Πολιορκία και καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μΧ)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μέχρι τον Μάρτιο του 70 ο Τίτος είχε ολοκληρώσει τη συγκέντρωση και την αναδιοργάνωση των ρωμαϊκών και των συμμαχικών δυνάμεων που αριθμούσαν 50.000 άντρες τοποθετώντας ως αρχηγό του επιτελείου του τον Τιβέριο Ιούλιο Αλέξανδρο.

Κοντά στον Τίτο βρίσκονταν ο Ηρώδης Αγρίππας ΙΙ και η αδελφή του Βερενίκη. Εκείνη τη γεμάτη ένταση εποχή πιθανολογείται ότι ξεκίνησε η προσωπική σχέση μεταξύ του Τίτου και της Βερενίκης. Ο Ιώσηπος είχε προαχθεί σε ειδικό σύμβουλο του Τίτου για τα ιουδαϊκά θέματα.

Η περικύκλωση και η πολιορκία της πόλης

Στα τέλη Μαρτίου του 70 ο Τίτος έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο περικύκλωσης της Ιερουσαλήμ. Αφήνοντας την IVη (4η) Σκυθική λεγεώνα (Legio IV Scythica) να επιτηρεί την υπόλοιπη Παλαιστίνη ο Τίτος περικύκλωσε την πόλη με την XIIη (12η) Κεραυνηφόρο λεγεώνα (Legio XII Fulminata) που εγκαταστάθηκε στα βόρεια της πόλης και την XVη (15η) Απολλιναρία λεγεώνα (Legio XV Apollinaris) που εγκαταστάθηκε στα βορειοδυτικά (στην περιοχή του όρους Σκοπός).

Η Vη (5η) Μακεδονική λεγεώνα (Legio V Macedonica) που βάδισε από την Εμμαούς εγκαταστάθηκε στα μετόπισθεν των δυο προηγούμενων λεγεώνων. Η Xη (10η) λεγεώνα των Στενών (Legio X Fretensis) που ήρθε από την Ιεριχώ στρατοπέδευσε στο όρος των Ελαιών ανατολικά της πόλης. Όταν οι Ιουδαίοι ηγέτες (Σίμων γιος του Γιώρα, Ιωάννης από τα Γίσχαλα και Ελεάζαρος γιος του Σίμωνα) είδαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες αποφάσισαν να σταματήσουν τις εμφύλιες διαμάχες και να αντιδράσουν δυναμικά. Έτσι μια ομάδα από αυτούς βγήκε από τα τείχη και περνώντας από το φαράγγι του Κεδρώνος επιτεθήκαν στο όρος των Ελαιών όπου η Χη (10η) λεγεώνα προσπαθούσε να οχυρωθεί. Οι Ρωμαίοι κατάφεραν και με την ενίσχυση του Τίτου να απωθήσουν τους επιτιθεμένους ύστερα από σκληρή μάχη.

Εκείνη την εποχή ήταν η γιορτή των Αζύμων και χιλιάδες προσκυνητές είχαν εγκλωβιστεί μέσα στην πόλη. Επιπλέον ο Ιωάννης επωφελήθηκε από το προσκύνημα στον Ναό για να τον καταλάβει με τέχνασμα. Ο Ελεάζαρ του Σίμωνος και οι υπόλοιποι επικεφαλής της παράταξης των Ζηλωτών δολοφονήθηκαν. Οι υπόλοιποι τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ιωάννη (αρχές Απριλίου του 70).

Κατά την έναρξη της πολιορκίας οι ένοπλοι υπερασπιστές της πόλης ήταν 23.500 άντρες. Ο Σίμων διέθετε 10.000 άντρες και υποστηρίζονταν επιπλέον από 5.000 Ιδουμαίους που είχαν επικεφαλής τους τον Ιάκωβο του Σωσά και τον Σίμωνα του Καθλά. Ο Ιωάννης διέθετε 6.000 άντρες και τους Ζηλωτές που ήταν 2.500 ένοπλοι.

Η άμυνα της πόλης στηρίζονταν σε τρία τείχη κυρίως στη βόρεια πλευρά της, μια και στις υπόλοιπες πλευρές αρκούσε μόνο ένα τείχος καθώς προστατεύονταν από βαθιά φαράγγια (του Εννώμ στα δυτικά και του Κεδρώνος στα ανατολικά).

