Του Μανώλη Κοττακη
Η κυρία Σακελλαροπούλου έχει σκάρτα δύο χρόνια μέχρι το τέλος της θητείας της για να αφήσει κάτι πίσω της να τη θυμόμαστε, πέρα από την Καλυψώ. Μέχρι στιγμής κατέχει το αρνητικό ρεκόρ του αρχηγού κράτους ο οποίος έχει τη χειρότερη δημοτικότητα από καταβολής του θεσμού. Και τη μικρότερη παρεμβατικότητα.
Τα γοητευτικά βιβλία τα οποία βρίσκονται στις αποσκευές μου για τις διακοπές με καλούν εδώ και μέρες να αρχίσω πρώτα την ανάγνωσή τους: Οι «Ελληνες» του Ρόντρικ Μπίτον, ο «Ανήφορος» του Νίκου Καζαντζάκη, ο «Σχεδόν τέλειος ένοχος» του Πασκάλ Μπικνέρ, η «Ρεζέρβα» του πρίγκιπα Ουίλιαμ, τα «Χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη» της Ελευθερίας Κόλλια και η «Παρακαταθήκη του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου», σε επιμέλεια Κωνσταντίνου Αιλιανού.
Αν και τα πρώτα είναι απείρως ελκυστικότερα, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου άθελά της με ανάγκασε να αρχίσω τις θερινές αναγνώσεις από τον Κωστή Στεφανόπουλο. Δεν ήταν το πιο γοητευτικό απ’ όλα, υπό την έννοια ότι περιέχει παλαιότερες ομιλίες της δεύτερης θητείας του, αλλά είναι συγκριτικά καλύτερο απ’ όλα, καθώς μέσα από αυτό προκύπτουν η κοσμοαντίληψη και το αποτύπωμα ενός κατ’ ευφημισμόν συντηρητικού Προέδρου.
Ετσι γεννήθηκε μέσα μου η αφορμή, με βάση αυτό το βιβλίο, για μια γενικότερη σύγκριση μεταξύ των κεντροδεξιών Προέδρων της Δημοκρατίας και των «προοδευτικών» Προέδρων της Δημοκρατίας από τη Μεταπολίτευση ίσαμε σήμερα.
Για να δούμε τι αποτύπωμα αφήνει ο καθένας στον θεσμό και στην πατρίδα. Ευλογημένη ώρα, λοιπόν, όταν η κυρία Σακελλαροπούλου στην τελευταία συνέντευξή της διαμαρτυρόταν στη δημοσιογράφο των «Νέων» ότι λαχταρά να κάνει ελεύθερα τις βόλτες της, αλλά δεν το μπορεί λόγω των περιορισμών του αξιώματός της. Ευλογημένη η ώρα που την παραμονή της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας εκείνη επέλεγε να ομιλεί για το άβατο του Αγίου Ορους, για τις βεντάλιες της, για το πλυντήριό της, για το τσίπουρο που της χάρισε ο Αρχιεπίσκοπος, μιλάμε για βαθιά πολιτική ανάλυση.
Οδήγησε, έτσι, το χέρι μου να τραβήξω από τη στοίβα με τα βιβλία μου αυτό του Κωνσταντίνου Αιλιανού για τον Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος είμαι βέβαιος ότι αν τα άκουγε αυτά τα προσχηματικά, θα χαμογελούσε. Καθώς με 94% δημοτικότητα στο τέλος της θητείας του περπατούσε στους δρόμους κάθε πόλης, που πήγαινε είτε για να χαιρετήσει τον κόσμο είτε για να πάει κινηματογράφο ή θέατρο ή για να κάνει ποδήλατο, και δεν υφίστατο κανένα περιορισμό λόγω του αξιώματός του.
Σκέφτηκα, λοιπόν, το εξής: από το 1974 έως σήμερα είχαμε τέσσερις εκλεγμένους κεντροδεξιούς Προέδρους προερχόμενους από την πολιτική: τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο και τον Προκόπη Παυλόπουλο. Είχαμε, επίσης, τρεις εκλεγμένους κεντροαριστερούς Προέδρους, δύο προερχόμενους από το δικαστικό σώμα, τον Χρήστο Σαρτζετάκη και την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, καθώς και τον Ηπειρώτη υπουργό εξωτερικών του Ανδρέα Παπανδρέου, Κάρολο Παπούλια. Χωρίς ίχνος μεροληψίας, η σύγκριση μεταξύ των κεντροδεξιών προέδρων και των κεντροαριστερών προέδρων είναι καταλυτική υπέρ των πρώτων.
