Το πρωί της 9ης Αυγουστου 1978 η Ελλάδα θα ζούσε παραλίγο την μεγαλύτερη αεροπορική τραγωδία της ιστορίας με το Boeing 747 που θα έπεφτε στο κέντρο της Αθήνας!
Η πτήση θρίλερ 411 της Ολυμπιακής τον Αύγουστο του 1978, απο Αθήνα για Νέα Υόρκη, με το ολοκαίνουργιο Boeing747, έμεινε στην ιστορία για το απαράμιλλο σθένος του πιλότου Μιγάδη, που κατόρθωσε να κρατήσει στον αέρα το αεροπλάνο, ξύνοντας τις πολυκατοικίες της Αθήνας. Ολες οι προσομοιώσεις της Boeing εως σήμερα δείχνουν οτι το αεροπλάνο παντα πέφτει.
Το 1978 ένα θηριώδες τζάμπο της Ολυμπιακής με 418 επιβάτες, παραλίγο να πέσει στο κέντρο της Αθήνας, λίγα μόλις λεπτά μετά την απογείωση του. Η αεροπορική τραγωδία αποφεύχθη χάρη στον έμπειρο πιλότο, Σήφη Μιγάδη, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει στον αέρα το αεροσκάφος. Το επίτευγμα του διδάσκεται στα σεμινάρια της Boeing, καθώς “νίκησε τους νόμους της φυσικής”, πετώντας σε εξαιρετικά χαμηλό ύψος και με ελάχιστη ταχύτητα κάτω από το όριο της απώλειας στήριξης. Το γεγονός ότι δεν συνετρίβη θεωρείται «θαύμα» ενώ σε όλες τις προσομοιώσεις που έχουν γίνει το αεροπλάνο πάντα πέφτει. Η κατασκευαστική εταιρεία έχει χαρακτηρίσει εκείνο το αεροσκάφος «lost» και το θεωρεί πεσμένο, παρόλο που ο πιλότος της Ολυμπιακής, Σήφης Μιγάδης, κατάφερε να το προσγειώσει….
Η απογείωση και η καταστροφή του κινητήρα
Στην Πτήση 411 της 9 Αυγούστου 1978 ένα από τα τέσσερα Boeing 747-200 της Ολυμπιακής θα πετούσε από την Αθήνα με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Στις 14.00 το πλήρωμα πήρε τις θέσεις του και το αεροπλάνο μπήκε στον αεροδιάδρομο για την απογείωση.
Εκείνη την ημέρα το αεροσκάφος είχε 400 επιβάτες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Αμερικανοί τουρίστες και 160 τόνους καύσιμα, καθώς θα πετούσε απευθείας από Αθήνα για Νέα Υόρκη. Μαζί τους πετούσαν και 18 μέλη πληρώματος με κυβερνήτη τον κρητικό Σήφη Μιγάδη. Είχε 32 χρόνια εμπειρία και τα τελευταία χρόνια είχε αναλάβει το πιλοτάρισμα των jumbo της Ολυμπιακής. Συγκυβερνήτης ήταν ο Κ. Φικάρδος, στενός φίλος του Μιγάδη, με τον οποίο συνεργάστηκε πολλά χρόνια και έκαναν πολλά ταξίδια μαζί ….
Πριν οι ρόδες ξεκολλήσουν από το έδαφος, ακούστηκε μια έκρηξη από τον δεξί κινητήρα, ο οποίος εξερράγη λόγω υπερθέρμανσης των αγωγών ψύξης του στροβίλου, ενώ οι υπόλοιποι 3 έχασαν την ισχύ τους. Ο Μιγάδης δεν μπορούσε να σταματήσει και έδωσε εντολή στον Φικάρδο να μαζέψει τις ρόδες για να συνεχίσει. Ο πιλότος έδινε μάχη να ανυψωθεί και όσοι βρίσκονταν στο αεροδρόμιο πίστευαν ότι θα έπεφτε. Με ελάχιστο ύψος κατάφερε να περάσει το πρώτο εμπόδιο, που ήταν ο λόφος «Πανί» στον Άλιμο.
Το αεροπλάνο πλέον πετούσε με ταχύτητα ελάχιστα χαμηλότερη από αυτή που ήταν το όριο για την απώλεια στήριξης. Ενώ το όριο για την ελάχιστη ταχύτητα ασφαλείας πτήσης ήταν τα 180 μίλια/ω, το αεροπλάνο πετούσε με 158 μίλα/ωΗ πορεία που μπορούσε ο κυβερνήτης να ακολουθήσει ήταν μόνο ευθεία και οριζόντια. Κάθε άλλη ενέργεια θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του Τζάμπο 747, γιατί θα έχανε πολύτιμους κόμβους ταχύτητας.