Η πόλη της Ιερουσαλήμ ήταν χτισμένη επάνω σε αντικριστούς λόφους οι οποίοι χωρίζονταν από την κοιλάδα (φαράγγι) των Τυροποιών που είχε κατεύθυνση από τα βόρεια προς τα νότια και νοτιοανατολικά. Στη δυτική πλευρά της πόλης υπήρχε ο λόφος της Άκρας ύψους 787 μέτρων και αμέσως πιο νότια ένας μικρότερος λόφος. Μεταξύ τους υπήρχε ένα μικρό φαράγγι που είχε επιχωματωθεί από την εποχή των Ασμοναίων σχηματίζοντας μια ενιαία περιοχή που ονομάζονταν Άνω Πόλη. Εκεί βρίσκονταν τα παλάτια των Ασμοναίων και του Ηρώδη καθώς και οι κατοικίες των πλουσίων. Ο ανατολικός λόφος χωρίζονταν σε τρία μικρά οροπέδια. Το υψηλότερο από αυτά ήταν το οροπέδιο του Μορία (750 μέτρα). Εκεί βρίσκονταν ο Ναός. Στα βόρεια του υπήρχε το οροπέδιο του Βελιθά (735 μέτρα) και στα νότια του εκείνο του Οφέλ (650 μέτρα).

Τα τρία φαράγγια (των Τυροποιών, του Εννώμ και του Κεδρώνος) ενώνονταν στις νότιες απολήξεις των λόφων σχηματίζοντας το φαράγγι ενός ξεροπόταμου (του Εν-Ναρ) ο οποίος κατέληγε στην Νεκρά θάλασσα.

Τα τείχη της πόλεως είχαν χτιστεί σε διαφορετικές περιόδους. Το αρχαιότερο ανήκε στην εποχή των βασιλέων του Ιούδα. Το πρώτο τείχος ξεκινούσε από τον πύργο που ονομάζονταν Ιππικός (τον είχε κτίσει ο Ηρώδης δίνοντας του το όνομα ενός στενού του φίλου) και εκτείνονταν με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά ως τη δυτική πύλη του Ναού καλύπτοντας από τον βορρά τη μεγάλη λιθόστρωτη πλατεία με τις περιμετρικές στοές που ονομάζονταν Ξυστό (ένα είδος ελληνορωμαϊκής Αγοράς).

Το ίδιο τείχος με αφετηρία τη νότια πλευρά του Ιππικού εκτείνονταν με κατεύθυνση από βορρά προς νότο από τη δυτική πλευρά του ανακτόρου του Ηρώδη μέχρι την πύλη των Εσσήνων. Κατόπιν προχωρούσε προς τα νοτιοανατολικά περικλείοντας την Κολυμβήθρα του Σιλωάμ ή του Σολομώντα. Σε εκείνο το σημείο το τείχος άλλαζε κατεύθυνση και στρέφονταν προς τα βορειοανατολικά. Αφού περνούσε την περιοχή της Κολυμβήθρας στρέφονταν προς βορρά, παρεκλείνοντας προς τα ανατολικά ώστε ερχόμενο από τον νότο να ενωθεί τελικά με τη νότια άκρη της ανατολικής στοάς του Ναού.

Το δεύτερο τείχος χτίστηκε στο βορρά από τον Ηρώδη. Άρχιζε από την πύλη του πρώτου τείχους που ονομάζονταν Γενάθ και κατέληγε στη δυτική πλευρά του φρουρίου Αντωνία.

Το τρίτο τείχος ξεκινούσε από τον Ιππικό πύργο και ανέβαινε βόρεια μέχρι τον Ψήφινο πύργο. Έπειτα στρέφονταν προς τα βορειοανατολικά κατά μήκος των μνημείων της βασίλισσας της Αδιαβηνής Ελένης και των βασιλικών ταφών των σπηλαίων. Συνεχίζοντας στρέφονταν απότομα προς νότο στην περιοχή του μνημείου του Γναφέα και ενώνονταν (ερχόμενο από τον βορρά) με τη βόρεια άκρη της ανατολικής πλευράς του Ναού. Το τείχος αυτό είχε θεμελιωθεί από τον Ηρώδη Αγρίππα Ι για να προστατεύσει μια νέα συνοικία που ονομάζονταν Βεζεθά (Νέα Πόλη). Είχε αφεθεί μισοτελειωμένο και συμπληρώθηκε από τους επαναστάτες.

Οι ομάδες των υπερασπιστών της πόλης καθορίσαν τις περιοχές άμυνας τους. Έτσι ο Σίμων υπεράσπιζε τα τείχη της Άνω Πόλης και το τείχος του Αγρίππα ως τον Κεδρώνα. Επίσης στην Κάτω Πόλη κατείχε τα αρχαία τείχη ως την περιοχή της Σιλωάμ. Ο Ιωάννης υπερασπίζονταν τον Ναό, την περιοχή του Οφέλ και το φαράγγι του Κεδρώνα.

