο πόλεμος, παραχώρησε ελευθερία κινήσεων στις βουλγαρικές αρχές.

Ανθελληνικά μέτρα

Η βουλγαρική κατοχή συνοδεύτηκε από μια σειρά μέτρων εναντίον του ελληνικού πληθυσμού:
μεταξύ άλλων καταλύθηκαν οι ελληνικές αρχές και απελάθηκαν οι Έλληνες διανοούμενοι, επιστήμονες, αρχιερείς, κληρικοί και δημόσιοι υπάλληλοι,
επιβλήθηκε η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας με την ταυτόχρονη απαγόρευση της ελληνικής και την επιβολή προστίμων στους παραβάτες,
τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν και αντικαταστάθηκαν από βουλγαρικά,
απαγορεύθηκαν ακόμη η κατοχή ελληνικών βιβλίων ιστορίας και η λειτουργία ελληνικών τυπογραφείων,
ενώ οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν βουλγαρικές καταλήξεις στα επίθετά τους.
Παράλληλα, εφαρμόστηκε τακτική εποικισμού με Βούλγαρους, στους οποίους δόθηκαν οι περιουσίες των Ελλήνων που είχαν εγκαταλείψει την περιοχή

Γενικότερα, η Βουλγαρία με τα σκληρά μέτρα που ακολουθούσε σε βάρος του πληθυσμού είχε στόχο την de jure προσάρτηση των ελληνικών εδαφών στο βουλγαρικό κράτος. Ο νομάρχης της Δράμας Basil Georgiev, σε επιστολή του στο βουλγαρικό Υπουργείο Εσωτερικών στις 15 Σεπτεμβρίου του 1941 ζητούσε την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου για να ξεκινήσει ο οικονομικός και πολιτικός εκβουλγαρισμός.

Η γερμανική διοίκηση δυσανασχετούσε για πολιτικούς, υγειονομικούς και οικονομικούς λόγους με τα μέτρα των βουλγαρικών αρχών κατοχής, που είχαν αναγκάσει χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Μακεδονία και να καταφύγουν στη γερμανοκρατούμενη Κεντρική Μακεδονία σχεδόν χωρίς υπάρχοντα.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με βουλγαρικές εκτιμήσεις, μέχρι τα τέλη του θέρους του 1941 είχαν εγκαταλείψει τον νομό Δράμας 25.000 Έλληνες, ενώ ελληνική πηγή κάνει λόγο για περίπου 30.000 πρόσφυγες από την περιοχή της Καβάλας μέχρι το 1942.

Προετοιμασία της εξέγερσης

Παράλληλα με τη συγκρότηση και δράση ανταρτικών ομάδων στην περιοχή της Νιγρίτας και Αμφίπολης, που οδήγησαν αργότερα στη σφαγή των Κερδυλίων, επικρατούσε αναβρασμός στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου είχαν σημειωθεί ορισμένες αντιστασιακές ενέργειες ήδη από το ξεκίνημα της Κατοχής ως αποτέλεσμα της δράσης του Μακεδονικού Γραφείου (Μ.Γ.) του ΚΚΕ, με προεξάρχοντα τον γραμματέα της περιφερειακής επιτροπής της Δράμας, Παντελή Χαμαλίδη (γνωστός και με τα ψευδώνυμα «Αλέκος» και «Αρμένης»).

Συγκεκριμένα, με ενέργειες της Π.Ε. Δράμας συγκροτήθηκαν από το καλοκαίρι του 1941 αντάρτικες ομάδες στους ορεινούς όγκους της Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίες στις αρχές Σεπτεμβρίου αποτελούνταν από περίπου 200 ένοπλους. Δεν είναι ακόμη εξακριβωμένο αν η απόφαση για το πέρασμα στην ενεργή ένοπλη δράση ήταν αποτέλεσμα της καθοδήγησης του Μ.Γ. του ΚΚΕ ή της Π.Ε. Δράμας. Πάντως είναι αποδεκτό πως η εξέγερση εκδηλώθηκε δίχως την έγκριση των κεντρικών οργάνων του ΚΚΕ.

Παράλληλα, διαπιστώθηκε διάσταση απόψεων ανάμεσα στον βασικό οργανωτή της εξέγερσης – Χαμαλίδη – και άλλα μέλη του κόμματος, όπως π.χ. τον γραμματέα του Μ.Γ. Απόστολο Τζανή, ο οποίος αναφέρεται ότι ήταν αντίθετος στη γενίκευση της ένοπλης δράσης, προσπαθώντας μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, να αποτρέψει τη συμμετοχή χωριών των Σερρών στην εξέγερση, φοβούμενος τα αντίποινα των βουλγαρικών αρχών Κατοχής Σύμφωνα με το στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, Θανάση Χατζή, το αρχικό σχέδιο δράσης περιλάμβανε την οργάνωση σαμποτάζ με την ανατίναξη του ηλεκτρικού σταθμού της Δράμας και δύο γεφυρών.

