Μάχη των Καννών (216 μΧ): Η δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Μάχη των Καννών σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μάχες του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου και διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π. Χ., στις Κάννες της περιφέρειας Απουλίας, στη νοτιοανατολική Ιταλία.

Ο στρατός της Καρχηδόνας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αννίβα Βάρκα νίκησε σε αποφασιστική σύγκρουση τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία των υπάτων Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου και Γάιου Τερέντιου Βάρρωνος.

Θεωρείται μια από τις πιο ένδοξες μάχες εκείνης της περιόδου, καθώς αποτελεί και τη δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία (μετά τη ήττα στο Αραούζιο (Οράγγη) το 105 π. Χ).

Μετά από τις ήττες στη μάχη του ποταμού Τρεβία και στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης (λατ. Thrasymenne ή Trasimenne), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μετωπικά τον Αννίβα στις Κάννες, έχοντας στη διάθεσή τους συνολικά 87.000 στρατιώτες. Το ρωμαϊκό πεζικό στη μάχη είχε βαθύτερο σχηματισμό από ό,τι συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και ο Αννίβας αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας την τακτική της διπλής υπερκέρασης. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του ρωμαϊκού στρατού στη μάχη, καθώς επίσης και την υποταγή μερικών σύμμαχων της Ρώμης στον Αννίβα.

Στρατηγικό πλαίσιο

Λίγο μετά την έναρξη του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας είχε διασχίσει την Ιταλία δια μέσου των Άλπεων, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και είχε νικήσει τους Ρωμαίους στον ποταμό Τρεβία και στη λίμνη Τρασιμένη. Ύστερα από αυτές τις ήττες, οι Ρωμαίοι διόρισαν ως δικτάτορα τον Φάβιο Μάξιμο, για να αντιμετωπίσει την καρχηδονιακή απειλή.

Ο Φάβιος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την τακτική της καμένης γης κατά του καρχηδονιακού στρατού, κόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού του τελευταίου και προσπαθώντας να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση. Αυτή η τακτική, για την οποία ο Φάβιος πήρε την προσωνυμία «Μελητής», ήταν αντιδημοφιλής και άρχισε να αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά της, μια κι έδωσε την ευκαιρία στον καρχηδονιακό στρατό να συνενωθεί. Επίσης υπήρχε ο φόβος ότι αν ο Αννίβας συνέχιζε τη λεηλασία της Ιταλίας, θα δινόταν η εντύπωση στους συμμάχους της Ρώμης, πώς αυτή δεν θα μπορούσε να τους προστατεύσει.

Για τους λόγους αυτούς η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν ανανέωσε τις δικτατορικές εξουσίες του Φάβιου και το 216 π. Χ. εξέλεξε νέους υπάτους, τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο και τον Γάιο Τερέντιο Βάρρωνα, οι οποίοι πήραν εντολές να αντιμετωπίσουν τον Αννίβα.

Ο Πολύβιος αναφέρει:

«(Οι Ρωμαίοι) αποφάσισαν να πολεμήσουν με οκτώ σώματα στρατού, κάτι που δεν είχαν ξανακάνει προηγουμένως. Κάθε σώμα είχε πέντε χιλιάδες άνδρες εκτός από τους συμμάχους. Πάντοτε μέχρι τότε οι Ρωμαίοι πολεμούσαν με τέσσερα σώματα που το καθένα τους είχε δύναμη τεσσάρων χιλιάδων πεζών και διακοσίων ιππέων. Τώρα όμως, τόσο είχαν ταραχτεί και τόσο είχαν φοβηθεί για το μέλλον, που αποφάσισαν να πολεμήσουν όχι μόνο με τέσσερα αλλά με οκτώ σώματα στρατού».

Οι 8 αυτές ρωμαϊκές λεγεώνες, αποτελούνταν περίπου από 40.000 Ρωμαίους στρατιώτες μαζί με 2.400 Ρωμαίους ιππείς, οι οποίοι και αποτελούσαν τον πυρήνα αυτού του νέου στρατεύματος. Οι σύμμαχοι των Ρωμαίων διέθεταν ίσο αριθμό στρατιωτών και 4.000 ιππείς. Έτσι αυτός ο στρατός που θα αντιμετώπιζε τον Αννίβα, αποτελείτο περίπου από 90.000 στρατιώτες.

Ιστορικές πηγές

Γνωστές για τη μάχη είναι τρεις αφηγήσεις. Αυτή του Πολυβίου, την οποία έγραψε 50 χρόνια μετά τη διεξαγωγή της μάχης, αυτή του Λίβιου, την οποία έγραψε την εποχή του Αυγούστου και αυτή του Αππιανού, την οποία έγραψε κατά τον 2ο αιώνα μ. Χ. Η αφήγηση του Αππιανού δεν συμφωνεί, σε μεγάλο βαθμό, με τις υπόλοιπες δύο.

Ο Πολύβιος επιδιώκει να απεικονίσει τη μάχη σαν το σημείο ναδίρ της ρωμαϊκής οικονομίας, ώστε η μετέπειτα ανάκαμψη της Ρώμης να παρουσιάζεται πιο δραματική και αξιοσημείωτη. Ο Λίβιος επιδιώκει να απεικονίσει τη Σύγκλητο στον ρόλο του ήρωα ρίχνοντας τις ευθύνες για την ήττα των Ρωμαίων στις Κάννες στον Βάρρωνα.

Είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος ιστορικός, ο οποίος να έχει δηλώσει κάτι καλό για την αφήγηση του Αππιανού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιπ Σάντιν, έμοιαζε σαν ένα μείγμα άχρηστων και λανθασμένων πληροφοριών.