Η μάχη μπροστά στα τείχη

Ο Τίτος αρχικά εγκατέλειψε τον Σκοπό και χρησιμοποίησε ένα μέρος των δυνάμεων του για να ισοπεδώσει τον χώρο μέχρι τα τείχη. Οι υπερασπιστές βρήκαν από τα τείχη και παρουσιάστηκαν στους Ρωμαίους ως αποστάτες οι οποίοι βάλλονταν από τις επάλξεις των τειχών από τους δήθεν εξοργισμένους ομοεθνείς τους. Αρκετοί Ρωμαίοι χωρίς να έχουν διαταγές κινήθηκαν να τους βοηθήσουν. Όταν πλησίασαν έπεσαν σε ενέδρα καθώς οι δήθεν φυγάδες ήταν φυσικά ένοπλοι. Έτσι είχαν πολλές απώλειες και υποχώρησαν άτακτα. Όταν ο Τίτος αντιλήφθηκε το τι είχε συμβεί εξοργίστηκε και απείλησε τους στρατιώτες με βαριές τιμωρίες. Τότε επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι και κατάφεραν με παρακλήσεις να τον πείσουν να αλλάξει γνώμη. Τελικά ο Τίτος συγχώρησε τους στρατιώτες και αφού επήλθε γενική συμφιλίωση οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν.

Ο Τίτος ύστερα από επιθεώρηση των οχυρώσεων αποφάσισε να προσβάλει το τείχος του Αγρίππα στην περιοχή του μνημείου του αρχιερέα Ιωάννη (Υρκανού)(τρίτο δεκαήμερο του Απριλίου του 70. Οι κάθε είδους βαλλιστικές μηχανές που διέθεταν και οι δυο πλευρές ανέλαβαν δράση. Αυτή η κατάσταση συνεχίζονταν μέχρι τη στιγμή που οι ρωμαϊκές ελεπόλεις έφτασαν εμπρός στα τείχη και οι κριοί άρχισαν να τα σφυροκοπούν. Τα τείχη σε γενικές γραμμές άντεξαν. Τότε οι υπερασπιστές έκαναν έξοδο από τον Ιππικό πύργο και προσπάθησαν να κάψουν τις μηχανές. Ύστερα από σκληρή μάχη απωθήθηκαν και κατά την υποχώρηση σκοτώθηκε ο Ιωάννης ο Ιδουμαίος που οργάνωσε την επίθεση και είχε τη φήμη ικανού πολεμιστή. Ένας Ιουδαίος που συνελήφθη αιχμάλωτος σταυρώθηκε για παραδειγματισμό με εντολή του Τίτου).

Την επόμενη νύχτα δημιουργήθηκε πανικός στο στρατόπεδο των Ρωμαίων όταν μια ελέπολις κατέρρευσε. Η επίθεση των Ρωμαίων συνεχίστηκε. Οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν σε αυτούς τους πύργους οι οποίοι καθώς ήταν καλυμμένοι με σιδερένιες πλάκες ήταν απρόσβλητοι όχι μόνο από τα βλήματα των αμυνομένων αλλά και από τη φωτιά. Μια ισχυρή ελέπολις που ονομάστηκε από τους Ιουδαίους Νίκων κατάφερε να συντρίψει ένα τμήμα του τείχους. Οι Ρωμαίοι μπήκαν στη Βεζεθά και κατάφεραν να καταλάβουν και να ανοίξουν τις πύλες του τείχους (τέλη Μαΐου του 70). Οι υπερασπιστές υποχώρησαν προς το τείχος του Ηρώδη. Η Βεζεθά ισοπεδώθηκε.

Η πτώση του φρουρίου Αντωνία

Ο Τίτος μετέφερε το στρατόπεδό του στη θέση στρατόπεδο των Ασσυρίων κοντά στον Κεδρώνα και ξανάρχισε την επίθεση. Αντιμετώπιζε τους μαχητές του Ιωάννη από την Αντωνία, τη βόρεια πλευρά του Ναού και την περιοχή του τάφου του Αλεξάνδρου Ιανναίου και τους μαχητές του Σίμωνα από την περιοχή του μνημείου του αρχιερέα Ιωάννη μέχρι τον Ιππικό πύργο. Ο Τίτος συγκέντρωσε τις επιθέσεις του σε έναν μεγάλο πύργο του τείχους, τον οποίο υπερασπίζονταν κάποιος Κάστορας, ο οποίος προσπάθησε να κερδίσει χρόνο προσποιούμενος ότι παραδίδεται. Όταν ο Τίτος κατάλαβε την άπατη συνέχισε την επίθεση και σύντομα ο πύργος κατέρρευσε.

