του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου
(φωτογραφία: Μαστροχρήστος – πιθαράδικο του Βαλεντίνου, 1954, Φωτ. Γ. Σεφέρης)
Ο μάστορας, ο τεχνίτης του τόπου, σε όποιο επίπεδο δημιουργίας κι αν τον δούμε, αποδίδει στον τόπο την ψυχή του, εκφραζόμενη στα έργα του, πούναι συμβατά με τα γύρα, ως όλον της δημιουργίας –όλη η δημιουργία μια ψυχή!.. Οι δημιουργοί αυτοί δε δηλώνονταν ως καλλιτέχνες, παρά το γεγονός ότι, όντας εμπνευσμένοι κι έχοντας μέσα τους το δαιμόνιο του «ποιητή», καλλιτεχνούσαν, αλλά λόγιαζαν τους εαυτούς τους ως εργάτες του τόπου, στον οποίο ενεργούσαν κατά το πνεύμα του. Δεν ήταν συνεπώς δυνατό, έτσι ενεργώντας να τον αλώσουν και να τον παραμορφώσουν!..
Η λαϊκή τέχνη ήταν αποτέλεσμα τούτου του τρόπου του ποιείν κι αυτής της θεώρησης του ζην, της σύμφωνης με το πνεύμα του τόπου, που εκφράζονταν ψυχικά κι επομένως δημιουργικά. Ήταν το υψηλόν της αίσθησης για το παραγόμενο με την πρακτική ή την τεχνική έργο, διά της οποίας αυτό αναβιβάζονταν κι αποκτούσε αξία, ώστε λογίζονταν καλλιτεχνικά. Και ως τέτοιο ήταν σεβαστικό κι άξιο στην πρακτική του.
Η έγνοια των δημιουργών για το αποτέλεσμα έκαμε τα έργα τους σωστά, μετρημένα και σύμφωνα με τον προορισμό τους· ταυτόχρονα τα συνέδεε με το κριτήριο της καλλιτεχνίας. Βλέπαμε έτσι τους ανθρώπους της πρακτικής της υπαίθρου να χωροτακτούν στο φυσικό χώρο, να τον οργανώνουν με τρόπο που τον αναβίβαζαν λειτουργικά κι αισθητικά ή να δημιουργούν με τέχνη τα στοιχεία του φυσικού τούτου χώρου, συγκροτώντας με τον τρόπο αυτόν το πολιτιστικό του προφίλ (βλπ τα μωσαϊκά χρήσης γης, τις αναβαθμίδες, τις ξερολιθιές κ.ά.).
Ακόμα δε και τα προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής λογίζονταν σε άλλη διάσταση, ως παράγωγα διεργασιών που διαλαμβάνονταν λόγω της πολιτιστικής αναγωγής του τόπου, αλλά και ως προϊόντα της φύσης (κατά δεύτερον του ανθρώπου). Ήταν προϊόντα της πέτρας, του ήλιου και του νερού, των συμβολικών δηλαδή φυσικών στοιχείων του τόπου, αφού χωρίς αυτά, που τον δομούσαν και τον ζωογονούσαν, δεν ημπορούσε ο άνθρωπος, παρά την προσπάθειά του, να παράγει.
Βλέπαμε επίσης τους ανθρώπους της τεχνικής στον τόπο (τους αγγειοπλάστες, τους πετράδες, τους ξυλουργούς, τους ναυπηγούς κ.ά.) να δημιουργούν έργα που εξυπηρετούσαν μεν τον άνθρωπο, όμως ήταν φτιαγμένα με τέχνη και τελικώς προορισμένα γι’ αυτήν, αποτελώντας πολιτιστικές αναφορές και προσφορές, συγκροτώντας έτσι την πολιτιστική ταυτότητα εποχών, λαών και τόπων –απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι σήμερα αναφέρονται ως συμβολικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού.
Δεν υπήρχε το εμπορικό πνεύμα της παραγωγής, αλλά πνεύμα δημιουργού, που αποσκοπεί με την τέχνη του στην αναγωγή του ανθρώπου· γι’ αυτό και το έργο δημιουργείτο διά χειρός, όχι μηχανικά, όχι βιομηχανικά, όχι μαζικά, δεν ήταν προϊόν, αλλά δημιουργία! Το έργο του δημιουργού γέμονταν από συνείδηση, ήταν έκφραση μιας εσωτερικής πληρότητας κι ενός ενστίκτου που προέκυπτε από τις πολιτιστικές καταβολές και τη φυσική αξιοσύνη κατά την έκφραση στον τόπο, που τον εξέλισσε κι έφτιαχνε τοπίο.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Ζίμελ (Georg Simmel) λέγει σε σχέση με τα παραπάνω: «…η συνείδησή μας πρέπει ν’ αποκτήσει μια νέα ολότητα, κάτι το ενιαίο, το οποίο να υπερβαίνει τα στοιχεία, να μην είναι προσδεδεμένο στις ξεχωριστές τους σημασίες και να μη συντίθεται από αυτά κατά τρόπο μηχανικό. Μόνο τότε προκύπτει ένα τοπίο». Κατά τον ίδιο: «…η ενότητα η οποία πραγματώνει το τοπίο ως τέτοιο και ο ψυχικός τόνος, τον οποίο αυτό μας μεταδίδει και με τον οποίο το περικλείουμε, δεν αποτελούν παρά εκ των υστέρων αναλύσεις ενός και του αυτού ψυχικού ενεργήματος».
(απόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΠΙΟ. Σπουδή του τόπου και θεώρηση του ελληνικού τοπίου”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018, http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=46356)
https://dasarxeio.com/2018/09/23/61177/