Ρωμαϊκή διοίκηση

Κανονικά ο κάθε ύπατος διοικούσε ανεξάρτητα τα μισό στράτευμα. Τώρα όμως που όλα τα σώματα συγχωνεύτηκαν, ο νόμος επέβαλλε την εναλλαγή στη διοίκηση σε ημερήσια βάση. Φαίνεται ότι ο Αννίβας ήταν πληροφορημένος για αυτό το σύστημα διοίκησης, για αυτό και άρχιζε να ετοιμάζει κατάλληλα τον στρατό του.

Η παραδοσιακή αφήγηση θέλει τον Βάρρωνα στην αρχηγία του ρωμαϊκού στρατού την ημέρα της μάχης και ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ήττα των Ρωμαίων σε αυτόν. Εντούτοις, η λαϊκή καταγωγή του φαίνεται να υπερτονίζεται στις αρχαίες πηγές κι ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος από το αριστοκρατορικό κατεστημένο. Ο Βάρρων δεν είχε τους ισχυρούς απογόνους του Παύλου, οι οποίοι ήθελαν και μπορούσαν να προστατέψουν τη φήμη του – κυρίως επειδή ο Παύλος ήταν ο παππούς του Σκίπιωνα του Αιμιλιανού, προστάτη του Πολυβίου.

Ο ιστορικός Μ. Σάμουελς αναρωτιέται αν ο Βάρρων είχε όντως αναλάβει την αρχηγία την ημέρα της μάχης ή αν τον στρατό διοικούσε ο Παύλος, δεδομένου ότι ο τελευταίος διοικούσε την δεξιά πτέρυγα. Οι αμφιβολίες του Σάμουελς βασίζονται και στην θερμή υποδοχή που είχε ο Βάρρων από την Σύγκλητο μετά την μάχη, πράγμα ασυνήθιστο για ηττημένους στρατηγούς.

Ο ιστορικός Γκρέγκορι Ντάλυ γράφει ότι στον ρωμαϊκό στρατό η θέση του διοικητή ήταν πάντα στην δεξιά πτέρυγα. Υποστηρίζει δε ότι στην μάχη της Ζάμα ο Αννίβας φέρεται ότι δήλωσε πως στις Κάννες πολέμησε με τον Παύλο και συμπεραίνει ότι είναι αδύνατο να είμαστε βέβαιοι για το ποιος ήταν ο διοικητής των Ρωμαίων την ημέρα της μάχης.

Υπόβαθρο

Κατά την άνοιξη του έτους 216 π. Χ., ο Αννίβας αποφάσισε να πολιορκήσει τη μεγάλη αποθήκη ανεφοδιασμού των Ρωμαίων στις Κάννες, η οποία βρισκόταν στον κάμπο της περιφέρειας της Απουλίας, στη Νοτιοανατολική Ιταλία. Ο Πολύβιος αναφέρει πως αυτό το γεγονός «προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους Ρωμαίους, γιατί, εκτός από τις δυσκολίες του ανεφοδιασμού τους, η θέση ήταν εξαιρετικά επίκαιρη». Οι ύπατοι, θέλοντας να δώσουν μάχη, κατευθύνθηκαν προς νότον. Μετά από πορεία δύο ημερών, τον βρήκαν στην αριστερή όχθη του Αὔφιδου ποταμού και στρατοπέδευσαν 10 χιλιόμετρα από το σημείο αυτό.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ένας Καρχηδόνιος ονόματι Γίσκων, σχολίασε την αριθμητική υπεροχή των Ρωμαίων. Ο Αννίβας του απάντησε: «Ένα άλλο που σου διέφυγε Γίσκων -και πιο εντυπωσιακό- είναι ότι, μολονότι τόσοι πολλοί, δεν υπάρχει κανείς ανάμεσά τους ονόματι Γίσκων».

Ο ύπατος Βάρρων, αρχηγός των Ρωμαίων την πρώτη μέρα των εχθροπραξιών, παρουσιάζεται από τους αρχαίους ως αλαζόνας, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να νικήσει τον Αννίβα. Καθώς οι Ρωμαίοι πλησίαζαν στις Κάννες, ένα μικρό σώμα που έστειλε ο Αννίβας έστησε ενέδρα στον ρωμαϊκό στρατό. Ο Βάρρων απώθησε αυτό το καρχηδονιακό σώμα και συνέχισε την πορεία του προς στις Κάννες. Αυτή η νίκη, αν και στην ουσία ήταν μια μικρή αψιμαχία, προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στη συνεργασία των Ρωμαίων διοικητών.

Σε αντίθεση με τον Βάρρωνα, ο Λούκιος Παύλος παρουσιάζεται πιο υπομονετικός και προσεκτικός, και δήλωσε πώς θα ήταν ασύνετο να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους Καρχηδόνιους, έστω και αν είχαν αριθμητική υπεροχή. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Αννίβας είχε ακόμη την υπεροχή σε ιππικό (τόσο από ποιοτική άποψη όσο και από αριθμητική). Παρά τις ανησυχίες του, ο Παύλος θεώρησε επίσης ασύνετο να αποσύρει τις δυνάμεις του μετά από τέτοια επιτυχία και στρατοπέδευσε με τα δύο τρίτα του στρατού του στα ανατολικά του Αύφιδου ποταμού, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο στρατοπέδευσε στην αντίθετη πλευρά. Ο στόχος αυτού του δεύτερου στρατοπέδου ήταν να φροντίσει για την τροφοδοσία του υπόλοιπου στρατού και να παρεμποδίσει αυτήν του αντιπάλου.