Τελικά οι Ρωμαίοι κατάφεραν να φτάσουν ως το αρχαίο τείχος και το συγκρότημα του Ναού μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου του 70, ύστερα από αρκετές ημέρες σκληρών οδομαχιών. Ευθύς αμέσως, ο Τίτος άρχισε τις εργασίες για την κατάληψη της Αντωνίας. Ταυτόχρονα έστειλε τον Ιώσηπο να προτείνει στους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν. Οι πολιορκημένοι όμως τον αντιμετώπισαν με περιφρόνηση και τον έστειλαν πίσω. Ο Τίτος αποφάσισε να εντείνει τον αποκλεισμό της πόλης. Έτσι αυτοί που έβγαιναν τη νύχτα για να προμηθευτούν τροφές συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν ή σταυρώνονταν. Σύντομα οι λόφοι γύρω από την Ιερουσαλήμ γέμισαν σταυρούς και μόνο η έλλειψη ξυλείας ανάγκασε τους Ρωμαίους να σταματήσουν.

Στο μεταξύ οι εργασίες για την κατασκευή αναχωμάτων συνεχίζονταν εντατικά και μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 70 είχαν υψωθεί τέσσερα αναχώματα γύρω από το φρούριο Αντωνία. Ο Ιωάννης όμως υπονόμευσε κάποια από αυτά, σκάβοντας υπόγειες στοές. Κατόπιν έβαλε φωτιά στα ξύλινα υποστηρίγματα τους και αυτές κατέρρευσαν παρασύροντας μαζί και τα αναχώματα που βρίσκονταν από πάνω. Ακολούθησε ύστερα από δυο ημέρες μια έξοδος των υπερασπιστών εναντίον των ελεπόλεων που είχαν προωθήσει οι Ρωμαίοι στα αναχώματα και καταπονούσαν το τείχος. Οι υπερασπιστές, με επικεφαλής κάποιους Τεφθέο και Μεγάσσαρο, κατάφεραν όχι μόνο να τις πυρπολήσουν αλλά και να επιτεθούν στο ρωμαϊκό στρατόπεδο.

Ο Τίτος κατάφερε με κόπο να τους αναχαιτίσει, αλλά τα πολιορκητικά έργα είχαν καταστραφεί και δεν υπήρχαν αρκετές πρώτες ύλες για να κατασκευαστούν άλλα. Τελικά κατάφερε να καταστήσει απόλυτο τον αποκλεισμό, οικοδομώντας γύρω από την πόλη μέσα σε τρεις ημέρες ένα πρόχειρο τείχος με πολυάριθμα φυλάκια και σκοπιές.

Μέσα στην πόλη έπεσε τρομερή πείνα και οι κάτοικοι έφτασαν σε σημείο να αλληλοσκοτώνονται για λίγη τροφή. Ταυτόχρονα ξέσπασαν άγριες εμφύλιες διαμάχες, που κατέληξαν στη δολοφονία του αρχιερέα Ματθία και άλλων επιφανών πολιτών από τον Σίμωνα. Ένας από τους υπαρχηγούς του Σίμωνα, ο Ιούδας, ο γιος του Ιούδα, προκειμένου να θέσει τέλος σε αυτό το αδιέξοδο, ήρθε σε επαφή με τον Τίτο και προσπάθησε να ανοίξει μια πύλη για να εισέλθουν οι Ρωμαίοι στην πόλη. Ο Σίμων όμως πληροφορήθηκε έγκαιρα τη συνωμοσία και τον θανάτωσε με φρικτό τρόπο.

Την ίδια εποχή κάποιοι Σύριοι βοηθητικοί συνέλαβαν κάποιον από τους απελπισμένους που διέφευγαν από την πόλη να μαζεύει από τα περιττώματα του χρυσά νομίσματα τα οποία είχε καταπιεί. Τότε ξέσπασε ένα κύμα δολοφονιών εναντίον των φυγάδων και όταν ο Τίτος πληροφορήθηκε τα συμβάντα, ήδη 2.000 από αυτούς είχαν πεθάνει. Ενεργώντας αμέσως ο Τίτος, σταμάτησε αυτή την αγριότητα, απειλώντας με θάνατο όποιον στο μέλλον επαναλάμβανε τέτοιες πράξεις.

Τα πολιορκητικά έργα των Ρωμαίων ξεκίνησαν πάλι και νέα αναχώματα υψώθηκαν γύρω από την Αντωνία. Οι υπερασπιστές της παράταξης του Ιωάννη επιχείρησαν νέα έξοδο στην αρχή του τρίτου δεκαημέρου του Ιουλίου του 70, η οποία συνετρίβη. Ακολούθησε η προώθηση των ρωμαϊκών ελεπόλεων, οι οποίες κομμάτιασαν το τείχος σε ελάχιστο χρόνο. Τότε ο Τίτος είδε ότι οι υπερασπιστές είχαν ήδη υψώσει ένα πρόχειρο τείχος πίσω από αυτό που κατέρρευσε.