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν ο Πρόεδρος των γραμμάτων, κόσμημα για τον θεσμό κατά την πρώτη εφαρμογή του με βάση το Σύνταγμα του 1975, το οποίο θέσπισε την προεδρευόμενη δημοκρατία ως προτιμότερη της βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ο Πρόεδρος που κατά τη διάρκεια των δύο θητειών εφάρμοσε με το ειδικό πολιτικό βάρος του απέναντι σε δύο πρωθυπουργούς, τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τις νέες συνταγματικές διατάξεις για την εξισορρόπηση των εξουσιών. Είχε ισχυρό λόγο απέναντί τους και βέτο ακόμα και χωρίς αρμοδιότητες στη δεύτερη θητεία του, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αλλάξει το Σύνταγμα του 1975 καταργώντας τις λεγόμενες υπερεξουσίες του.
Επέβαλε ως συνταγματικό έθιμο τον θεσμό του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών για εθνικές κρίσεις, διαφώνησε με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την πιθανότητα προκήρυξης εκλογών τον Σεπτέμβριο του 1991 και επέβαλε την άποψή του. Αξιοποίησε τον θεσμό του διαγγελμάτων για να στέλνει συγκεκριμένα μηνύματα στη νεόκοπη εξουσία του ΠΑΣΟΚ, μεσολάβησε για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ πρωθυπουργού και αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 1984, στήριξε τον πρωθυπουργό και άδειασε τον υπουργό εξωτερικών στην κρίση των Σκοπίων το 1992. Ο Καραμανλής στην πραγματικότητα έδωσε υπόσταση στον θεσμό και τον κατέστησε υπολογίσιμο χωρίς να του κολλήσει τις ασθένειες της παρεμβατικότητας της βασιλείας. Ηταν ο Πρόεδρος των θεσμών.
Ο Καραμανλής δεν ήταν δημόσιος Πρόεδρος. Μιλούσε όταν έπρεπε με χρησμούς. Αλλά τα αρχεία του δείχνουν ότι στο παρασκήνιο όσες φορές χρειάστηκε ήταν πάρα πολύ αναλυτικός απέναντι σε κορυφαίους ηγέτες για τα εθνικά μας θέματα. Οσα είπε στον πρόεδρο Μπους και περιέχονται στον 12ο τόμο των αρχείων του τόσο για τη στάση της Δύσης στις τέως σοβιετικές δημοκρατίες όσο και για τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας που θα γνωρίσουν τα ελληνικά νησιά αν διχοτομηθεί το Αιγαίο αποτελούν υπόδειγμα πολιτικής ανάλυσης ακόμα και σήμερα.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος που τον διαδέχτηκε έβγαλε τον θεσμό από την Ηρώδου Αττικού και τον πήγε κοντά στο λαό. Ηταν ένας λαϊκός Πρόεδρος, αδογμάτιστος και απροκατάληπτος, ο οποίος, παρά το ισχυρό δεξιό παρελθόν του, έστησε γέφυρες με όλη την ελληνική κοινωνία. Ο Στεφανόπουλος ήταν ένας Πρόεδρος εξαιρετικά δημοφιλής. Και για τη θαρραλέα στάση του απέναντι στον πρόεδρο Κλίντον αλλά και για τη στάση του απέναντι στον θεσμό. Συνέχισε να μένει στο σπίτι του στο Ψυχικό, απαρνήθηκε τις μεγάλες φρουρές, βοηθούσε από το υστέρημά του μυστικά αδύναμους Ελληνες. Και, βεβαίως, ήταν ένας συμπεριληπτικός Πρόεδρος, δεδομένου ότι είχε βραβεύσει καθολικούς, Εβραίους και μουσουλμάνους σε ειδικές τελετές και επισκέφτηκε χωριά πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Στεφανόπουλος ήταν ένας πατριώτης πρόεδρος που αγαπούσε τον ελληνικό πολιτισμό, τα ελληνικά γράμματα και την ελληνική γλώσσα. Οι ομιλίες που παραθέτει ο πρέσβης Αιλιανός στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι υπόδειγμα.