Ο Μιγάδης επέλεξε να το κρατήσει σταθερό σε οριζόντια θέση, καθώς γνώριζε πολύ καλά την αεροδυναμική. Δεν τράβηξε πάνω τα χειριστήρια ώστε να ανεβάσει το αεροπλάνο, αλλά κόλλησε το αεροπλάνο στο έδαφος σε μικρή απόσταση ώστε να υπάρχει το φαινόμενο “ground effect” για αύξηση της άνωσης. Όπως είχε πει σε συνέντευξη του, παρέκαμψε πολλούς κανόνες και διαδικασίες που προβλέπονταν, προκειμένου να το κρατήσει στον αέρα. Δεν μπορούσε να το στρίψει και να κάνει ελιγμούς. Πήγαινε μόνο ευθεία και αποφάσισε να κινηθεί προς το όρος του Αιγάλεω, για να πέσει τουλάχιστον σε ακατοίκητη περιοχή.
Εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα, στο πιλοτήριο επικρατούσε σιγή. Παράλληλα ο μηχανικός βελτίωνε την κατάσταση των κινητήρων, ενώ οι κυβερνήτης – συγκυβερνήτης ήταν απόλυτα συγκεντρωμένοι και ψύχραιμοι. Αυτός ήταν ο λόγος που οι επιβάτες δεν κατάλαβαν τίποτα και μερικοί πίστευαν ότι η χαμηλή πτήση στην Αθήνα ήταν στο πρόγραμμα. Πολλοί έβγαζαν φωτογραφίες από τα παράθυρα, ενώ περνούσαν πάνω από τις στέγες των κτιρίων….
Το αεροπλάνο ενώ έχει φτάσει σε ύψος 209 πόδια (περίπου 70 μ) κατεβαίνει στα 157 πόδια (55 μ.) περνάει πάνω από τις πολυκατοικίες του Αλίμου, του Φαλήρου, της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας και κατευθύνονταν πλέον προς το όρος Αιγάλειω με σκοπό του κυβερνήτη να το ρίξει εκεί αποφεύγοντας οποιαδήποτε κατοικημένη περιοχή.
Όλοι στο θάλαμο διακυβέρνησης ήξεραν ότι με τέτοιες συνθήκες το αεροπλάνο δε μπορεί να κρατηθεί και θα πέσει. Το αεροπλάνο συνέχιζε να πετά στα 55 μέτρα ξύνοντας τις πολυκατοικίες και παρασέρνοντας ακόμα και κεραίες τηλεοράσεων.
Σιγά σιγά, η ταχύτητα άρχισε σταδιακά να αυξάνεται μετά από την παρέμβαση του μηχανικού και όταν ανέβηκε στα 170 μίλια/ω ο κυβερνήτης άρχισε σιγά σιγά να ανεβάζει το αεροπλάνο φτάνοντας σε ύψος 300 πόδια (100μ) και κατευθύνθηκε προς το Σκαραμαγκά για να αδειάσει τις δεξαμενές του αεροπλάνου πριν να επιχειρήσει να προσγειωθεί.
Η όλη κρίσιμη διαδικασία κράτησε 93 δευτερόλεπτα.
Η προσγείωση στο Ελληνικό
Με λεπτούς χειρισμούς και μικρούς ελιγμούς ο Μιγάδης κατάφερε να το στρίψει και να επιστρέψει πίσω. Οι εργαζόμενοι του Ελληνικού που το είδαν να έρχεται από τον Πειραιά δεν το πίστευαν. Η άφιξη του αεροσκάφους έγινε σε πανηγυρικό κλίμα.
Δεν εξηγείται από μηχανικής και φυσικής άποψης η παραμονή τέτοιου αεροσκάφους στον αέρα, το οποίο πετάει κάτω από τα όρια απώλειας στήριξης. Η Boeing επιβεβαίωσε ότι το αεροπλάνο πετούσε κάτω από αυτά τα όρια και σε κάθε προσομοίωση που έκανε, το αεροπλάνο πάντα έπεφτε!
Όπως είχε δηλώσει ο Μιγάδης το 1994 σε συνέντευξη του στην εκπομπή του Κώστα Παπαπέτρου «Μια στις χίλιες»:
«Όσοι ζούμε μετά από αυτό, ζούμε λαθραία».
Μετά την παρολίγον τραγωδία, πήρε ξανά τη θέση στο πιλοτήριο νέου αεροσκάφους και στις 6 το απόγευμα πέταξε με το υπόλοιπο πλήρωμα για τη Νέα Υόρκη. Η ψυχραιμία του, οι γνώσεις του και η εμπειρία του έσωσε χιλιάδες ανθρώπους. Αν είχε πέσει, θα ήταν η μεγαλύτερη αεροπορική τραγωδία στα ελληνικά χρονικά. Ωστόσο, ο θρυλικός πιλότος της Ολυμπιακής, Σήφης Μιγάδης κατάφερε να το προσγειώσει και η πτήση 411 διδάσκεται ακόμα και σήμερα στους εκπαιδευόμενους πιλότους….