Αντιλαμβανόμενος ότι η επιχείρηση κατάληψης θα ήταν δύσκολη, μίλησε στους στρατιώτες και υποσχέθηκε γενναία ανταμοιβή σε αυτούς που θα αναλάμβαναν εθελοντικά να πραγματοποιήσουν το εγχείρημα. Αρκετοί εθελοντές εμφανίστηκαν και ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες που κράτησαν τέσσερις ημέρες, μερικοί υπό την ηγεσία ενός εκατόνταρχου από την Βιθυνία που ονομάζονταν Ιουλιανός κατάφεραν να εισχωρήσουν στο φρούριο, δίνοντας το σύνθημα της γενικής εφόδου.

Κατά τη διάρκεια της μάχης που ακολούθησε, ο Ιουλιανός σκοτώθηκε, οι Ρωμαίοι όμως κατάφεραν να καταλάβουν το φρούριο (στα μέσα του τρίτου δεκαήμερου του Ιουλίου του 70). Από τους υπερασπιστές διακρίθηκαν κατά τη μάχη ο Αλεξάς και ο Γυφθέος από την παράταξη του Ιωάννη, ο Μαλαχίας και ο Ιούδας του Μέρτωνα από την παράταξη του Σίμωνα, ο Ιάκωβος του Σωσά από τους Ιδουμαίους και από τους Ζηλωτές οι Σίμωνας και Ιούδας γιοι του Αρί.

Η πυρπόληση του Ναού

Ο Τίτος έστειλε για ακόμη μια φορά τον Ιώσηπο να μιλήσει δημόσια στους επαναστάτες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κατόπιν αποφάσισε να επιτεθεί στον Ναό αιφνιδιαστικά κατά τη διάρκεια της νύχτας από την πλευρά της Αντωνίας. Ο αιφνιδιασμός όμως απέτυχε και ύστερα από σφοδρή μάχη οι Ρωμαίοι απωθήθηκαν. Κατά τη μάχη διακρίθηκαν από τους Ιουδαίους ο Ιούδας του Μαρεώτου και ο Σίμων του Οσαΐα από την παράταξη του Σιμώνα, ο Ιάκωβος του Σωσά και ο Σίμων του Ακατελά από τους Ιδουμαίους, ο Αλεξάς και ο Γυφθέος από την παράταξη του Ιωάννη και από τους Ζηλωτές ο Σίμωνας του Αρί.

Έτσι οι Ρωμαίοι άρχισαν να κατασκευάζουν αναχώματα. Μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 70 είχαν υψωθεί τέσσερα αναχώματα. Το ένα βρίσκονταν στη βορειοδυτική πλευρά του Ναού, τα άλλα δύο στη βόρεια πλευρά και το τελευταίο στη δυτική πλευρά. Οι υπερασπιστές της πόλης αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν έξοδο και ύστερα από το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου επιτεθήκαν στο όρος των Ελαιών. Η επίθεση αποκρούστηκε από τους Ρωμαίους (λίγο μετά την αρχή του δεύτερου δεκαήμερου του Αυγούστου του 70). Ο περίβολος του Ναού είχε μεταβληθεί από τις συνεχείς συμπλοκές σε ένα σύνολο χαλασμάτων ενώ η βόρεια και η δυτική στοά είχαν πυρποληθεί από τους δυο αντιπάλους.

Μέσα στην πόλη, λόγω της μεγάλης πείνας σημειώθηκαν περιστατικά ανθρωποφαγίας, με αποκορύφωμα μια περίπτωση τεκνοφαγίας. Κοντά στα τέλη του Αυγούστου του 70 τα αναχώματα ολοκληρώθηκαν και οι ελεπόλεις επιτέθηκαν και από τη δυτική και από τη βόρεια πλευρά του Ναού. Οι πολιορκητές κατάφεραν να καταλάβουν ένα μέρος της βόρειας πύλης του Ναού και όταν διαπίστωσαν ότι η αντίσταση ήταν λυσσαλέα, ο Τίτος διέταξε την πυρπόληση των θυρών. Εκείνη τη στιγμή αυτομόλησαν προς τον Τίτο ο Άννας από την Εμμαούς και ο Αρχέλαος, γιος του Μαγγαδάτη, που ήταν στενοί συνεργάτες του Ιωάννη. Αν και ο Τίτος ήταν σίγουρος ότι η κίνηση τους είχε σχέση με την προσπάθεια τους να διασωθούν, δεν τους συνέλαβε, αλλά τους άφησε να φύγουν.