Η εξέγερση

Η εξέγερση ξεκίνησε το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου από το Δοξάτο όπου αντάρτες από τη συγκεκριμένη κωμόπολη και τη γειτονική Χωριστή, υπό τον Χρ. Καλαϊτζή ή Καλαϊτζίδη, επιτέθηκαν εναντίον του τοπικού αστυνομικού σταθμού σκοτώνοντας μερικούς Βούλγαρους αστυνομικούς.

Οι επαναστατημένοι επιτέθηκαν με παρόμοιο τρόπο σε περίπου 25 οικισμούς: συγκεκριμένα εκτέλεσαν διορισμένους Βούλγαρους αξιωματούχους (κοινοτάρχες, κοινοτικούς υπαλλήλους κλπ), καθώς και Έλληνες συνεργάτες τους και χτύπησαν αστυνομικά τμήματα.

Εντός της πόλης της Δράμας οι επαναστάτες πέτυχαν να ανατινάξουν το ένα από τα δύο εργοστάσια ηλεκτροφωτισμού και πέταξαν προκηρύξεις. Ακόμη πραγματοποιήθηκε αποτυχημένη επίθεση κατά του σιδηροδρομικού σταθμού, ενώ προσβλήθηκε – με μικρά αποτελέσματα – το στρατόπεδο του Σώματος Εφοδιασμού Πολέμου. Παρόλο που οι αντάρτες κατάφεραν να καταλύσουν τις βουλγαρικές αρχές στην ύπαιθρο[, απέτυχαν να εκπληρώσουν τους αντικειμενικούς τους στόχους μέσα στη Δράμα, γεγονός που οφείλεται αφενός στον κακό επιχειρησιακό σχεδιασμό και αφετέρου στη γρήγορη αντίδραση των Βούλγαρων εξαιτίας της πρόωρης σύγκρουσης στο Δοξάτο. Η αποτυχία των ανταρτών στη Δράμα, οδήγησε την ηγεσία τους στην απόφαση να εγκαταλείψει τον Μαυρόβατο που λειτούργησε τις πρώτες ώρες της εξέγερσης ως επιχειρησιακό κέντρο και να καταφύγει προς τα ορεινά.

Παράλληλα, ομάδα σαμποτέρ υπό τον Β. Γερμανίδη προσπάθησε να ανατινάξει τη σιδηροδρομική γέφυρα του Νικηφόρου, όμως απέτυχε εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης που προέβαλε το βουλγαρικό φυλάκιο που είχε επιφορτιστεί τη φύλαξή της.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Γκεόργκι Ντασκαλόφ, οι επαναστάτες δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες εναντίον Βουλγάρων αμάχων και αιχμαλώτων. Επιπλέον, μετά την πρώτη αντίδραση των βουλγαρικών δυνάμεων, η απόφαση του Χαμαλίδη να μην υιοθετήσει τακτική ανταρτοπόλεμου, αλλά να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον εχθρό σε μάχες εκ παρατάξεως στέρησε από τους εξεγερθέντες οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας.

Η βουλγαρική εξουσία είχε αποκατασταθεί πλήρως μέχρι τις 2 Οκτωβρίου, ωστόσο η καταδίωξη των ανταρτών, αλλά και των πολιτών που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου.

Η σφαγή

Από την 29η Σεπτεμβρίου οι βουλγαρικές δυνάμεις αντιδρώντας με εξαιρετική σκληρότητα, πέρασαν στην αντεπίθεση, ενώ η εξέγερση εμφάνιζε σοβαρές αδυναμίες λόγω κακού συντονισμού και ελλιπούς οπλισμού. Ακολούθησαν μαζικές σφαγές οι οποίες επεκτάθηκαν ακόμη και σε περιοχές που δεν έλαβαν μέρος στην εξέγερση, όπως οι Σέρρες, η Καβάλα και η Θράκη. Υπολογίζεται πως οι βουλγαρικές δυνάμεις εκτέλεσαν ομαδικά ανθρώπους σε πάνω από 60 πόλεις και οικισμούς.

