Γιατί ἔρχεται στὸν κόσμο αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος; Χρειάζεται ὁ κόσμος τὸν ἄνθρωπο; Ὑπάρχει κάποιος σκοπὸς στὸν κόσμο καὶ ὑπάρχει κάποιος σκοπὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Ἀπορίες ποὺ ἀνακύπτουν ἀπὸ ἕναν διαστοχασμὸ μοναχικό τῆς ὕπαρξής μας ὅλης, ἀπορίες διατρητικές, ἀνατρεπτικὲς μιᾶς φαινομενικῆς τάξης καὶ μιᾶς παράδοξης ἀλληλουχίας ποὺ πληγώνει στὰ βάθη του τὸν ἄνθρωπο, θέτοντάς τον ὑπὸ πολλαπλὴ διερώτηση, ἀπογυμνώνοντας τὴν ἀσίγαστη προβληματικότητά του.
Μέσα σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ὀφείλεται σὲ θεία ἑτοιμασία ἔρχεται ὁ καθένας μὲ δάκρυα στὰ μάτια, γιὰ νὰ γνωρίσει, νὰ θαυμάσει, νὰ ζήσει τὸ ἁρμονικὸ κάλλος τῆς Δημιουργίας ὅλης. Τὰ κάλλος αὐτό, τὸ πολύμορφο καὶ πολύτροπο, ἔχει θεία καταγωγή, εἶναι κατόρθωμα ἱερό. Καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς τῆς ἱερότητας ἔρχεται νὰ γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος. Γιὰ τοῦτο ἔρχεται, ὀφείλει νὰ ἔρχεται ὡς προσκυνητής. Νὰ ἔρχεται, νὰ συμπεριφέρεται καὶ ν’ ἀπέρχεται ὡς προσκυνητής. Νὰ ἐμβιώνει, νὰ συμβιώνει καὶ νὰ ἀποβιώνει ὡς εὐλαβὴς ἐπισκέπτης, ὡς προσκυνητής.
Γιὰ αἰῶνες ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στὸν κόσμο ἔτσι. Ἔκτισε τὶς πολιτεῖες του ἀκολουθώντας τὶς θεηγόρες γραμμὲς τῶν τοπίων τοῦ κόσμου. Ὕψωσε τὰ ἱερά του ἐκεῖ ὅπου ἔνιωθε μέσα στὸν κόσμο τὴν πανέμορφη ἔξαρση τοῦ θείου. Ἔστησε τὰ γεφύρια του συνομιλώντας εὐλαβικὰ μὲ τὰ ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικὰ τὴν τριγύρω τους φύση. Καὶ ὕψωσε τείχη μέσα στὴν ταυτόμορφη ἁρμονία τοῦ τοπίου ἐνῶ στέριωσε τὰ λιμάνια του ἐκεῖ ὅπου τὸ δάχτυλο τοῦ Πλάστη του εἶχε φανερώσει τοὺς πρόσφορους κόλπους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ὅλα τὰ παλιά τοῦ ἀνθρώπου ἔργα μοιάζει νὰ ἔχουν ψυχή, μοιάζει νὰ λαλοῦν καὶ ἀπὸ ὁλόβαθά τους νὰ ψάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ κόσμου καὶ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἔπαυε νὰ εἶναι προσκυνητὴς τοῦ κόσμου καὶ ὑπέκυπτε στὴν οἴηση, ὁ κόσμος ὁ ἴδιος ἐρχόταν καὶ μὲ ἄκαμπτες, μυστικὲς δυνάμεις σάρωνε κι τσάκιζε τὰ ἔργα αὐτὰ τῆς οἴησης.
Ὥσπου, στοὺς στερνοὺς αὐτοὺς δύο αἰῶνες τῆς οἰκουμένης ἡ οἴηση ποὺ ὑπέβοσκε μέσα στὸν ἄνθρωπο κατανίκησε τὸ ἦθος τοῦ προσκυνητῆ καὶ τὸν ἀναγόρευσε κατακτητὴ τοῦ κόσμου.