Οι δύο στρατοί έμειναν στις θέσεις τους για δύο μέρες. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας (1 Αυγούστου), ο Αννίβας, καλά ενήμερος πως τη διοίκηση, την επόμενη μέρα, θα αναλάβει ο Βάρρων, άφησε το στρατόπεδό του και πρότεινε τη μάχη. Ο Παύλος αρνήθηκε. Όταν η πρόκλησή του απορρίφθηκε, ο Αννίβας, καταλαβαίνοντας τη σημασία των νερών του Αύφιδου ποταμού για τα ρωμαϊκά στρατόπεδα, έστειλε το ιππικό του στο μικρότερο ρωμαϊκό στρατόπεδο και παρεμπόδιζε την υδροληψία, προκαλώντας μεγάλο ερεθισμό στους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, το ιππικό του Αννίβα είχε προκαλέσει όλεθρο και εμπόδισε εντελώς την παροχή νερού στο στρατόπεδο.

annivas1

Η μάχη

Δυνάμεις

Συνήθως, οι διάφορες πηγές δεν δίνουν τον ακριβή αριθμό των στρατευμάτων σε μια μάχη, και οι Κάννες δεν αποτελούν εξαίρεση. Συνεπώς και τα ακόλουθα στοιχεία πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή, ιδιαίτερα όσα αφορούν στον καρχηδονιακό στρατό.

Οι ρωμαϊκές δυνάμεις ανέρχονταν σε 79.000 άνδρες: 63.000 πεζούς και 6.000 ιππείς. Επί πλέον, στα δύο οχυρωμένα στρατόπεδα υπήρχαν 2.600 βαριά και 7.400 ελαφρά οπλισμένοι άνδρες. Έτσι η συνολική δύναμη των Ρωμαίων ανέρχεται σε 86.400 άνδρες. Ο καρχηδονιακός στρατός αριθμούσε 32.000 βαρύ πεζικό, 8.000 ελαφρύ πεζικό και 10.000 ιππείς και αποτελούνταν από πολεμιστές διάφορων εθνικοτήτων. Περιλάμβανε 8.000 Λίβυες, 8.000 Ίβηρες, 16.000 Γαλάτες (οι μισοί από τους οποίους παρέμειναν στο στρατόπεδο την ημέρα της μάχης) και περίπου 5.500 Γαιτούλιους πεζούς. Το ιππικό του Αννίβα είχε επίσης ποικίλη σύνθεση. Περιλάμβανε 4.000 Νουμιδούς (Νομάδες κατά Πολύβιον), 2.000 Ίβηρες, 4.000 Γαλάτες και 450 Φοίνικες. Τέλος, ο Αννίβας διέθετε ένα σώμα οκτώ χιλιάδων ακροβολιστών που απαρτιζόταν από Βαλιαρείς σφενδονιστές και διαφόρων εθνικοτήτων λογχοφόρους.

Οπλισμός

Οι Ρωμαίοι ιππείς έφεραν τον συνηθισμένο εκείνη την εποχή οπλισμό του ρωμαϊκού στρατού: το pilum (βαρύ ακόντιο) και την hasta (λόγχη), καθώς επίσης τα παραδοσιακά κράνη, ασπίδες και πανοπλία. Ο καρχηδονικός στρατός χρησιμοποιούσ μια ποικιλία όπλων. Οι Ίβηρες πολεμούσαν με ξίφη τέμνοντα όσο και νύσσοντα. Για να αμύνονται, χρησιμοποιούσαν μεγάλες ωοειδείς ασπίδες όπως και οι Γαλάτες και ένα ακόμη είδος ξίφους, την falcata. Το πιθανότερο είναι ότι οι Γαλάτες δεν φορούσαν πανοπλία και το τυπικό τους όπλο ήταν ένα μακρύ, αιχμηρό ξίφος. Το καρχηδονιακό ιππικό ήταν οπλισμένο με δύο ακόντια, ξίφη και με βαριές ασπίδες για προστασία. Οι Νουμιδοί ήταν πιο ελαφρά οπλισμένοι, με μικρότερες και πιο ελαφριές ασπίδες και με μαχαίρια ή αιχμές. Οι ακροβολιστές, που ενεργούσαν ως ελαφρύ πεζικό, έφεραν σφενδόνες ή λόγχες. Οι Βαλιαρείς (πολεμιστές από τις Βαλεαρίδες νήσους) ήταν οπλισμένοι με διαφόρων μεγεθών σφενδόνες.

Ο οπλισμός των Λίβυων έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Ο ιστορικός Ντούκαν Χέντ θεωρεί πώς ήταν εξοπλισμένοι με κοντές λόγχες. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι ο οπλισμός των Λιβύων ήταν ρωμαϊκός, προερχόμενος από τα λάφυρα της μάχης της Τρασιμένης. Είναι ασαφές αν εννοούσε μόνο τις ασπίδες και τα όπλα των Ρωμαίων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν πώς εννοούσε όχι μόνο τον εξοπλισμό αλλά και τη στρατηγική των Ρωμαίων.

Ο Πολύβιος υποστήριξε αργότερα ότι «όχι εξ αιτίας του οπλισμού ή της παράταξής τους ηττώντο οι Ρωμαίοι αλλά από την επιδεξιότητα και την αγχίνοια του Αννίβα» και ότι «μόλις νίκησε στην πρώτη μάχη τους Ρωμαίους, με τα όπλα τους όπλισε τα στρατεύματά του».

Ο Ντάλυ θεωρεί πώς το πεζικό των Λίβυων αντέγραψε τους Ίβηρες ως προς τον τρόπο χρήσης των ξιφών τους, και έτσι οπλίστηκαν σχεδόν όπως οι Ρωμαίοι. Ο ιστορικός Πέτερ Κοννόλι υποστήριξε πώς έφεραν τον οπλισμό της μακεδονικής φάλαγγας, αλλά αυτό έχει αμφισβητηθεί από τον Χέντ γιατί ο Πλούταρχος αναφέρει πώς είχαν μικρότερες λόγχες από ό,τι οι Ρωμαίοι και από τον Ντάλυ επειδή πιστεύει πώς δεν μπορούσε να ήταν οπλισμένοι με δύσχρηστες λόγχες και βαριές ρωμαϊκές ασπίδες ταυτόχρονα.