Στην πόλη της Δράμας από το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις αμάχων, οι δολοφονίες στους δρόμους, οι βασανισμοί σε αστυνομικά τμήματα και σε στρατώνες αλλά και οι ομαδικές εκτελέσεις. Οι εκτελέσεις αυτές έλαβαν χώρα σε διαφορετικά σημεία: στην περιοχή του Ινστιτούτου Καπνού, στους πρόποδες του Κορυλόβου, στον δρόμο προς το Μοναστηράκι, πίσω από το Γυμνάσιο Αρρένων, πίσω από το πάρκο των Κομνηνών, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη Στενήμαχο. Τα θύματα εντός της Δράμας υπολογίζονται μεταξύ 366 και 500 ατόμων, ενώ το κλίμα αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας που επικράτησε σημειώνεται ακόμη και από βουλγαρικές πηγές.

Εκτός από την πόλη της Δράμας εκτελέστηκαν 350 άρρενες στο Δοξάτο και 135 στη Χωριστή, 114 κάτοικοι των Κύργιων, 92 στη Κορμίστα Σερρών, 30 στους Φιλίππους Καβάλας κ.α. Εκτελέσεις έγιναν ακόμη στην Προσοτσάνη, τα Κουδούνια, τα Κοκκινόγεια, την Πλατανιά, τον Δρυμότοπο, τους Σιταγρούς, τον Καλό Αγρό κ.α.

Ακόμη, πολλοί αντάρτες σκοτώθηκαν σε μάχες ή συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν αργότερα με αποφάσεις των κατοχικών βουλγαρικών στρατοδικείων. Εκτός των εκτελέσεων πολλοί Έλληνες φυλακίστηκαν, ενώ τα μέλη του ΚΚΕ που καθοδηγούσαν την εξέγερση σκοτώθηκαν σταδιακά όλα μαζί και με δεκάδες οργανωτές και συμμετέχοντες κομμουνιστές. Επιβίωσε μόνο ένα μέλος του Μ.Γ., ο Θεόκλητος Κρόκος, ο οποίος απολογήθηκε σε επιτροπή του ΚΚΕ για το αυθόρμητο ξέσπασμα της εξέγερσης.

Από ελληνικής πλευράς, τα θύματα κατά από την καταστολή της εξέγερσης και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των επόμενων ημερών ξεπέρασαν τα 2.000, με ορισμένες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για τουλάχιστον 4.000 με 5.000 νεκρούς.

Βουλγαρικές απώλειες

Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που ακολούθησαν, οι συνολικές βουλγαρικές απώλειες ανήλθαν σε 104 νεκρούς και 107 τραυματίες, στους οποίους συγκαταλέγονταν τόσο ένοπλοι (στρατιώτες, χωροφύλακες, πολιτοφύλακες κλπ), όσο και άμαχοι (κυρίως διορισμένοι τοπικοί άρχοντες, κρατικοί υπάλληλοι και συνεργάτες των κατοχικών αρχών).

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με βουλγαρικές εκτιμήσεις, κατά το διήμερο του ξεσπάσματος της εξέγερσης σκοτώθηκαν από βουλγαρικής πλευράς 25 άτομα και τραυματίστηκαν άλλα 18, ενώ υπήρξαν ισάριθμοι αιχμάλωτοι. Κατόπιν, στο διάστημα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στις περιοχές του Τσαλ Νταγ και του Παγγαίου οι βουλγαρικές δυνάμεις μέτρησαν ακόμη 79 νεκρούς και 89 τραυματίες.

Συνέπειες

Πάνω από 10.000 Έλληνες εγκατέλειψαν την περιοχή φοβούμενοι τη καταστολή των βουλγαρικών αρχών. Με τη δημοσιοποίηση της είδησης της σφαγής στην Αθήνα, η Κ.Ε του ΚΚΕ έστειλε την Χρύσα Χατζηβασιλείου στη Θεσσαλονίκη ώστε να ελέγξει από εκεί την κατάσταση και να αναστείλει πλήρως την ένοπλη δράση των κομμουνιστών ανταρτών στην περιοχή της Μακεδονίας. Συνέπεια αυτών, ο ντόπιος πληθυσμός αντιμετώπιζε πλέον με επιφύλαξη τις αριστερές αντάρτικες ομάδες, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η ανάπτυξη αυτόνομων και εθνικιστικών αντιστασιακών ομάδων.

Μακροπρόθεσμα αποθαρρύνθηκε η προσέλευση περαιτέρω εποίκων από την Βουλγαρία στην περιοχή και μεταπολεμικά η εξέγερση και τα γεγονότα που ακολούθησαν συνετέλεσαν στο να εκτεθεί ανεπανόρθωτα η Βουλγαρία.

