Η φράση «λυδία λίθος» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει τρόπο δοκιμασίας, ελέγχου, εξακρίβωσης. Στην κυριολεξία η πέτρα από την Λυδία, πόλη στα παράλια της Μικράς Ασίας, ήταν ένα εργαλείο με το οποίο εξακρίβωναν τη γνησιότητα των πολύτιμων λίθων.
Η λυδία λίθος ή «λυδία πέτρη», όπως αποκαλούταν στην αρχαιότητα, ήταν ένα σκληρό μαύρο πέτρωμα που υπήρχε σε αφθονία στην περιοχή της Λυδίας, απ΄ όπου πήρε και το όνομα της.
Επρόκειτο για ένα είδος βασάλτη το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες εισήγαγαν προκειμένου να χρησιμοποιήσουν με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Ήταν αριστοτέχνες στο εμπόριο και έκαναν καινοτομίες και διακρατικές συναλλαγές. Η λυδία λίθος αποτελούσε ένα από τα βασικότερα εργαλεία τους.
Η χάραξη της πέτρας και το μέτρημα των καρατίων
Το πέτρωμα αυτό διαθέτει μια πολύ περίεργη ιδιότητα. Όταν τρίβεται πάνω του ένα κομμάτι χρυσού, χαράζεται στο σώμα του ένα ίχνος συγκεκριμένου χρώματος. Αν αντί για καθαρό χρυσό τριφτεί πάνω στην πέτρα κάποιο κράμα που περιέχει χρυσό, τότε το ίχνος έχει διαφορετικό χρώμα. Όσο περισσότερο χρυσό περιέχει το κράμα τόσο πιο έντονο είναι το χρώμα της χαρακιάς.
Οι αρχαίοι Έλληνες λοιπόν, μέσω της λυδίας λίθου, είχαν ανακαλύψει τον τρόπο να μετρούν αυτά που σήμερα ονομάζουμε καράτια, υπολογίζοντας αντίστοιχα και την αξία του κράματος.
Η πέτρα αυτή δεν παρείχε μόνο έναν ασφαλή τρόπο εντοπισμού των κάλπικων χρυσών νομισμάτων, βοηθούσε επίσης στον καθορισμό της ισοτιμίας ανάμεσα στα εκατοντάδες νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον αρχαίο κόσμο, πράγμα απαραίτητο στο διακρατικό εμπόριο.
Εκείνη την περίοδο συνυπήρχαν εκατοντάδες πόλεις-κράτη, αλλά και μεγάλες αυτοκρατορίες- από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι τη Μεσοποταμία κι από το βάθος της Αιγύπτου ως τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Κάθε κράτος και κρατίδιο, κάθε βασιλιάς και ηγεμόνας, αναμείγνυε διαφορετικές δόσεις χρυσού ή ασημιού στο κράμα του νομίσματος του.
Η γνησιότητα των νομισμάτων
Αν και κατά την κλασική περίοδο κυκλοφορούσαν επίσης κοινής αποδοχής νομίσματα, όπως η γλαυξ των Αθηνών, οι δαρεικοί των Περσών ή οι στατήρες της Κυζίκου, συνήθως ο κάθε έμπορος χρησιμοποιούσε τα νομίσματα της δικής του πόλης στις συναλλαγές του. Το έργο του υπολογισμού της ισοτιμίας όλων αυτών των νομισμάτων αναλάμβαναν επαγγελματίες εκτιμητές, παρατεταγμένοι μπροστά στα τραπεζάκια τους σε κάθε εμπορική στοά ή προβλήτα λιμανιού.
Το συγκεκριμένο είδος αργυραμοιβού εμφανίστηκε πρώτα στον Πειραιά, το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου κατά την κλασική περίοδο, απ’ όπου περνούσαν όλα τα εμπορεύματα και όλοι οι έμποροι του γνωστού τότε κόσμου.
Οι έμποροι απευθύνονταν στον αργυραμοιβό, ο οποίος τρίβοντας τα νομίσματα στη λύδια λίθο, καθόριζε με ακρίβεια την περιεκτικότητα τους σε χρυσό άρα και την αξία τους. Άλλοτε ο αργυραμοιβός πληρωνόταν για την πιστοποίηση των νομισμάτων, ώστε να μην κλέβει ο ένας έμπορος τον άλλον, συχνά όμως τα αντάλλασσε ο ίδιος με άλλα νομίσματα, αποκομίζοντας σημαντικό κέρδος. Από εκεί προέρχεται και μια από τις αμφιλεγόμενες ονομασίες της εποχής μας, ο «τραπεζίτης», αυτός δηλαδή που κάθεται μπροστά από το τραπέζι.
Η λύδια λίθος λοιπόν συνέβαλε στο εμπόριο της αρχαιότητας και διασώθηκε στις μέρες μας ως έκφραση με την ίδια ακριβώς σημασία. Ως λύδια λίθος θεωρείται το δοκιμαστήριο πάνω στο οποίο πιστοποιείται η γνησιότητα και η πραγματική αξία ενός πράγματος που δοκιμάζεται.
Πηγή: Μια σταγόνα ιστορία, του Δημήτρη Καμπουράκη, εκδόσεις Πατάκη