Το σύγγραμμα Τέχνη Γραμματική (λατ. Ars Grammatica) θεωρείται ότι συντάχθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον γραμματικό Διονύσιο τον Θράκα και αποτελεί την πρώτη προσπάθεια συστηματικής γραμματικής περιγραφής τής γλώσσας.
Ο Διονύσιος ο Θραξ, μαθητής τού Αλεξανδρινού γραμματικού Αριστάρχου, πέθανε περίπου το 90 π.Χ. Οι απόψεις του εντάσσονται στον ευρύ κύκλο τής ελληνιστικής γραμματείας με επιδράσεις τόσο από τον Αριστοτέλη όσο και από τους Στωικούς φιλοσόφους. Αρκετοί μελετητές, όμως, έχουν φθάσει στο συμπέρασμα ότι η Τέχνη Γραμματική δεν είναι δικό του έργο, αλλά συντάχθηκε αργότερα, περίπου τον 4ο αι. μ.Χ.
Η αποσπασματική παράδοση του έργου και η εμφανής ασυνέχεια μετά το πέμπτο κεφάλαιο έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση τόσο της πατρότητας όσο και της ενότητάς του.
Ορισμένα επιχειρήματα των υποστηρικτών τής τελευταίας απόψεως είναι τα ακόλουθα:
– Το έργο δεν φαίνεται να ακολουθεί τη δομή που ανακοινώνει η πρώτη του παράγραφος.
– Τα πρώτα πέντε κεφάλαια, που έχουν αρχαϊκό χαρακτήρα, μοιάζουν αποκομμένα από το υπόλοιπο έργο και ορισμένοι υποθέτουν ότι τέθηκαν αργότερα ως πρόλογος σε μεταγενέστερη γραμματική.
– Η Τέχνη Γραμματική δεν παρουσιάζει με συνέπεια απόψεις τού Διονυσίου τού Θρακός που ήδη γνωρίζουμε από άλλες πηγές.
– Οι μόνες έμμεσες μαρτυρίες για το έργο πριν από τον 4ο αι. μ.Χ., εν προκειμένω οι παραθέσεις από αυτό, προέρχονται αποκλειστικά από τα πρώτα πέντε κεφάλαια.
– Τα πρώτα αντίγραφα της Τέχνης Γραμματικής χρονολογούνται τον 5ο αι. μ.Χ.
– Οι υπόλοιπες γραμματικές που συντάχθηκαν ώς τον 4ο αι. μ.Χ. (όπως οι περίφημες Ars minor και Ars major του Aelius Donatus, 350 μ.Χ. περίπου) δεν μνημονεύουν καθόλου την Τέχνη Γραμματική.
Στα επιχειρήματα αυτά έχει δοθεί η απάντηση ότι πιθανώς η Τέχνη Γραμματική να έχει φθάσει ώς εμάς σημαντικά τροποποιημένη και, όπως συνέβη με πολλά έργα τής αρχαιότητας, μεγάλο μέρος της να έχει χαθεί. Δεδομένης της ισχυρής επίδρασης που άσκησε το έργο σε όλες τις γραμματικές σχολικού τύπου που συντάχθηκαν έκτοτε, εικάζεται ότι αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν, όταν γράφτηκε το έργο, δεν εξέφραζε ενοποιημένες και σταθερές γλωσσικές απόψεις.
Το περιεχόμενο της Τέχνης Γραμματικής
Η Τέχνη Γραμματική έχει συνταχθεί με συντομία, μεθοδικότητα και σαφήνεια. Ο Διονύσιος, στηριζόμενος στην παρατήρηση της γλώσσας των δόκιμων συγγραφέων, επιχείρησε να συστηματοποιήσει, όχι απλώς τη δομή της, αλλά τα χαρακτηριστικά που την έκαναν τόσο ξεχωριστή.