Ὡς κατακτητής, ὁ ἄνθρωπος, ὅπου ζεῖ καὶ ἀπ’ ὅπου περνᾶ, σαρώνει τὴν ἱερότητα τοῦ κόσμου κι ἀναγορεύει τὸν ἑαυτό του σὲ νοῦ τῆς Δημιουργίας ὅλης. Αὐτὸς ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ φύγει, συμπεριφέρεται ὡς ἀλαζονικὸς κληρονόμος ποὺ μένει. Μένει καὶ κατακτᾶ, καὶ μετασχηματίζει, καὶ ἀλλοιώνει, καὶ ἀσχημίζει, καὶ γκρεμίζει, καὶ κατατρώγει καὶ τὴν ὄψη καὶ τὰ σπλάχνα τοῦ κόσμου. Προσπαθεῖ νὰ ἀπαλείψει τὴν ἱερότητα τοῦ κόσμου, νὰ σβήσει τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, νὰ θέσει ἀναιδῶς τὴν δική του. Εἶναι ἀδίσταχτος, ἀδηφάγος, ἄμοιρος ἁρμονίας καὶ ὀμορφιᾶς, πλάσμα ποὺ μένει προσηλωμένο ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, κοινωνικὸς καὶ κοινωνικοφανής, ἐπικοινωνιακὸς καὶ μύχια ἀκοινώνητος, ἕνας βάρβαρος ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια του δυνάμεις ἀβυσσαλέες καὶ τρέφεται μὲ τὸ μίσος, τὴν ἀντιπάθεια, τὴν διεκδίκηση, τὴν ἐπιθετικότητα, ποτὲ μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ξυπνᾶ στὴ ψυχὴ ἡ κοινωνία τῆς ἱερότητας ὅλης τῆς Δημιουργίας, τὴν ἀγάπη τοῦ προσκυνητῆ.
Ὁ κατακτητὴς ἄνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τὰ πιὸ ἄσχημα, κακόγουστα, ἐκτρωματικά, ἀντιφυσικά, ἀντικοσμικὰ ἔργα του, ὁδηγεῖται, σ’ ἕνα συγκλονιστικὸ ἀδιέξοδο: μπορεῖ νὰ θανατώσει μὲ τὶς κατακτητικές του δυνάμεις τὸν κόσμον ὅλο ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀθανατίσει τὸν ἑαυτό του. Ὅσα καὶ ὅπως καὶ ἂν βιώσει, τελικὰ θὰ ἀποβιώσει. Καὶ ἡ μνήμη τῶν κατακτητικῶν του ἀπολαύσεων δὲν θὰ τὸν συνοδεύσει. Ὁ κατακτητὴς θὰ καμφθεῖ ἐμπρὸς στὴν ἱερότητα τοῦ θανάτου, ὅσο καὶ ἂν ἔχει τραφεῖ μὲ τὴν οἴηση τῶν κατακτήσεών του, ὅσο κι ἂν ἔχει παραμορφώσει τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος τελικὰ θὰ τὸν θάψει. Καὶ θ’ ἁπλώσει καὶ πάλι πάνω ἀπὸ τὰ λείψανά του, τὴν θεσπέσια ἁλουργίδα τῆς ἱερότητας τῆς Δημιουργίας, φυτά, ἄνθη ζωύφια ποὺ ἀντικρίζουμε νὰ μισοντύνουν τ’ ἀρχαῖα ἐρείπια, τὰ μισογκρεμισμένα κάστρα, τὰ λησμονημένα γεφύρια,
Ἀλλὰ πῶς ὁ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος ἄνθρωπος-κατακτητὴς θὰ ἐνδυθεῖ ἀφοῦ δὲν προσκύνησε τὸν κόσμο ἐτοῦτο καὶ δὲν ἐβίωσε ὡς λειτουργὸς ἀλλὰ ὡς βιαστής του; Ποιὸς θὰ ἐνδύσει τὸν ἀπογυμνωμένο ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας; Ἄφησε τὰ ἀλαζονικά του ἴχνη στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁ κόσμος δαμάζει τὰ πάντα, γιατί μέσα στὸν κόσμο λειτουργεῖ ἄγρυπνος ὁ χρόνος. Μόνον ὅποιος ἔρχεται καὶ ζεῖ ὡς προσκυνητὴς ὑπερβαίνει τὸν χρόνο μέσα στὴν θεία ἱερότητα ποὺ νιώθει ἐντός του βαθιὰ ὡς ἔκσταση καὶ ὡς εὐχαριστία, ὡς ρυθμὸ βίου καὶ ὡς συμμετοχή.
Τσιρόπουλος Κώστας
Περιοδικὸ Εὐθύνη