Διαχείριση της μνήμης

Ο πρώτος χρονικά που προσπάθησε να ερμηνεύσει τα γεγονότα της Δράμας ήταν ο τότε γενικός επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας και μετέπειτα γενικός διοικητής Μακεδονίας της δοσιλογικής κυβέρνησης, Αθανάσιος Χρυσοχόου, ο οποίος σε αναφορά του προς την ελληνική δοσιλογική κυβέρνηση και τις γερμανικές αρχές, σημείωνε πως βάσει των πληροφοριών που είχε συλλέξει, η εξέγερση ήταν αποτέλεσμα κοινής δράσης Ελλήνων και Βουλγάρων κομμουνιστών. Αργότερα, ο ίδιος υποστήριξε πως η εξέγερση οργανώθηκε από τις βουλγαρικές αρχές Κατοχής, με τις οποίες συνέπραξαν πρόθυμα οι Έλληνες κομμουνιστές.

Τη θεωρία περί συνεργασίας των Ελλήνων κομμουνιστών με τις βουλγαρικές αρχές υποστήριξαν το 1945 ο συγγραφέας και πολιτικός Κωνσταντίνος Σνωκ και ο ηγέτης των εθνικιστών ανταρτών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Αντώνιος Φωστερίδης.

Τα επόμενα χρόνια, παράγοντες όπως το ξέσπασμα του Εμφυλίου και η διαμόρφωση της ιδεολογίας του «από βορράν κινδύνου» οδήγησαν την συντηρητική παράταξη στην υιοθέτηση των ανωτέρω ανεδαφικών ερμηνειών περί της εξέγερσης της Δράμας, σε μια προσπάθεια να πληγεί περαιτέρω η ελληνική Αριστερά.

Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία της εξέγερσης, τα σκληρά αντίποινα των κατοχικών δυνάμεων, ο γρήγορος θάνατος σχεδόν όλων των πρωταγωνιστών και η απουσία επίσημης εκδοχής από πλευράς της ηγεσίας της Αριστεράς, προκάλεσαν σύγχυση στην ελληνική αριστερή ιστοριογραφία σχετικά με τα γεγονότα της Δράμας: συγκεκριμένα, αρκετοί συγγραφείς και απομνημονευματογράφοι υιοθέτησαν την άποψη περί βουλγαρικής προβοκάτσιας ή παγίδευσης, αποδίδοντας ευθύνες στην Π.Ε. Δράμας και κυρίως στον Παντελή Χαμαλίδη, ο οποίος σκοτώθηκε τον Μάιο του 1942.

Ο Θεόκλητος Κρόκος (το μοναδικό μέλος του Μ.Γ. του ΚΚΕ που επέζησε των γεγονότων της Δράμας) ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως ο Χαμαλίδης έπεσε θύμα προβοκάτσιας της Οχράνα, ενώ δεκαετίες αργότερα, ο Βασίλης Τσουκαλίδης (οργανωτικό μέλος του ΚΚΕ στο Παγγαίο κατά την περίοδο της εξέγερσης) τάχθηκε υπέρ της εκδοχής της προβοκάτσιας υποστηρίζοντας επιπλέον πως μια σειρά επιθέσεων κατά βουλγαρικών στόχων έγιναν από Οχρανίτες.

Ο Σόλων Γρηγοριάδης συμφώνησε με το μεταπολεμικό πόρισμα της Διοίκησης Χωροφυλακής Δράμας πως η εξέγερση ήταν αποτέλεσμα της παγίδευσης των Ελλήνων κομμουνιστών από Βούλγαρους πράκτορες που παριστάνοντας τους κομμουνιστές, τους έπεισαν να προχωρήσουν στο εγχείρημα. Ο Τάσος Βουρνάς συμφώνησε εν μέρει με τον Γρηγοριάδη, υποστηρίζοντας πως οι βουλγαρικές αρχές ήταν ενήμερες για την προετοιμαζόμενη εξέγερση, την οποία ενδέχεται να ενθάρρυναν με έμμεσο τρόπο έχοντας ήδη ετοιμάσει το σχέδιο κατάπνιξής της, ενώ ο Θανάσης Χατζής υποστήριξε πως «σύμφωνα με βάσιμα στοιχεία που υπάρχουν» οι ντόπιοι κομμουνιστές παγιδεύτηκαν από τις φήμες που διέδιδαν πράκτορες της βουλγαρικής αστυνομίας. Ανάλογες απόψεις εξέφρασαν μεταξύ άλλων οι Μάρκος Βαφειάδης, Πέτρος Ρούσος, αλλά και οι προσκείμενοι στο ΚΚΕ ιστορικοί που συνέγραψαν δοκίμιο για την Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης.