Στο προοίμιο του έργου ο Διονύσιος εκθέτει ως εξής το πρόγραμμα της Τέχνης Γραμματικής:
Γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων. Μέρη δὲ αὐτῆς ἐστιν ἕξ· πρῶτον ἀνάγνωσις ἐντριβὴς κατὰ προσῳδίαν͵ δεύτερον ἐξήγησις κατὰ τοὺς ἐνυπάρχοντας ποιητικοὺς τρόπους͵ τρίτον γλωσσῶν τε καὶ ἱστοριῶν πρόχειρος ἀπόδοσις͵ τέταρτον ἐτυμολογίας εὕρεσις͵ πέμπτον ἀναλογίας ἐκλογισμός͵ ἕκτον κρίσις ποιημάτων͵ ὃ δὴ κάλλιστόν ἐστι πάντων τῶν ἐν τῇ τέχνῃ.
Όπως προκύπτει από το προοίμιο, ο προγραμματικός σκοπός τού έργου είναι ουσιαστικά η εξακρίβωση της λογοτεχνικότητας, όχι η περιγραφή τής γλωσσικής διάρθρωσης, πράγμα που ξαφνιάζει τον αναγνώστη των σύγχρονων γραμματικών. Εντούτοις, στη συνέχεια ο Διονύσιος ασχολείται στην πραγματικότητα μόνο με το πέμπτο σημείο τού προγράμματος, δηλ. με την ανίχνευση της κανονικότητας (ή αναλογικότητας) στη γλώσσα.
Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι των ενοτήτων που ακολουθούν το προοίμιο:
Περὶ ἀναγνώσεως
Περὶ τόνου
Περὶ στιγμῆς
Περὶ ῥαψῳδίας
Περὶ στοιχείου
Περὶ συλλαβῆς (μακρᾶς, βραχείας, κοινῆς)
Περὶ λέξεως
Στις ενότητες αυτές περιέχονται οξυδερκείς παρατηρήσεις τού Διονυσίου σχετικά με τη φωνητική αξία των γραμμάτων τού ελληνικού αλφαβήτου. Μολονότι ο συγγραφέας θέτει ως αφετηρία του το γράμμα, δηλ. το γράφημα, πράγμα που αποτελεί γνωστό μειονέκτημα της παραδοσιακής γραμματικής, επιτυγχάνει σε ορισμένες περιπτώσεις να μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες όσον αφορά στην προφορά τής κλασικής λογοτεχνικής γλώσσας.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα:
– Αναφερόμενος στη φωνητική αξία τού γραφήματος ζ, ο συγγραφέας αναφέρει μεταξύ άλλων: «διπλᾶ δὲ εἴρηται͵ ὅτι ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐκ δύο συμφώνων σύγκειται͵ τὸ μὲν ζ ἐκ τοῦ σ καὶ δ…» Η μαρτυρία αυτή αποτελεί επιπρόσθετη ένδειξη ότι το αρχ. ζ είχε την προφορά [zd], πράγμα που εξηγεί τη διπλή γραφή τού επιρρήματος Ἀθήναζε / Ἀθήνασδε.
– Ο Διονύσιος εισάγει τη διαίρεση των συμφώνων σε τρεις τριάδες, τις οποίες ονομάζει ως εξής: κ, π, τ «ψιλά» (Tenuae), φ, θ, χ «δασέα» (Aspiratae), β, δ, γ «μέσα» (Mediae). Οι ονομασίες των δύο πρώτων βασίζονται σε αρθρωτικά χαρακτηριστικά, είναι δε σημαντική η μαρτυρία τής Τέχνης Γραμματικής, ότι η αρχ. προφορά των φ, θ, χ ήταν [pʰ], [tʰ], [kʰ], όπως τεκμαίρεται ασφαλώς μέσω της συγκριτικής μεθόδου. Οι αντίστοιχες λατινικές ονομασίες επικράτησαν στην παραδοσιακή γραμματική και ακόμη και σήμερα συναντώνται σποραδικά σε επιστημονικά κείμενα. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα «μέσα» σύμφωνα (που σήμερα αποκαλούμε «ηχηρά κλειστά», αγγλ. voiced stops) αποκλήθηκαν έτσι απλώς επειδή ετίθεντο μεταξύ ψιλών και δασέων.
Στη συνέχεια του έργου ο Διονύσιος ο Θραξ προχωρεί στη θεμελιώδη για τη γραμματική διαίρεση των μερών τού λόγου, βασιζόμενος κυρίως στις αριστοτελικές μεθόδους ταξινομήσεως. Η εν λόγω διαίρεση άσκησε σχεδόν καθολική επιρροή στις μετέπειτα σχολικές γραμματικές και καθόρισε αποφασιστικά τον τρόπο διδασκαλίας τής γλώσσας έκτοτε.