Τακτική

Κατά την καθιερωμένη τακτική της εποχής, το πεζικό τοποθετούνταν στα κέντρο και το ιππικό στα δύο άκρα, στις πτέρυγες. Οι Ρωμαίοι ακολούθησαν αρκετά πιστά αυτήν την τακτική αλλά επέλεξαν να δώσουν περισσότερο βάθος παρά εύρος στο πεζικό, ελπίζοντας να διασπάσουν έτσι το κέντρο της παράταξης του Αννίβα. Ο Βάρρων ήξερε με ποιο τρόπο το ρωμαϊκό πεζικό είχε διεισδύσει στο κέντρο του Αννίβα κατά τη διάρκεια της μάχης στον ποταμό Τρεβία και σχεδίαζε να το εφαρμόσει ξανά σε μεγαλύτερη κλίμακα. Οι πρίγκηπες (μονάδα στρατού των Ρωμαίων) παρατάχθηκαν πίσω από τους χαστάτι, έτοιμοι να προωθηθούν με την πρώτη επαφή, προκειμένου να διασφαλιστεί το αρραγές του μετώπου. Όπως γράφει ο Πολύβιος «παρέταξε τους πεζούς στην ίδια ευθεία [με τους ιππείς της δεξιάς πτέρυγας] και πύκνωσε περισσότερο τα τμήματά τους πολλαπλασιάζοντας το βάθος των σπειρών [λόχων] του μετώπου».

Ο Βάρρων πίστευε πως αν πίεζε με τις υπέρτερες δυνάμεις του τους Καρχηδόνιους, αυτοί θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν ως τον ποταμό και, μη έχοντας περιθώρια ελιγμών, θα πανικοβάλλονταν. Ο Βάρρων αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον Αννίβα, καθώς πίστευε πώς ο τελευταίος είχε επικρατήσει στις δύο προηγούμενες μάχες χάρη στην πονηριά του. Το πεδίο μάχης στις Κάννες ήταν καθαρό, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον αντίπαλο να στήσει ενέδρες ή να κρύψει κάπου τον στρατό του.

Ο Αννίβας, από την άλλη πλευρά, είχε αναπτύξει τις δυνάμεις του με βάση τις στρατιωτικές ικανότητες των στρατιωτών του, λαμβάνοντας υπόψη τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του κάθε σώματος ώστε να βελτιώσει την τακτική του. Τοποθέτησε τους Ίβηρες και τους Γαλάτες στη μέση, εναλλάσσοντας την εθνοτική σύνθεση σε όλη την πρώτη γραμμή, στο κέντρο της οποίας έλαβε θέση και ο ίδιος. Το πεζικό του Αννίβα από την Καρχηδονιακή Αφρική ήταν τοποθετημένο στα πλάγια του υπόλοιπου πεζικού.

Ο Ασδρούβας διοικούσε το το ιβηρικό και γαλατικό ιππικό στα αριστερά (νότια του Ωφίδου ποταμού) του Καρχηδονιακού στρατού. Είχε την διοίκηση 6.500 ιππέων, ενώ ο Άννων τη διοίκηση 3.500 Νουμιδών στα δεξιά.

Ο Αννίβας υπολόγιζε ότι το ιππικό του, το οποίο αποτελείτο από το ιβηρικό ιππικό και το ελαφρύ ιππικό των Νουμιδώνν και βρισκόταν στα άκρα, θα μπορούσε να νικήσει το πιο αδύναμο ρωμαϊκό ιππικό όταν θα επετίθετο στους Ρωμαίους από πίσω. Τα αφρικάνικα σώματα, την κρίσιμη στιγμή, θα πίεζαν τους Ρωμαίους και θα τους περικύκλωναν.

Οι Ρωμαίοι βρίσκονταν μπροστά από τον λόφο που οδηγούσε στις Κάννες και επειδή η δεξιά τους πτέρυγα έφτανε στον Αύφιδο ποταμό, η αριστερή τους πτέρυγα ήταν η μόνη οδός υποχώρησης. Επί πλέον οι Καρχηδόνιοι είχαν τοποθετηθεί έτσι ώστε να έχουν οι Ρωμαίοι τον πρωινό ήλιο κατάματα και τον νοτιοανατολικό άνεμο να φέρνει άμμο και σκόνη κατά πάνω τους.

Η ανάπτυξη του στρατού από τον Αννίβα, βασισμένη στην αντίληψη του χώρου και στην επίγνωση των ικανοτήτων των τμημάτων του, αποδείχτηκε αποφασιστικής σημασίας.

Γεγονότα

Όσο πλησίαζαν οι δύο στρατοί, ο Αννίβας επεξέτεινε βαθμιαία το κέντρο της γραμμής του, και όπως περιγράφει ο Πολύβιος: «Αφού παρέταξε τον στρατό του σε ευθεία γραμμή, προωθήθηκε με τα μεσαία τμήματα των Ιβήρων και των Γαλατών, ενώ τα υπόλοιπα ακολουθούσαν σε μηνοειδή σχηματισμό [ημισέληνο] και λεπτότερο, επειδή ήθελε να έχει τους Λίβυες ως εφεδρεία και ν’ αρχίσει την μάχη με τους Ίβηρες και τους Γαλάτες». Πιστεύεται ότι σκοπός αυτού του σχηματισμού ήταν να ανακοπεί η ορμή του ρωμαϊκού πεζικού μέχρις ότου οι μετέπειτα εξελίξεις επιτρέψουν στον Αννίβα ν’ αναπτύξει το αφρικανικό πεζικό του αποτελεσματικότερα.

Ενώ οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι η ενέργεια αυτή του Αννίβα ήταν εσκεμμένη, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η έκβαση της μάχης οφείλεται στις διακυμάνσεις που συμβαίνουν όταν οι γραμμές προωθούνται και συγκρούονται.

