Ο Κίτσος Μακρής γεννήθηκε στη Λάρισα το 1917 και από το 1926 ως το θάνατό του, κατοικούσε στο Βόλο. Από το 1937 άρχισε τις έρευνες για τη λαϊκή τέχνη, αφορμή για τις οποίες στάθηκε μια παραίνεση του καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης Δημ. Ευαγγελίδη να ασχοληθεί με το Θεόφιλο, που είχε ζήσει και δουλέψει στο Βόλο.
Φωτογραφία από: e-thessalia
Το 1939 εκδίδεται το πρώτο βιβλίο “Ο Ζωγράφος Θεόφιλος”, που υπήρξε η πρώτη ελληνική μελέτη για το θέμα αυτό. Με τη βοήθεια της γυναίκας του Κυβέλης, που είναι φωτογράφος, αποτύπωνε τα μνημεία της λαϊκής τέχνης του Πηλίου, βαδίζοντας πολλές φορές από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι στην αναζήτηση τόσο των λαϊκών στοιχείων όσο και των λαϊκών καλλιτεχνών.
Από την νεανική του ηλικία ήταν δραστήριο μέλος του σωματείου “Φίλοι των Γραμμάτων” και αρθρογραφούσε στη φιλολογική στήλη της εφημερίδας “Η Θεσσαλία”. Την ίδια εποχή δούλευε και σαν τυπογράφος στην επιχείρηση του πατέρα του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ Νέων και υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας. Την άνοιξη του 1944 ανέβηκε στα ορεινά της Καρδίτσας, μαζί με άλλους αγωνιστές, και εκεί παντρεύτηκε την Κυβέλη Ζημέρη. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και μετά, για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε στην Αθήνα, επειδή στο Βόλο, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, δεν μπορούσε να αναπτύξει ελεύθερα τις δραστηριότητές του.
Γυρίζοντας στο Βόλο πρωτοστάτησε στην ίδρυση της “Δημοκρατικής Συνεργασίας” και από το 1955 ως το 1964 εξελέγη τρεις φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Το 1955, μετά τους σεισμούς στη Μαγνησία, αγωνίστηκε για τη διάσωση των θησαυρών του λαϊκού μας πολιτισμού με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής του.
Από το 1964 ως το 1982 υπήρξε Διευθυντής του παραρτήματος της Θεσσαλίας του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας, εκτός από την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) οπότε απολύθηκε. Τα χρόνια εκείνα έζησε ζωγραφίζοντας κεραμεικά στο κατάστημά του, τη «Γωνιά Τέχνης». Ηταν μέλος της «Διεθνούς Ενωσης Τεχνοκριτών», της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών», της «Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας», μέλος του Δ.Σ. της «Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης» και Πρόεδρος του «Συνδέσμου Φιλίας Ελλάδας-Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας». Επίσης ήταν πρόεδρος του Ελληνικού τμήματος του ICOMOS.
Ο Κίτσος Μακρής ταξίδευε σε ολόκληρη την Ελλάδα, αναζητώντας τις αλληλεπιδράσεις και εξελίξεις στη λαϊκή μας τέχνη. Τα τελευταία χρόνια επεξέτεινε τις έρευνές του στη μελέτη της λαϊκής τέχνης των χωρών της Βαλκανικής και τις αλληλεπιδράσεις της με αυτή του Ελλαδικού χώρου. Είχε περισσότερη εξειδίκευση στο λαϊκό εικαστικό έργο, προχωρώντας στη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το λαϊκό καλλιτεχνικό οικοδόμημα.
Διέδωσε το έργο του με περισσότερες από 450 διαλέξεις και μαθήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά. Έκανε πολλές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Πήρε μέρος σε 30 περίπου συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διοργάνωσε εκθέσεις για τη λαϊκή τέχνη του Πηλίου στη Γενεύη, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο και αλλού. Εξέδωσε 47 βιβλία και μελέτες, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν στην Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική και Σερβική γλώσσα.
Για το έργο του τιμήθηκε με τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών το 1956, με το Κρατικό Βραβείο Μελέτης το 1960, με το Παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Φοίνικος το 1965, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1976, με το Χρυσό Μετάλλιο Φιλίας των Λαών Ελλάδας και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1984, με τιμητική διάκριση από το Δήμο Βόλου το 1987. Τέλος το 1987 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το 1986 ήταν υποψήφιος Δήμαρχος Βόλου με το συνδυασμό της «Δημοκρατικής Κίνησης» και Δημοτικός Σύμβουλος ως το θάνατό του.
Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1988, έχοντας πολλά ακόμα να προσφέρει τόσο στη Λαογραφία, όσο και στην πνευματική και πολιτιστική ζωή του τόπου μας.
http://www.lib.uth.gr/