Η διαίρεση του λόγου έχει ως εξής: «Τοῦ δὲ λόγου μέρη ἐστὶν ὀκτώ· ὄνομα͵ ῥῆμα͵ μετοχή͵ ἄρθρον͵ ἀντωνυμία͵ πρόθεσις͵ ἐπίρρημα͵ σύνδεσμος.»
Μολονότι ο Διονύσιος ακολουθεί την ορολογία των Στωικών και του Αριστοτέλη, εφαρμόζει ωστόσο κριτήρια διακρίσεως των ανωτέρω τάξεων και φθάνει μέχρι του σημείου να συνοδεύει την ονομασία με παρατηρήσεις που ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν με την οξυδέρκειά τους. Δύο παραδείγματα:
– Στην κατηγορία όνομα ο Διονύσιος συμπεριλαμβάνει τόσο το ουσιαστικό όσο και το επίθετο, επειδή βλέπει ότι ακολουθούν κοινό κλιτικό πρότυπο. Αν και χωρίς να το συνειδητοποιεί, εφαρμόζει μορφολογικές αρχές σε μια ταξινομία που είχε σαφώς εννοιολογική αφετηρία.
– Ενώ οι Στωικοί φιλόσοφοι θεωρούσαν τη μετοχή τμήμα τού ρήματος, η Τέχνη Γραμματική τής αναγνωρίζει χωριστή θέση, διότι «μετοχή ἐστι λέξις μετέχουσα τῆς τῶν ῥημάτων καὶ τῆς τῶν ὀνομάτων ἰδιότητος. Παρέπεται δὲ αὐτῇ ταὐτὰ ἃ καὶ τῷ ὀνόματι καὶ τῷ ῥήματι δίχα προσώπων τε καὶ ἐγκλίσεων». Ο Διονύσιος κατορθώνει εδώ να διακρίνει ότι η μετοχή είναι στην πραγματικότητα ρηματικό επίθετο.
Βεβαίως, η ελλιπής καλλιέργεια της γλωσσολογικής σκέψης είναι ορατή και στην Τέχνη Γραμματική. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ονομασίες των όρων δεν αποκαλύπτουν ακριβή γνώση τής λειτουργίας τους, ενώ σε άλλες παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας δεν είχε διακρίνει βασικές ομοιότητες, οι οποίες θα τον βοηθούσαν σε ορθότερη ταξινόμηση ή σε συνεπέστερους ορισμούς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πτώσεων. Η Τέχνη Γραμματική αναφέρει: «Πτώσεις ὀνομάτων εἰσὶ πέντε· ὀρθή͵ γενική͵ δοτική͵ αἰτιατική͵ κλητική». Οι ονομασίες αυτές επικράτησαν έκτοτε (η ορθή αποκλήθηκε ονομαστική, διότι σε αυτήν απαντά η λέξη με τον κανονικό, απαθή τύπο) και οι Ρωμαίοι γραμματικοί μετέφρασαν τους εν λόγω όρους στα λατινικά. Εντούτοις, η αιτιατική πτώση έλαβε την ονομασία αυτή με έναν περίπλοκο συλλογισμό: ότι δηλώνει τον αποδέκτη τής ενέργειας, η οποία έχει την αιτία της στο υποκείμενο. Η αντίστοιχη λατινική λέξη θα ήταν, επομένως, casus effectivus. Εντούτοις, ο Βάρρων χρησιμοποίησε την απόδοση accusativus, μολονότι αυτή δηλώνει την προκαλούσα αιτία και όχι το αντικείμενό της. Η απόδοση αυτή, αν και λανθασμένη, επικράτησε κατόπιν σε όλες τις γραμματικές (αγγλ. accusative, γερμ. Akkusativ).