Όταν άρχισε η μάχη, και στις δύο πτέρυγες άρχισε τρομερή αναμέτρηση μεταξύ των αντίπαλων ιππικών. Ο Πολύβιος περιγράφει τους Ίβηρες και τους Γαλάτες ιππείς να καταβαίνουν από τον λόφο με «βαρβαρικό» τρόπο. Όταν αυτοί βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση, κατέκοψαν το ρωμαϊκό ιππικό. Στην άλλη πτέρυγα οι Νουμιδοί, ενώ μέχρι τότε απασχολούσαν απλώς το ιππικό των συμμάχων της Ρώμης, όταν έφτασαν οι νικητές Ίβηρες και Γαλάτες, άρχισαν την καταδίωξη των αντιπάλων.

Όσο οι Καρχηδόνιοι κατατρόπωναν το ρωμαϊκό ιππικό, το πεζικό τους συνέκλινε προς το κέντρο. Η σκόνη από τον ανατολικό άνεμο περιόρισε την ορατότητα των Ρωμαίων, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν ακόμη ένα πρόβλημα: εξαιτίας των επιθέσεων του Αννίβα την προηγούμενη στα στρατόπεδά τους, είχε μειωθεί η υδροδότησή τους.

Στο αδύναμο κέντρο του, ο Αννίβας συγκρατούσε τους άνδρες του σε μια ελεγχόμενη υποχώρηση. Το ημικύκλιο των Ιβήρων και Γαλατών κάμφθηκε κι άλλο προς το εσωτερικό, όπως είχε διατάξει ο Αννίβας, γνωρίζοντας την υπεροχή του ρωμαϊκού πεζικού. Οι Ρωμαίοι έτσι βρέθηκαν στενά περικυκλωμένοι και η δύναμή τους μετατράπηκε σε αδυναμία. Όσο οι πρώτες γραμμές προωθούνταν βαθμιαία προς τα εμπρός, ο κύριος όγκος του στρατεύματός τους άρχισε να χάνει την συνοχή του, συνωθούμενος σ’ ένα αυξανόμενο χάσμα. Σύντομα συμπιέστηκαν τόσο πολύ ώστε δεν ήταν σε θέση να χειρίζονται τα όπλα τους. Προσπαθώντας να καταστρέψουν τους φαινομενικά υποχωρούντες Ίβηρες και Γαλάτες, οι Ρωμαίοι αγνόησαν (ίσως λόγω της σκόνης) τα αμέτοχα μέχρι τότε αφρικανικά σώματα που βρίσκονταν στα άκρα του ανεστραμμένου πλέον ημικυκλίου. Αυτό έδωσε χρόνο στο Καρχηδονικό ιππικό να απωθήσει το Ρωμαϊκό και επιτεθεί στο κέντρο από πίσω. Το ρωμαϊκό πεζικό, περικυκλωμένο και από τις δύο πλευρές του, δημιούργησε μια σφήνα, η οποία οδηγούσε πιο βαθιά στην ημισέληνο των Καρχηδονίων, στην παγίδα που τους έστησαν οι Αφρικανοί.

Όταν το καρχηδονιακό ιππικό επιτέθηκε στα νώτα του ρωμαϊκού στρατού και τα σώματα των Αφρικανών επιτέθηκαν στα πλάγια, η προώθηση του ρωμαϊκού πεζικού ανεκόπη και οι Ρωμαίοι βρέθηκαν περικυκλωμένοι χωρίς ελπίδα διαφυγής. Οι Καρχηδόνιοι δημιούργησαν ένα τείχος και άρχισαν να καταστρέφουν τα παγιδευμένα ρωμαϊκά σώματα. Κατά τον Πολύβιο «οι Ρωμαίοι άντεχαν στην αρχή, αλλά όταν άρχισαν να πέφτουν οι εξωτερικές γραμμές και να περισφίγγεται ο κλοιός, τότε σκοτώθηκαν όλοι».

Ο Τίτος Λίβιος λέει ότι «Χιλιάδες Ρωμαίοι σκοτώθηκαν… κάποιοι βρέθηκαν με τα κεφάλια τους χωμένα στη γη, σε λάκκους που είχαν σκάψει, νεκροί από ασφυξία». Ο Ρόμπερτ Κόουλεϊ ισχυρίζεται ότι περίπου 600 λεγεωνάριοι σφάζονταν κάθε λεπτό μέχρι το σκοτάδι να βάλει τέλος σε αυτή την αιματοχυσία. Μόνο 14.000 Ρωμαίοι κατάφεραν να διαφύγουν, οι περισσότεροι κόβοντας δρόμο από την κοντινή πόλη του Κανουσίου.

Απώλειες

Ρωμαϊκές και συμμαχικές

Ο Πολύβιος γράφει ότι 70.000 άνδρες σκοτώθηκαν, 10.000 αιχμαλωτίστηκαν και ίσως 3.000 επέζησαν. Αναφέρει επίσης πως από το σύνολο του 6.000 ανδρών του ρωμαϊκού και συμμαχικού ιππικού, μόνο 370 άνδρες επέζησαν.

Ο Λίβιος αναφέρει πώς σκοτώθηκαν 45.500 πεζοί και 2.700 ιππείς. Επίσης αναφέρει πως 3.000 πεζοί και 1.500 ιππείς αιχμαλωτίστηκαν από τους Καρχηδόνιους. Ο Λίβιος δεν αναφέρει τις πηγές του, αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν πως η πηγή του ήταν ο Κόιντος Φάβιος Πίκτωρ, Ρωμαίος ιστορικός, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο.

