Μινωικές και μυκηναϊκές βιομηχανίες καλλυντικών, αρωματοποιοί και αλοιφοποιοί, ελαιώδεις κρέμες, μυροδοχεία, επεξεργασία πρώτων υλών και εξαγωγή αρωμάτων στην ανατολική Μεσόγειο.
Μια από τις πιο ανθηρές μινωικές βιομηχανίες, ήταν η παραγωγή και η εξαγωγή καλλυντικών σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Καλλυντικά προσώπου, αρώματα, αλοιφές και ψιμύθια, εξάγονταν από τη μινωική Κρήτη προς τη Συρία, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Τα προϊόντα αυτά τα έβαζαν σε ειδικά μυροδοχεία, δηλαδή ψευδόστομους αμφορείς, ληκύθια, φλασκιά, αγγεία από υαλόμαζα και φαγεντιανή, φιαλίδια από άργιλο και, κυρίως από αλάβαστρο.
Από αιγυπτιακές ζωγραφικές παραστάσεις, στις οποίες απεικονίζονται Κεφτιού, διαπιστώνουμε ότι η περιποίηση του προσώπου με καλλυντικά αφορούσε και τους άνδρες.
Τα αρχαιότερα στοιχεία για την περιποίηση του προσώπου ανάγονται στην πρώιμη περίοδο της εποχής του χαλκού και αναφέρονται στους κατοίκους του αιγαιακού χώρου. Οι Κυκλαδίτες φρόντιζαν ιδιαίτερα για τον καλλωπισμό τους. Σε πολλούς πρώιμους κυκλαδικούς τάφους βρέθηκαν λίθινες παλέτες, στις οποίες έτριβαν ψιμύθια, όπως επίσης και μικροσκοπικά αγγεία, όπου τα φύλαγαν. Για το μινωικό και μυκηναϊκό χώρο, τις ενδείξεις για τη χρησιμοποίηση καλλυντικών μας δίνουν αγγεία χρήσιμα για την αποθήκευση και τη μεταφορά τους, όπως επίσης και η ύπαρξη εργαστηρίων αρωματοποιίας στην Πύλο, στις Μυκήνες και στο ανάκτορο της Ζάκρου.
Οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν κυρίως δύο ψιμύθια, τον πράσινο μαλαχίτη, με τον οποίο χρωμάτιζαν τα βλέφαρα, και τον μαύρο γαληνίτη, με τον οποίο άλειφαν τα φρύδια και τις βλεφαρίδες, μακραίνοντάς τες προς τα έξω, έτσι που να φαίνονται τα μάτια πιο μεγάλα και πιο λαμπερά. Τα ψιμύθια αυτά ωστόσο ξεκίνησαν σαν φάρμακα για τις αρρώστιες των ματιών και οι ενδείξεις που βρέθηκαν, στα ειδικό δοχεία όπου φυλάγονταν, επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη βαθμιαία μεταβολή τους, ώσπου να φτάσουν να αποβλέπουν στον καλλωπισμό του προσώπου.
Ετσι, ενώ πρώτα υπήρχαν συχνές ενδείξεις, όπως «καλό για την όραση» ή «για να σταματήσει το αιμάτωμα», αργότερα παρουσιάζονταν εκφράσεις όπως «μπαίνει στα βλέφαρα και στις βλεφαρίδες». Σιγά σιγά, η αιθάλη, τα καμένα φλούδια αμύγδαλου και το διοξείδιο του μαγγανίου άρχισαν να εκτοπίζουν το γαληνίτη και το μαλαχίτη.
Οι τοιχογραφίες μας βεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο, ότι οι Μινωίτισσες και οι Μυκηναίες χρησιμοποιούσαν τα καλλυντικά αυτά κατά κόρον. Χείλια, μαγούλα, νύχια, λοβοί των αφτιών βάφονταν συνήθως έντονα κόκκινα. Τα μάτια και οι βλεφαρίδες διαγράφονταν, κι αυτά έντονα, με μαύρο περίγραμμα από παχύ χρώμα που τα μεγάλωνε και τα έκανε πιο εκφραστικά. Είναι σίγουρη εδώ η χρησιμοποίηση του μαλαχίτη και του γαληνίτη, η χρήση των οποίων συνεχίστηκε σε πολύ κατοπινές εποχές.
Τα βλέφαρα της λεγόμενης «Παριζιάνας» της Κνωσού, είναι βαμμένα στην άκρη τους με μαύρο χρώμα, πράγμα που της μεγαλώνει καταπληκτικά τα μάτια. Το κόκκινο που είναι απλωμένο με πινέλο στα χείλη της, ήταν φτιαγμένο από κάποια ύλη χρωστικής προέλευσης (αιματίτης, κιννάβαρι ή μίνιο), διαλυμένη σε κάποια ελαιώδη ουσία.
Τα κείμενα της γραμμικής Β δίνουν πολλές πληροφορίες για τη χρήση και διανομή του λαδιού της ελιάς στην τελευταία φάση της εποχής του χαλκού. Φαίνεται πως παρακλάδι αυτής της βιοτεχνίας λαδιού ήταν η παραγωγή αρωματικών λαδιών. Πινακίδες με πληροφορίες για αρωματικό έλαια έχουμε από την Κνωσό και από την Πύλο. Τα αρωματικά έλαια παρασκευάζονταν από πολλά φυτά, όπως δείχνουν τα επίθετα «pakowe»-σφακόεν (από ελελίφασκο, φασκομηλιά), «wodowe»-ροδόεν (ροδέλαιο) και «kuparowe» κυπαιρόεν-(από κύπειρο).