Την επόμενη μέρα, αφού οι φλόγες έσβησαν, ο Τίτος συγκάλεσε συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν ο Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος οι διοικητές τριών λεγεώνων, της Vης (5ης), της Xης (10ης) και της XVης (15ης), Σέξτιος Κερεάλιος, Λάρκιος Λέπιδος και Τίτος Φρύγιος, ο Φρόντος Ετέριος που είχε έρθει μαζί με τον Τίτο από την Αλεξάνδρεια και ο επίτροπος της Ιουδαίας Μάρκος Αντώνιος Ιουλιανός. Εκεί αποφασίστηκε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να διασωθεί ο Ναός από την καταστροφή.

Η ρωμαϊκή επίθεση στον περίβολο του Ναού ξανάρχισε και οι Ιουδαίοι απωθήθηκαν κατά το τέλος της ημέρας στον εσωτερικό περίβολο του Ναού. Ο Ναός περικυκλώθηκε και ο Τίτος αποσύρθηκε. Οι εχθροπραξίες όμως ξανάρχισαν και οι Ρωμαίοι, αφού νίκησαν τους Ιουδαίους, τους καταδίωξαν, φτάνοντας δίπλα στο ιερό. Τότε ένας στρατιώτης, βοηθούμενος από κάποιον συνάδελφο του πέταξε έναν αναμμένο πυρσό μέσα από ένα άνοιγμα στη βόρεια πλευρά των δωματίων που βρίσκονταν γύρω από τον Ναό. Αμέσως ξέσπασε πυρκαγιά στον γύρω χώρο. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο Τίτος, έτρεξε προς το μέρος της συμπλοκής διατάσσοντας τους στρατιώτες να πετάξουν τους πυρσούς που είχαν στα χεριά τους και να αποσυρθούν. Κανένας όμως δεν υπάκουγε.

Το μόνο που κατάφερε ο Τίτος ήταν να μπει μέσα στο εσωτερικό του Ναού και να κοιτάξει τους χώρους του, ενώ η φωτιά μαίνονταν γύρω από το κτίσμα. Κατόπιν έκανε άλλη μια προσπάθεια να συγκρατήσει τους στρατιώτες του μέχρι τη στιγμή που ένα πυροφόρο βλήμα από καταπέλτη χτύπησε τις πύλες του Ναού. Σύντομα ξέσπασε φωτιά στο εσωτερικό. Ο Ναός είχε καταστραφεί (τέλη Αυγούστου του 70).

Καθώς η νύχτα είχε πέσει και ο Ναός είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός, οι κραυγές πόνου και αγωνίας των καταδιωκόμενων από τους Ρωμαίους αναμειγνύονταν με τον θρήνο για την οικτρή τύχη του Ναού. Όσοι από τους υπερασπιστές του Ναού είχαν απομείνει ζωντανοί κατάφεραν επιτέλους να διαφύγουν προς τα νότια και από εκεί στην πόλη. Όταν ξημέρωσε όλος ο περίβολος του Ναού είχε γεμίσει με πτώματα και ήταν βαμμένος στο αίμα, ενώ η φωτιά είχε αφανίσει τα πάντα. Οι λίγοι ιερείς που αποκλείστηκαν στα τείχη του Ναού αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν.

Η πτώση της πόλης

Όσοι επαναστάτες είχαν απομείνει κατέφυγαν στην Άνω Πόλη όπου βρίσκονταν το ανάκτορο του Ηρώδη, το οποίο κατέλαβε ο Σίμων. Ο Τίτος ζήτησε για ακόμη μια φορά από τους επαναστάτες να παραδοθούν. Αυτοί όμως ζήτησαν να εγκαταλείψουν την πόλη ένοπλοι μαζί με τις οικογένειες τους και να φύγουν στην έρημο. Ο Τίτος δεν δέχθηκε. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν και οι Ρωμαίοι κατέλαβαν και πυρπόλησαν όλη την Κάτω πόλη μέχρι την περιοχή του Σιλωάμ.

Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 70, είχαν αποκλείσει την Άνω Πόλη και άρχισαν να κατασκευάζουν αναχώματα. Τότε οι Ιδουμαίοι αποφάσισαν να αυτομολήσουν στους Ρωμαίους ο Σίμων όμως συνέλαβε ή σκότωσε τους αρχηγούς τους. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αναχαιτίσει το ρεύμα αυτών που κατέφευγαν στους Ρωμαίους. Τα αναχώματα ολοκληρωθήκαν το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 70 και οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν. Οι επαναστάτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή (στα μέσα του τρίτου δεκαήμερου του Σεπτεμβρίου του 70) χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση.