Αργότερα, οι Ρωμαίοι ιστορικοί ακολουθούν πιστά τις αναφορές του Λίβιου. Ο Αππιανός δηλώνει πώς την ημέρα της μάχης σκοτώθηκαν 50.000 Ρωμαίοι. Ο Πλούταρχος συμφωνεί, καταγράφοντας πώς «στη μάχη σκοτώθηκαν 50.000 Ρωμαίοι, ενώ μόνο 4.000 επέζησαν». Ο Μάρκος Φάβιος Κοϊντιλιανός γράφει: «60.000 άνδρες σκοτώθηκαν από τον στρατό του Αννίβα στις Κάννες». Ο Ευτρόπιος γράφει: «20 αξιωματικοί που υπήρξαν ύπατοι ή πραίτωρες, 30 συγκλητικοί και 300 άλλοι ευγενείς αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν, όπως επίσης 40.000 πεζοί και 3.500 ιππείς».

Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν την εκδοχή του Πολυβίου λανθασμένη και συμφωνούν με αυτήν του Λιβίου. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ιστορικούς κάνουν αναφορά για λιγότερους νεκρούς. Ο ιστορικός Π. Κανταλούπι καταγράφει πώς στη μάχη σκοτώθηκαν από 10,5 – 16 χιλιάδες Ρωμαίοι. Ο Σάμουελς πιστεύει πως ο Αννίβας δεν ήθελε να χάσουν την ζωή τους τόσο πολλοί σύμμαχοι των Ρωμαίων γιατί ήθελε να τους κάνει δικούς του συμμάχους

Καρχηδονιακές και συμμαχικές

Ο Τίτος Λίβιος μας πληροφορεί πως στη μάχη σκοτώθηκαν «περίπου 8.000 απ’ τους γενναιότερους άνδρες του Αννίβα». Ο Πολύβιος μας πληροφορεί πως σκοτώθηκαν 5.700 στρατιώτες του καρχηδονιακού στρατού: 4.000 Γαλάτες, 1.500 Ισπανοί και Αφρικανοί και 200 ιππείς.

Τα επακόλουθα

Όπως καταγράφει ο Λίβιος:

Ποτέ πριν, όσο η Πόλη ήταν ακόμη ασφαλής, δεν υπήρξε τόσος πανικός και σύγχυση. Θα εγκαταλείψω την προσπάθεια και δεν θα προσπαθήσω να αναφέρω ό,τι περιγράφοντάς το θα κάνω μικρότερο από την πραγματικότητα. Δεν ήταν απλώς ένα ακόμη πλήγμα μετά απ’ αυτό της Τρασιμένης τον περασμένο χρόνο, όταν χάθηκε ο ύπατος και ο στρατός του, αλλά μια πολλάπλάσια καταστροφή, η απώλεια δύο υπατικών στρατιών και των δύο υπάτων. Και τώρα δεν υπήρχε πια ρωμαϊκό στρατόπεδο, ούτε στρατηγός ούτε στρατιώτες. Η Απουλία και το Σάμνιο κι όλη σχεδόν η Ιταλία ήταν στα χέρια του Αννίβα. Σίγουρα έθνος άλλο δεν υπήρχε που δεν θα κατασυντριβόταν από τέτοιο μέγεθος δυστυχίας.

Για μια μικρή περίοδο στη Ρώμη επικρατούσε πλήρης αταξία. Οι καλύτεροι στρατοί τους είχαν καταστραφεί και ο επιζών ύπατος, ο Βάρρων, είχε στιγματιστεί. Ήταν μια πλήρης καταστροφή για τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με την παράδοση, στη Ρώμη κηρύχθηκε μέρα πένθους, καθώς δεν υπήρχε ούτε ένας πολίτης, που να μην είχε συγγενή ή γνωστό μεταξύ των πεσόντων. Οι Ρωμαίοι έφτασαν σε τόση απελπισία που προσέφυγαν στην ανθρωποθυσία, θάβοντας δύο ζωντανούς ανθρώπους στο Ρωμαϊκό Φόρουμ κι εγκαταλείποντας ένα υπερμέγεθες βρέφος στην Αδριατική.

Ο Λούκιος Καικίλιος Μέτελλος, ένας χιλίαρχος, απελπίστηκε τόσο πολύ για την ήττα, που δήλωσε πώς όλα χάθηκαν και πρότεινε να τεθούν στην υπηρεσία ενός ξένου ηγεμόνα. Ωστόστο, αναγκάστηκε να δώσει όρκο υποταγής στη Ρώμη για όλο τον χρόνο. Οι επιζώντες των Καννών Ρωμαίοι στρατιώτες ανασυγκροτήθηκαν σε δύο λεγεώνες και στάλθηκαν στη Σικελία ως τιμωρία για την ταπεινωτική τους λιποταξία στο πεδίο της μάχης. Εκτός από τη φυσική απώλεια του στρατού της, η Ρώμη υπέστη και μία ήττα γοήτρου: Ένα χρυσό δαχτυλίδι ήταν ένδειξη ότι ο κάτοχός του ανήκε στην ανώτερη κοινωνική τάξη της Ρώμης. Ο Αννίβας και οι στρατιώτες του συγκέντρωσαν 200 τέτοια δαχτυλίδια από τους πεσόντες στις Κάννες και τα έστειλαν στην Καρχηδόνα ως απόδειξη του θριάμβου τους. Η συλλογή αυτή ρίχτηκε έπεσε στο δάπεδο ενώπιον της Γερουσίας της Καρχηδόνας και υπολογίστηκε σε «τρεις και μισή» καρχηδονικές μονάδες βάρους.

Ο Αννίβας, κερδίζοντας ακόμη μια μάχη (μετά από αυτές του Τρεβίου και της Τρασιμένης), είχε κατατροπώσει οκτώ υπατικές στρατιές. Μέσα σε 20 μήνες, η Ρώμη είχε χάσει το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της άνω των 17 ετών. Επιπλέον, η ήττα επηρέασε και τους συμμάχους της, οι οποίοι αποφάσισαν να πάρουν το μέρος του Αννίβα. Μετά τη μάχη των Καννών, οι νότιες ελληνικές επαρχίες της της Αργυρίππας, της Σαλαπίας, της Χερδονίας (σημ. Φότζα), του Ουζέντουμ, συμπεριλαμβανομένων της Καπύης Καπούα και τουΤάραντα, υποτάχθηκαν στον Αννίβα.