Μια ακόμη αδυναμία είναι εμφανής στον τρόπο αναλύσεως των ρηματικών διαθέσεων. Ο Διονύσιος γράφει: «Διαθέσεις εἰσὶ τρεῖς͵ ἐνέργεια͵ πάθος͵ μεσότης· ἐνέργεια μὲν οἷον τύπτω͵ πάθος δὲ οἷον τύπτομαι͵ μεσότης δὲ ἡ ποτὲ μὲν ἐνέργειαν ποτὲ δὲ πάθος παριστᾶσα͵ οἷον πέπηγα διέφθορα ἐποιησάμην ἐγραψάμην». Ενώ η διάκριση μεταξύ ενεργητικής και παθητικής διαθέσεως είναι ξεκάθαρη, ο όρος μεσότης είναι ασαφής. Ο Διονύσιος δεν διακρίνει τη διαφορά μεταξύ φωνής και διαθέσεως, δηλ. μεταξύ των μορφολογικών και των σημασιολογικών χαρακτηριστικών τού ρήματος, όπως αυτά είναι κατανοητά σήμερα.
Η απήχηση της Τέχνης Γραμματικής
Παρά τις εγνωσμένες αδυναμίες της, η Τέχνη Γραμματική υπήρξε σημείο αναφοράς για το πρότυπο γλωσσολογικής ανάλυσης και γραμματικής περιγραφής που έγινε κατόπιν γνωστό ως Σχολική Γραμματική (Schulgrammatik). Αυτό συνέβη ασφαλώς λόγω της μεθοδικότητας και της συντομίας της, καθώς και εξαιτίας τής ισχυρής εξάρτησης από τη φιλοσοφία των Στωικών.
Τα χαρακτηριστικά τού εν λόγω προτύπου, τα οποία εισήγαγε η Τέχνη Γραμματική, είναι τα ακόλουθα:
– Τεχνική ορολογία περιγραφής των γραμματικών εννοιών.
– Σαφής και ευδιάκριτη ιεραρχική δομή και διάρθρωση.
– Λογική ανάλυση της γλώσσας με συγκεκριμένο θεωρητικό υπόβαθρο.
– Έμφαση στα σημασιολογικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονη υποβάθμιση των μορφολογικών κατηγοριών, με αποτέλεσμα την ανομοιογενή ταξινομία.
– Περιορισμός τής γραμματικής περιγραφής κυρίως στη μορφολογία και ειδικότερα στον τομέα τής ταξινόμησης των μερών τού λόγου με βάση το κριτήριο της κλίσεως.
Οι σχολικές γραμματικές που επακολούθησαν υιοθέτησαν ρυθμιστική κατεύθυνση με βάση την αρχή που είχε θέσει εξ αρχής ο Διονύσιος, ότι δηλαδή στόχος τής γραμματικής είναι η εξακρίβωση της λογοτεχνικότητας και η αναγνώριση των στοιχείων που καθιστούν τον λόγο καλλιεπή και υψηλό.
Μερικά μεταγενέστερα έργα που φαίνεται ότι επηρεάστηκαν από την Τέχνη Γραμματική είναι τα ακόλουθα:
– Varro, De lingua Latina (περ. 47-45 π.Χ.)
– Quintilianus, Institutio oratoria (περ. 60-70 μ.Χ.)
– Aelius Donatus, Ars major & Ars minor (περ. 350 μ.Χ.)
– Dositheus, Ars grammatica (τέλος 4ου αι. μ.Χ.)
– Priscianus, Institutiones grammaticae (περ. 526-7 μ.Χ.)
Οι αρχές τής Τέχνης Γραμματικής βαθμηδόν ενσωματώθηκαν στις γραμματικές που προορίζονταν για διδασκαλία τής γλώσσας, ξεκινώντας από το έργο τού Απολλωνίου τού Δυσκόλου (για την Ελληνική) και του Πρισκιανού (για τη Λατινική). Οι ρυθμιστικές γραμματικές που συντάχθηκαν έκτοτε αντανακλούσαν κυρίως την τάση για προσήλωση σε εννοιολογικές κατηγορίες, την ατελή αντίληψη της μορφολογίας και την έμφαση στη σύνταξη ορισμών για τους γραμματικούς όρους.
Επιπλέον, οι σχολιαστές των εν λόγω γραμματικών αναζήτησαν τρόπους να εμβαθύνουν περαιτέρω, όχι στην ανάλυση της δομής τής γλώσσας, αλλά της δομής των ορισμών και των ονομάτων, πράγμα που καθόρισε τη συγγραφή των σχολικών γραμματικών ώς τον 20ό αιώνα.