Όλη η Άνω Πόλη ακόμη και τα ανάκτορα του Ηρώδη κυριεύτηκαν απροσδόκητα εύκολα και όσοι ζωντανοί απέμειναν είτε διέφυγαν προς την Κάτω πόλη, ακολουθούμενοι από τους Ρωμαίους που τους σκότωναν αδιάκριτα, είτε κατέφευγαν σε υπόγειες στοές και ορύγματα. Αυτή την τακτική ακολούθησαν ο Ιωάννης και ο Σίμων. Ύστερα από λίγες ημέρες, ο Τίτος έδωσε τη διαταγή καταστροφής της πόλης. Στα τέλη του 70, όλη η Ιερουσαλήμ πυρπολήθηκε και τα τείχη της ισοπεδώθηκαν.

Όταν σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, άρχισαν να βγαίνουν όσοι ζωντανοί είχαν απομείνει μέσα από τα ερείπια, οι οποίοι συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι. Επιπλέον, οι Ρωμαίοι άρχισαν να ανακαλύπτουν τις υπόγειες στοές και τα ορύγματα. Έμπαιναν μέσα σ’ αυτά και σκότωναν όσους είχαν απομείνει εκεί, καθώς οι περισσότεροι είτε ήδη είχαν αλληλοσκοτωθεί μεταξύ τους, είτε είχαν πεθάνει από την πείνα. Ο Ιωάννης σπρωγμένος από την πείνα παραδόθηκε, ενώ ο Σίμων έσκαψε με τους συντρόφους του μια σύρραγα προκειμένου να διαφύγει από την πόλη.

Οι Ρωμαίοι διαχώρισαν τους αιχμαλώτους. Όσοι ήταν ανάπηροι και ηλικιωμένοι είτε εκτελέστηκαν, είτε πέθαναν από την πείνα (11.000). Όσοι επέζησαν ανήλθαν σε 97.000. Από αυτούς, όσοι ήταν κάτω από δεκαεπτά ετών πωλήθηκαν ως δούλοι, ενώ όσοι ήταν άνω των δεκαεπτά καταδικάστηκαν είτε σε καταναγκαστικά έργα στην Αίγυπτο, είτε βρήκαν τον θάνατο στις αρένες διαφόρων πόλεων.

Ο αριθμός των νεκρών υπολογίζεται σε 500.000. Η πόλη δεν ξαναχτίστηκε, αλλά στα ερείπια του ανακτόρου του Ηρώδη εγκαταστάθηκε η Χη (10η) λεγεώνα.

Η τύχη της Ιερουσαλήμ και η Καινή Διαθήκη

Η σύνδεση της Καινής Διαθήκης και ειδικότερα των τριών Συνοπτικών Ευαγγελίων (Κατά Μάρκον,Κατά Ματθαίον,Κατά Λουκάν) με την τύχη της Ιερουσαλήμ έχει άμεση σχέση με τις πράξεις του Ιησού ύστερα από την είσοδο του στην Ιερουσαλήμ κατά την τελευταία εβδομάδα της ζωής του.

Συγκεκριμένα όταν ο Ιησούς εισέρχεται στον Ναό ανατρέπει «τας τράπεζες των αργυραμοιβών και τα καθίσματα των πωλούντων τας περιστεράς»(Μαρκ. 11.15 και παράλ.[38]) και κάνει μια δήλωση σχετικά με την τύχη του Ναού. Οι συγγραφείς των Συνοπτικών του αποδίδουν την πρόβλεψη πως ο Ναός πρόκειται να καταστραφεί (Μαρκ.13.1 κ.ε.και παράλ). Κατόπιν παρουσιάζουν τους κατηγόρους του στη δίκη να ισχυρίζονται ότι είχε απειλήσει να καταστρέψει το Ναό(Μαρκ.14.58[40]//Ματθ.26.61). Στη σκηνή της σταύρωσης μερικοί του φωνάζουν «Ούα, ο χαλών τον ναόν…»(Μαρκ.15.29 κ.ε//Ματθ.27.40)ενώ ένας από τους πρώτους χριστιανούς ο Στέφανος κατηγορήθηκε ότι είχε πει πως ο «Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος θέλει καταλύσει τον τόπον τούτον» δηλαδή τον Νάο.(Πραξ.6.14).