Ο τέταρτος στη σειρά κεντροδεξιός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθηγητής και πολιτικός Προκόπης Παυλόπουλος, θα γραφτεί στην Ιστορία για δύο λόγους. Προερχόμενος από μία συγκεκριμένη σχολή σκέψης (μην ξεχνάμε ότι διετέλεσε νομικός σύμβουλος του Εθνάρχη) κατάφερε να επεκτείνει de facto τις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας μέσα σε εθνική κρίση. Υπήρξαν στιγμές που κινήθηκε στα όρια του Συντάγματος και πέρα απ’ αυτά, επικοινωνώντας και με κατώτερούς του στην ιεραρχία υψηλόβαθμους υπαλλήλους της Κομισιόν, για να έχει πλήρη γνώση του τι συνέβαινε στη χώρα εκείνη την περίοδο, αλλά και με ανώτερούς του. Επέβαλε, μάλιστα, τη σύγκληση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, η οποία αμέσως μετά το δημοψήφισμα σφράγισε στην πραγματικότητα την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Οταν χρειάστηκε, δεν δίστασε να καλέσει ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον παλιό γνώριμό του υπουργό Εσωτερικών τότε, Οικονομικών αργότερα, της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, προκειμένου να αποτρέψει το αδιανόητο, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Εφτασε στο σημείο να αποστείλει ακόμα και ειδικούς απεσταλμένους στον πρόεδρο Ολάντ τον καθηγητή Φλογαΐτη και τον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό Τζουλιάνο Αμάτο στον σύμβουλο του Ολάντ, Αταλί, προκειμένου να θωρακίσει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Και, βεβαίως, ο ακαδημαϊκός Προκόπης Παυλόπουλος δεν σταμάτησε να ασχολείται με τα γράμματα και τον ελληνικό πολιτισμό και καθ’ όλη τη διάρκεια της Προεδρίας του έγραφε. Αφησε πίσω του με τη σφραγίδα του Προέδρου πέντε συγγράμματα.
Σε αυτούς τους τέσσερις κεντροδεξιούς προέδρους που άφησαν ισχυρότατο θεσμικό, λαϊκό και γραπτό αποτύπωμα, αλήθεια τι έχει να αντιπαρατάξει η προοδευτική παράταξη;
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος με εξαιρετικές θέσεις για τα εθνικά θέματα, τις οποίες ανέπτυξε με το πέρας της Προεδρίας του. Μπήκε, όμως, στο κοστούμι του θεσμού πάρα πολύ αργά. Οταν βρέθηκε στο κέντρο μιας πολύμηνης οικονομικής κρίσης εν μέσω πολιτικής αστάθειας. Τήρησε άψογα τα καθήκοντά του στην περίφημη συνάντηση των τεσσάρων. Μέχρι εκεί.
Ο Κάρολος Παπούλιας ήταν ένας πατριώτης Πρόεδρος, ήξερε τις ισορροπίες και την τήρησή τους, αλλά η Προεδρία του τελικά υπήρξε άχρωμη. Επισφραγίσθηκε από τα επεισόδια στην στρατιωτική παρέλαση της Θεσσαλονίκης το 2011 και από τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στην οποία προήδρευσε και η οποία οδήγησε στην ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Λουκά Παπαδήμο.
Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, δικαστικός επίσης, αναζητεί επί τρία χρόνια τον βηματισμό της στον προεδρικό θεσμό και δεν τον βρίσκει. Δεν θα αναφέρω τις αρνητικές της στιγμές, πολλές εκ των οποίων ανέδειξε η εφημερίδα μας. Ως καλύτερή της στιγμή θεωρώ τον τρόπο που απάντησε σε νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι επιχείρησαν να την αποδοκιμάσουν όταν μετέβη στην Πύλο με αφορμή το ναυάγιο στα ανοιχτά της. Ηταν θεσμική και στάθηκε στο ύψος του ρόλου της βάζοντας για λογαριασμό της δημοκρατίας στη θέση τους τούς αμφισβητίες. Πέρα από αυτό το επεισόδιο, όμως, δυσκολεύομαι να θυμηθώ κάτι που μπορεί να σφράγισε έως τώρα την Προεδρία της. Διακρίνεται περισσότερο για τον επικοινωνισμό της και την αγωνία της να πάρει μία θέση μεταξύ του πρωθυπουργού και του υπολοίπου πολιτικού συστήματος, και τίποτε άλλο.
Επειδή τα στερνά τιμούν τα πρώτα, έχει σκάρτα δύο χρόνια μέχρι το τέλος αυτής της θητείας της για να αφήσει κάτι πίσω της να τη θυμόμαστε, πέρα από την Καλυψώ. Μέχρι στιγμής κατέχει το αρνητικό ρεκόρ του αρχηγού κράτους ο οποίος έχει τη χειρότερη δημοτικότητα από καταβολής του θεσμού. Και τη μικρότερη παρεμβατικότητα. Μακάρι να αλλάξει. Ωστόσο, η Ιστορία μάς δείχνει ότι η Προεδρία της Δημοκρατίας είναι αξίωμα για κεντροδεξιούς προέδρους οι οποίοι γνωρίζουν να κινούνται μέσα στους θεσμούς με άνεση και να εκπροσωπούν με βαθιά γνώση τα εθνικά συμφέροντα. Η προοδευτική Κεντροαριστερά, δυστυχώς, μέχρι τώρα δεν μας έδωσε Πρόεδρο Δημοκρατίας που να αγαπήθηκε από τον ελληνικό λαό και να δημιούργησε ανάμνηση.