Από τα λογιστικά κείμενα αντλούμε ακόμα μερικές πληροφορίες για πρόσωπα που είχαν αναλάβει μέσα στα ανάκτορα τη σχετική επεξεργασία των καλλυντικών όπως, για παράδειγμα, «arepajoo», αυτός δηλαδή που κατασκευάζει τις αλοιφές και τα αρώματα. Πληροφορίες για τέτοιους επαγγελματίες δίνουν πινακίδες της Πύλου, που διασώζουν τα ονόματα δύο αρωματοποιών, του Θυέστη και του Ευμήδη.
Από πινακίδες της Κνωσού, των Μυκηνών και της Πύλου έχουμε καταλόγους πρώτων υλών, που χωρίς άλλο χρησιμοποιούσαν μαζί με το λάδι για να κατασκευάσουν τα αρώματα και τις αλοιφές. Ανάμεσά τους αναφέρονται ο κορίανδρος, το κύμινο, η μίνθη, ο ελελίφασκος, το κρασί και το μέλι. Τα δυο τελευταία, όσο και αν μας παραξενεύει ίσως η χρησιμοποίησή τους στην κατασκευή αλοιφών και αρωμάτων, αναφέρονται σε τέτοια ακριβώς χρήση στο έργο του Θεόφραστου «Περί οσμών», όπου επίσης περιγράφονται τα υλικά που χρησιμοποιούνταν κατά τους ιστορικούς χρόνους για αλοιφές και αρώματα, καθώς και οι μέθοδοι της παρασκευής τους.
Ενδιαφέρουσα είναι ακόμα η μαρτυρία του ίδιου συγγραφέα, ότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διάφορα μέρη των φυτών (λουλούδια, καρποί, φύλλα, βλαστοί, φλούδια).
Πληροφορίες σχετικές με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή των αρωμάτων από τα φυτά δεν έχουμε, όμως είναι πολύ πιθανό ότι οι πιο απλές από τις αρχαίες μεθόδους χρησιμοποιήθηκαν και στην ύστερη εποχή του χαλκού. Ενιαία μέθοδος για την εξαγωγή των αιθέριων ελαίων δε θα μπορούσε να υπάρχει, αφού τα φυσικά αρώματα συναντιούνται είτε σε ένα μόνο μέρος των φυτών είτε σε πολλά. Κυρίως βγαίνουν από τα λουλούδια (τριαντάφυλλο, γιασεμί) αλλά και από τα βλαστάρια (μοσχοκάρφια), από λουλούδια και φύλλα (λεβάντα, μέντα), από ρίζες (ίρις, κύπειρο), από σπόρους (μάραθο, γλυκάνισο).
Η συχνή αναφορά του ελαιόλαδου στις πινακίδες, μαζί με άλλα αρωματικά συστατικά, δείχνει ότι το λάδι ήταν η περισσότερο χρησιμοποιούμενη ουσία στην παρασκευή των αρωμάτων. Σχετική πινακίδα από την Πύλο αναφέρει ότι στον αρωματοποιό Θυέστη δόθηκε ποσότητα αρωματικών υλών για να τις βράσει και να παρασκευάσει αλοιφή. Φαίνεται πως για την παραγωγή αρωμάτων από τους αλοιφοποιούς χρησιμοποιήθηκε κυρίως η εκχύλιση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, στην οποία αναφέρεται ο Θεόφραστος στο «Περί Οσμών» έργο του.
Σε ενδεικτικές αναφορές του παραπάνω έργου, που συνηγορούν στην ιστορική πορεία της αρχαιοελληνικής βιομηχανίας καλλυντικών, διαβάζουμε σχετικά: «Η σύνθεση και η παρασκευή των μύρων έχει στόχο να διατηρηθούν κατά κάποιο τρόπο οι οσμές, γι αυτό και προστίθενται (οι αρωματικές ουσίες) στο λάδι, επειδή αυτό διατηρείται για πάρα πολλά χρόνια…Όλα (τα έλαια) στύβονται με πύρωση, ενώ μερικά προσλαμβάνουν τις κύριες οσμές ψυχρά και χωρίς πύρωση…Για το κάθε μύρο προσθέτουν τα ταιριαστά αρωματικά, για παράδειγμα, για την κύπρο καρδάμωμο και ασπάλαθο, αφού τα μουσκέψουν πρώτα σε μυρωδάτο κρασί…Η παρασκευή της κύπρου είναι παραπλήσια με του ρόδινου μύρου…Όλα τα μύρα παρασκευάζονται, άλλα από άνθη, άλλα από φύλλα, άλλα από κλώνους, άλλα από ρίζες, άλλα από ξύλο, άλλα από καρπούς και άλλα από ρετσίνι…Από τα άνθη, άλλα έχουν τις ιδιότητές τους όταν είναι χλωρά, όπως το ρόδο, ενώ άλλα αφού ξεραθούν, όπως ο κρόκος και το νυχάκι…Τις φύσεις και τις δυνάμεις, λοιπόν, των αρωματικών ουσιών με βάση αυτά πρέπει να μελετήσουμε…Η ένωση και η ανάμειξη των αρωματικών ουσιών δεν είναι καθορισμένη…Τα μύρα από άνθη φτάνουν συνήθως στην ύψιστη ακμή τους μετά από δίμηνο, ενώ αλλοιώνονται πάνω στο χρόνο» (Θεόφραστος «Περί Οσμών» V-14, V-22, V-25, VI-27, VII-34, IX-37, IX-39 και αλλού).