Κατά τον Χάγκεν Φλάισερ, υπάρχουν ενδείξεις περί παγίδευσης των Ελλήνων κομμουνιστών από τις βουλγαρικές αρχές και την Οχράνα. Επιπλέον, ο Γερμανός ιστορικός αξιολογεί τα αποτελέσματα της εξέγερσης ως πενιχρά και τις βουλγαρικές απώλειες μικρές αλλά ικανές για να δικαιολογήσουν σκληρά αντίποινα.

Σύμφωνα με νεότερους ιστορικούς και ερευνητές όπως ο Σπύρος Κουζινόπουλος και οι Χατζηαναστασίου και Πασχαλίδης, ο διαδεδομένος, εντός της ελληνικής ιστοριογραφίας, ισχυρισμός περί βουλγαρικής προβοκάτσιας είναι αστήρικτος. Ειδικότερα, οι δύο τελευταίοι επισημαίνουν πως με βάση τις έρευνές τους, αλλά και τη μελέτη της βουλγαρικής ιστοριογραφίας και των αντίστοιχων κρατικών αρχείων δεν προκύπτει εξαπάτηση των Ελλήνων κομμουνιστών από τις βουλγαρικές αρχές και η εξέγερση αποτελεί καθαρά ελληνική υπόθεση. Επιπλέον, προσθέτουν ότι το μέγεθος των βουλγαρικών απωλειών αρκεί για να ανατραπεί η θεωρία περί άμεσης ή έμμεσης ανάμειξης των βουλγαρικών αρχών στην οργάνωση της εξέγερσης.

Από βουλγαρικής πλευράς, σχεδόν αμέσως μόλις έγινε γνωστή η εξέγερση, οι αρχές εξέφρασαν την άποψη πως αυτή οργανώθηκε από Έλληνες αντάρτες της ευρύτερης περιοχής της Δράμας, οι οποίοι είχαν ενισχυθεί και με άτομα από την γερμανοκρατούμενη ζώνη, ενώ αρχικά δεν απέδωσαν κάποια πολιτική χροιά στους εξεγερθέντες, ταυτίζοντάς τους εν τέλει με το ΚΚΕ μόλις κατά το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο βουλγαρικός Τύπος που υποστήριξε πως ο πυρήνας των επαναστατών εισήλθε στην περιοχή από την γερμανοκρατούμενη Μακεδονία προσπαθώντας να παρασύρει τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό σε εξέγερση. Αργότερα, υιοθετώντας την επίσημη κρατική γραμμή και τις γερμανικές ερμηνείες που εκφράστηκαν, υποστήριξε πως η εξέγερση προήλθε από τη συνεργασία των Ελλήνων (κομμουνιστών και εθνικιστών) με την Κομμουνιστική Διεθνή και τη βρετανική κυβέρνηση.

Σε ό,τι αφορά τη βουλγαρική ιστοριογραφία, ο Ντασκαλόφ, στο βιβλίο του για την εξέγερση υποστήριξε πως αυτή ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Μ.Γ. του ΚΚΕ με ελληνικά αστικά κόμματα, εθνικιστικούς κύκλους, καθώς και με την δοσιλογική κυβέρνηση της Αθήνας, ο Ντίμιταρ Γιόντσεφ απορρίπτοντας την – ευρέως διαδεδομένη στην ελληνική ιστοριογραφία – εκδοχή περί προβοκάτσιας, ενέταξε την εξέγερση στο πλαίσιο των εντολών της Κομμουνιστικής Διεθνούς περί δημιουργίας αντιστασιακών κινημάτων στην κατεχόμενη Ευρώπη, ενώ οι Παντελέι Στέρεφ και Νικιφόρ Γκόρνεσκι την αναφέρουν ως μια αποκλειστικά ελληνική ενέργεια υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ.

Μαρτυρικές πόλεις και χωριά της Δράμας

Παρακάτω αναφέρονται οι πόλεις και τα χωριά της Δράμας που έχουν χαρακτηρισθεί επίσημα με προεδρικό διάταγμα ως Μαρτυρικές πόλεις και χωριά (σημειώνεται βέβαια πως εκκρεμούν αποφάσεις για τον χαρακτηρισμό ως μαρτυρικών αρκετών ακόμα οικισμών):

Δράμα
Δοξάτο Δράμας
Κύργια Δράμας
Προσοτσάνη Δράμας
Σιδηρόνερο Δράμας
Χωριστή Δράμας

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