Ο Λίβιος σημειώνει, «Το πόσο σοβαρό ήταν το αποτέλεσμα της ήττας των Ρωμαίων στις Κάννες, μπορεί κανείς να καταλάβει από τη συμπεριφορά των συμμάχων της Ρώμης – πριν από αυτή τη μοιραία μέρα, ήταν πιστοί στη Ρώμη, αλλά μετά άρχισαν να αμφιβάλλουν κατά πόσο δυνατή ήταν η Ρώμη».

Την ίδια χρονιά οι πόλεις της Σικελίας παρακινήθηκαν να επαναστατήσουν κατά της Ρώμης και ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας εγγυήθηκε την υποστήριξή του στον Αννίβα αρχίζοντας τον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο. Επίσης ο Αννίβας εξασφάλισε τη συμμαχία του Ιερώνυμου των Συρακουσών.

Μετά τη μάχη, ο αρχηγός του ιππικού των Νουμίδων, ο Μαάρβας, παρότρυνε τον Αννίβα να επιτεθούν κατά της Ρώμης. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός αρνήθηκε και η απάντησή του προκάλεσε έκπληξη στον Μάαρβα ο οποίος του είπε «Αννίβα, ξέρεις πως να κερδίζεις μια μάχη, αλλά δεν ξέρεις πως να εκμεταλλευτείς τη νίκη σου». Ωστόσο ο Αννίβας ήταν αρμοδιότερος κρίνει ποια στρατηγική έπρεπε να διαλέξει μετά τη νίκη στις Κάννες από ό,τι ο Μαάρβας.

Ο ιστορικός Χανς Ντελμπρούκ επισημαίνει πώς λόγω του μεγάλου αριθμού νεκρών και τραυματιών στη μάχη δεν ήταν σε θέση να αρχίσει επίθεση κατά της Ρώμης. Ακόμη κι αν ο στρατός του ήταν σε πλήρη ισχύ, η επιτυχής πολιορκία της Ρώμης απαιτούσε την κατάληψη της ενδοχώρας, προκειμένου να διασφαλίσει την τροφοδοσία του και να διακόψει την παροχή πολεμοφόδιων στους Ρωμαίους.

Παρά τις μεγάλες απώλειες στις Κάννες, την αποστασία μερικών συμμάχων της, η Ρώμη είχε ακόμη άφθονο έμψυχο υλικό, κάτι που της έδινε την ευκαιρία να διατηρήσει τον έλεγχο της στην Ιβηρία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, παρά την παρουσία του Αννίβα στην Ιταλία.

Η συμπεριφορά του Αννίβα μετά τις νίκες στην λίμνη Τρασιμένη (217 π. Χ.) και στις Κάννες (216 π. Χ.), καθώς και το γεγονός ότι επιτέθηκε στη Ρώμη πέντε χρόνια μετά τη νίκη στις Κάννες (211 π. Χ.), δείχνει πως στόχος του δεν ήταν η καταστροφή του αντιπάλου του, αλλά η αποθάρρυνση των Ρωμαίων μετά από αιματηρές μάχες και η διάλυση των συμμαχιών της, έτσι ώστε να πείσει τη Ρώμη να υπογράψει μαζί του συνθήκη ειρήνης.

Έτσι μετά τις Κάννες ο Αννίβας έστειλε μια αντιπροσωπεία με αρχηγό τον Καρθάλο για να διαπραγματευτεί μια συνθήκη ειρήνης. Ωστόσο παρά τις πολλαπλές καταστροφές της Ρώμης, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν δεχόταν διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως ξεκίνησε την επιστράτευση ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού της Ρώμης, ακόμη και σκλάβων. Τόσα αποφασιστικά ήταν αυτά τα μέτρα, ώστε απαγορευόταν η χρήση της λέξης «ειρήνη», το πένθος περιορίστηκε σε 30 μέρες και απαγορεύονταν τα δάκρυα σε δημόσιο χώρο ακόμη και στις γυναίκες.

Για το υπόλοιπο του πολέμου στην Ιταλία, δεν θα συσσώρευαν τόσο μεγάλες δυνάμεις υπό ενιαία διοίκηση κατά του Αννίβα – αντ’ αυτού χρησιμοποιήσαν ανεξάρτητους στρατούς και με αυτό τον τρόπο είχαν και πάλι περισσότερο στρατό από ό,τι οι Καρχηδόνιοι. Αυτό ανάγκασε τον Αννίβα να αποσυρθεί στον Κρότωνα, απ’ όπου κλήθηκε να επιστρέψει στην Αφρική μετά την εισβολή εκεί των Ρωμαίων, για να δώσει την μάχη της Ζάμας, που σήμανε το τέλος του πολέμου με πλήρη επικράτηση των Ρωμαίων.

Επιδράσεις στο Ρωμαϊκό στρατιωτικό δόγμα

Η Μάχη των Καννών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δομής και της τακτικής οργάνωσης του ρωμαϊκού δημοκρατικού στρατού. Στις Κάννες, το ρωμαϊκό πεζικό είχε σχηματισμό ίδιο με αυτό της ελληνικής φάλαγγας. Το γεγονός αυτό έκανε τους Ρωμαίους να πέσουν στην παγίδα του Αννίβα, επειδή δεν είχαν την ικανότητα να κάνουν ελιγμούς, έστω και αν είχαν αριθμητική υπεροχή. Έτσι κατέστη αδύνατη η αντιμετώπιση των κυκλωτικών ελιγμών που χρησιμοποιούνταν από τον καρχηδονιακό ιππικό. Επιπλέον, οι αυστηροί νόμοι του ρωμαϊκού κράτους απαιτούσαν εναλλαγή της ανώτατης διοίκησης μεταξύ δύο υπάτων, γεγονός το οποίο περιόριζε την στρατηγική σταθερότητα.

Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη μάχη, εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις τέθηκαν σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων. Πρώτα, οι Ρωμαίοι «διάρθρωσαν τις φάλλαγες, μετά τις μοίραζαν σε στήλες, ενώ αργότερα τις χώριζαν σε μικρές ομάδες στρατού, οι οποίες ενώνονταν και πάλι άλλαζαν το σχήμα τους». Για παράδειγμα στη μάχη της Ίλιπας και στη μάχη της Ζάμας, οι πρίγκηπες ήταν σωστά τοποθετημένοι πίσω από τους χαστάτι, τεχνική που επέτρεπε γρήγορες κινήσεις και ελιγμούς.

Επιπλέον, μια ενιαία διοίκηση φάνηκε να είναι χρήσιμη. Μετά από διάφορους πολιτικούς πειραματισμούς, ο Σκιπίωνας ο Αφρικανός έγινε αρχηγός των Ρωμαίων στην ήπειρο της Αφρικής, έχοντας εξασφαλισμένη τη διατήρηση του τίτλου του για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ο διορισμός αυτός μπορεί να έχει παραβιάσει τους συνταγματικούς νόμους της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αλλά, όπως ο Χανς Ντελμπρούκ έγραψε, αυτό «είχε σαν συνέπεια μιαν εσωτερική μεταμόρφωση που αύξησε σε πολύ μεγάλο βαθμό την στρατιωτική της δυναμικότητα» ενώ προαναγγέλλει την παρακμή των πολιτικών θεσμών της Δημοκρατίας. Μετά από τις Κάννες, ο ρωμαϊκός στρατός εξελίχθηκε σε μια επαγγελματική δύναμη: τον πυρήνα του στρατού του Σκιπίωνα κατά τη διάρκεια της μάχης στη Ζάμα αποτελούσαν βετεράνοι που είχαν πολεμήσει τους Καρχηδόνιους στην Ισπανία για δεκαέξι χρόνια.

Θέση στη στρατιωτική ιστορία

Η Μάχη των Καννών έγινε γνωστή για την τακτική που χρησιμοποίησε ο Αννίβας, η οποία είχε επηρεάσει σημαντικά τη μετέπειτα ρωμαϊκή και στρατιωτική ιστορία.

Ο ιστορικός Τεοντόρ Αυράουλτ Ντόντζ έγραψε:
Λίγες μάχες των αρχαίων χρόνων χαρακτηρίζονται από επιδεξιότητα… όπως η μάχη των Καννών. Ο Αννίβας είχε όλα τα πλεονεκτήματα για τη νίκη… Η μάχη, από την πλευρά των Καρχηδονίων, ήταν έργο τέχνης, και ότι καμία μάχη δεν ήταν τόσο καλή όσο αυτή στις Κάννες.

Ο Γουίλ Ντούραντ έγραψε:
Ήταν ένα υπέρτατο παράδειγμα στρατηγίας, δεν υπήρχε ποτέ κάτι καλύτερο στην ιστορία… είναι από τις καλύτερες μάχες τακτικής για 2000 χρόνια. Η μάχη αύτη υπήρξε το ανώτερον παράδειγμα στρατηγικής τέχνης μη υπερβληθέν εισέτι εις την στρατιωτικήν ιστορίαν, ανέτρεψε την πεποίθησιν των Ρωμαίων εις το πεζικόν των και εχάραξε την γραμμήν της στρατιωτικής τακτικής διά δύο χιλιετηρίδας.

Η τακτική της διπλής υπερκέρασης του Αννίβα, στη Μάχη των Καννών συχνά θεωρείται ως μια από τις καλύτερες τακτικές μάχης στην ιστορία και αναφέρεται ως η πρώτη επιτυχημένη χρήση της λαβίδας στον Δυτικό κόσμο.

Το Μοντέλο των Καννών

Η μάχη των Καννών ήταν μια από τις μεγαλύτερες ήττες του ρωμαϊκού στρατού και αντιπροσωπεύει την αρχέτυπη μάχη του αφανισμού, μια στρατηγική που έχει σπάνια εφαρμοστεί με επιτυχία στη σύγχρονη ιστορία.

Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Εκστρατευτικών Σωμάτων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάποτε έγραψε πώς «Ο κάθε διοικητής ξηράς επιδιώκει τη μάχη του αφανισμού όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Προσπαθεί να αναπαραγάγει στον σύγχρονο πόλεμο το παράδειγμα των Καννών». Επιπλέον, η νίκη του Αννίβα, έχει κάνει τη λέξη «Κάννες» συνώνυμο της στρατιωτικής επιτυχίας και έχει σήμερα μελετηθεί λεπτομερώς σε διάφορες στρατιωτικές ακαδημίες σε όλο τον κόσμο.

Η ιδέα ότι μια ολόκληρη ομάδα θα μπορούσε να περικυκλωθεί και να εκμηδενιστεί, προξένησε γοητεία στους Δυτικούς στρατηγούς (συμπεριλαμβανομένων του Μεγάλου Φρειδερίκου και του Χέλμουτ φον Μόλτκε) οι οποίοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν τις δικές τους «Κάννες».

Η μελέτη του Χανς Ντελμπρούκ είχε επηρεάσει σημαντικά τη γερμανική στρατιωτική θεωρία:
Μια μάχη του αφανισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα, με το ίδιο μοντέλο που είχε δημιουργήσει ο Αννίβας. Ο αντίπαλος δεν είναι ο στόχος της επίθεσης… Κύριος στόχος είναι η διάλυση των πλευρών του αντιπάλου και η επίθεση από πίσω…

Ο Σλίφεν αργότερα ανέπτυξε το δικό του επιχειρησιακό δόγμα σε μια σειρά από άρθρα, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν αργότερα και δημοσιεύτηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Cannae» (Κάννες).

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