Το ερώτημα που προκύπτει μέσα από όλες αυτές τις δηλώσεις και έχει σχέση με το άρθρο μας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Αν οι δηλώσεις του Ιησού δεν αναφέρονται σε κάποιο είδος κάθαρσης, αλλά σε μια επερχόμενη καταστροφή, τότε αυτές οι δηλώσεις αποτελούν αληθινή πρόβλεψη ή όχι;

Προφανώς καμία πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί, θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι ο Ιησούς δεν έκανε δηλώσεις πολιτικού περιεχομένου (όπως για παράδειγμα ο προφήτης Ιερεμίας) εκτός από μια ρήση στο Κατά Λουκάν:»Όταν δε ιδήτε την Ιερουσαλήμ περικυκλούμενην υπό στρατοπέδων τότε γνωρίσατε ότι επλησίασεν η ερήμωσις αυτής» (Λουκ.21.20). Υπάρχουν ερευνήτες που υποστηρίζουν ότι αυτό το απόσπασμα αναθεωρεί και «εκσυγχρονίζει» ένα αντίστοιχο που υπάρχει στον Ματθαίο και τον Μάρκο»όταν δε ιδήτε το βδέλυγμα της ερημώσεως…ιστάμενον όπου δεν πρέπει»(Μαρκ.13.14[46]//Ματθ.24.15). Το τμήμα αυτό αναφέρεται προφανώς στα γεγονότα που έγιναν στην Ιερουσαλήμ όταν Καίσαρας ήταν ο Καλιγούλας και αφορούσαν την τοποθέτηση του αγάλματος του. Προφανώς αναφέρεται σε γεγονότα που έγιναν το 40, έπειτα από τη ζωή του Ιησού. Στο συγκεκριμένο τμήμα ο Λουκάς μετακινεί την ημερομηνία περίπου 30 χρόνια αργότερα(70).

Αν αυτό είναι σωστό σημαίνει ότι όταν ο Λουκάς έγραψε αυτό το τμήμα απέδωσε τα λόγια του Ιησού με συγκεκριμένο τρόπο εφόσον ήδη γνώριζε την τύχη της Ιερουσαλήμ και προφανώς θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη που αναφέραμε για την έλλειψη πολιτικών δηλώσεων από τα Ευαγγέλια, στο βαθμό βέβαια που θεωρούμε μια πρόβλεψη για την τύχη του Ναού ως πολιτική δήλωση.

Για ακόμη μια φορά, καμιά πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Είναι πολύ πιθανό ο Ιησούς να διέθετε πολιτική διορατικότητα. Στον Μάρκο υπάρχει όπως αναφέραμε το εξής περιστατικό :»Και εκπορευομένου αυτού εκ του ιερού λέγει αυτώ είς των μαθητών αυτού διδάσκαλε, ίδε ποταποί λίθοι και ποταπαί οικοδομαί, και ο Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτώ βλέπεις ταύτας τάς μεγάλας οικοδομάς; ού μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ός ού μη καταλυθή»(Μαρκ.13.1 κ.ε.) δηλαδή : Και καθώς έβγαιναν από την αυλή του Ναού του είπε ένας από τους μαθητές «διδάσκαλε κοίτα τι ωραίες πέτρες και πόσο μεγαλοπρεπή κτίρια είναι αυτά»! Και ο Ιησούς απάντησε και του είπε «βλέπεις αυτές τις μεγάλες οικοδομές, δεν θα μείνει εδώ πέτρα πάνω στην πέτρα που να μην γκρεμιστεί».

Όταν στο Ευαγγέλιο αυτό (Μαρκ.13.1 κ.ε.) ο Ιησούς διατυπώνει την πρόβλεψη :»… ού μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ός ού μή καταλυθή» απευθυνόμενος σε ένα μαθητή και αντίστοιχα στον Μάτθαιο (Ματθ 24.1 κ.ε.), όπου απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και στον Λουκά(Λουκ.21.5 κ.ε.), όπου απευθύνεται σε μερικούς ανθρώπους, τότε πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτή η πρόβλεψη δεν εκπληρώθηκε με ακρίβεια.

Ένα μέρος του τείχους του Ναού (Τείχος των Δακρύων) έχει διασωθεί ως σήμερα, ενώ ο Ιησούς είπε ότι δεν θα έμενε ούτε μια πέτρα πάνω στην άλλη. Αυτό σημαίνει πιθανότατα ότι η πρόβλεψη αυτή ειπώθηκε πραγματικά από τον Ιησού, εφόσον αν ήταν διατυπωμένη ύστερα από την καταστροφή του Ναού θα έπρεπε λογικά να συμφωνεί απόλυτα η πρόβλεψη με το γεγονός.

Ο αντίκτυπος

Μετά την καταστροφή οι συναγωγές γίνονται τόποι προσεύχης και μνήμης, ενώ στην καθημερινή ζωή των Ιουδαίων εμφανίζονται σημάδια που τη θυμίζουν. Η μνήμη του ιουδαϊκού λαού θα παραμένει ο θεματοφύλακας του ολέθριου γεγονότος της καταστροφής της ιερής πόλης το οποίο μνημονεύεται κάθε χρόνο κατά τον εορτασμό της Τισά Μπαβ. Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ σηματοδοτεί την Εβραϊκή Διασπορά.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