Στην αφήγηση του Οράτιου η Κανιδία, είναι ο ποιητικός χαρακτήρας μιας φαρμακίδος, το πραγματικό όνομα της οποίας φαίνεται πως ήταν Γκραττιδία, αρωματοποιός και φαρμακίδα από την Νεάπολη.
Στον Οράτιο παρουσιάζεται έτοιμη να βασανίσει μέχρι θανάτου ένα νέο αγόρι με τη βοήθεια άλλων τριών μαγισσών, προκειμένου να παρασκευάσει από το συκώτι του ένα ερωτικό φίλτρο (37-38) για τον άπιστο ερωμένο της, τον γέροντα Βάρο (73). Η σκηνή του φρικτού δράματος είναι ένα σπίτι στη Ρώμη.
Ακολουθούν οι γραμμές 1-10, στις οποίες περιγράφονται οι παρακλήσεις του παιδιού, που διαισθάνεται αμυδρά τι του επιφυλάσσει η μοίρα. Κατόπιν (15-24) η Κανιδία περιγράφεται να ρίχνει στις μαγικές φλόγες συστατικά που μοιάζουν με εκείνα της χύτρας των μαγισσών στον Μάκβεθ του Σαίξπηρ. Αργότερα (25-28) η Σαγκάνα ραντίζει το σπίτι με ανίερο ύδωρ, προφανώς για να επικαλεστεί τις σκοτεινές δυνάμεις. Η Βέια είναι εκείνη που σκάβει το λάκκο (29-40) μέσα στον οποίο θα τοποθετηθεί το παιδί γυμνό μέχρι το πηγούνι, για να πεθάνει από την πείνα με τα μάτια καρφωμένα στην τροφή που δεν μπορεί να φθάσει.
Αργότερα (41-46) αναφέρεται η παρουσία, που επιβεβαιώνεται από τα κουτσομπολιά της Νεάπολης, της άσεμνης Φόλιας, που μπορεί να σύρει το φεγγάρι και τα άστρα σαν Θεσσαλή μάγισσα. Πιο κάτω επαναλαμβάνονται οι επικλήσεις της Κανιδίας (49-82) στις δυνάμεις του σκότους, οι ασωτείες του κακόφημου πρώην εραστή της που επιμένει να μένει ανεπηρέαστος από τις επικλήσεις της και οι σκοτεινοί υπαινιγμοί της για ακόμα φοβερότερα ξόρκια στα οποία μπορεί να καταφύγει. Τέλος, (83-102), το απελπιμένο παιδί ξεσπά σε κατάρες και απειλεί ότι το φάντασμά του θα τη στοιχειώσει.
Το σύνολο του έργου αντιπροσωπεύει μια δραματική μελέτη από τις φοβερές δεισιδαιμονίες που επικρατούσαν στα κατώτερα στρώματα της κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας. Τόσο η αναφορά στον Απουλήιο, όσο και η επιγραφή του Corpus inscriptionum Latinarum, μιλούν για ένα αγόρι που υπέστη παρόμοιο θάνατο από μια μάγισσα, γεγονός που επιβεβαιώνει την αληθοφάνεια των λόγων του ποιητή.
Οι μάγισσες στον ρωμαϊκό κόσμο
Η Κανιδία, όπως και μια άλλη μάγισσα, η Εριχθώ κάνουν μεν την εμφάνισή τους στη ρωμαϊκή ποίηση, αλλά όχι ως επικοί χαρακτήρες ή σε θεατρικά έργα,όπως συνέβη στην αρχαία Ελλάδα. Οι χαρακτήρες τους είναι λιγότερο ανεπτυγμένοι από εκείνους της Κίρκης ή της Μήδειας. Προορίζονται να είναι αποκρουστικές, φοβικές, μη θηλυκές, ανήθικες μάγισσες. Φαίνεται πως αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι ρωμαίοι συγγραφείς τις μάγισσες. Εντούτοις, αυτοί οι τύποι μαγισσών φαίνεται πως έκαναν μεγάλη εντύπωση στους αναγνώστες αυτού του είδους λογοτεχνίας και το ρωμαϊκό στερεότυπο διατηρήθηκε για τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια, ως την εποχή μας.
Σύμφωνα με το δοκίμιο του Georg Luck, ο Οράτιος εσκεμμένα σατιρίζει την Κανιδία ως διεφθαρμένη ιέρεια των μαύρων τεχνών, σε μια προσπάθεια να απογυμνώσει τη λαϊκή δεισιδαιμονία και πίστη στη μαγεία και να αποθαρρύνει τους αναγνώστες του από το να πληρώνουν μάγισσες για τις υπηρεσίες τους. Το πόσο το κατόρθωσε, είναι ένα άλλο θέμα.
Ακριβώς όπως και στη βόρεια Ευρώπη, οι νοτιοευρωπαίες μάγισσες ήταν πάντα έτοιμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με κάποιο ελιξίριο ή δηλητήριο και πολλοί αναζητούσαν τη βοήθειά τους. Οι ερωτοχτυπημένοι επιθυμούσαν να ελκύσουν το αντικείμενο του πόθου τους ή να καταστρέψουν τον ανταγωνιστή τους. Νέες γυναίκες, ανίκανες να συλλάβουν, παρακαλούσαν τις μάγισσες να τις ευλογήσουν με ξόρκια γονιμότητας και άνδρες με προβλήματα ανικανότητας εκλιπαρούσαν μάγισσες για να επιλύσουν το πρόβλημά τους.
Νόμος και μαγεία στον ελληνορωμαϊκό κόσμο
Βέβαια στον αρχαίο -όπως και στον χριστιανικό κόσμο- υπήρχε και το επίσημο κυνήγι των μαγισσών. Στον ελληνικό κόσμο, εκτός από τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει από τη δική του οπτική γωνία το θέμα ο Πλάτων και η θανατική ποινή που προτείνει, είναι ίσως το μοναδικό δείγμα πρόθεσης νομοθέτησης, καθώς ούτε ο δρακόντειος, μήτε ο σολώνειος κώδικας περιείχαν νόμους σχετιζόμενους με τους ψυχοειδείς μηχανισμούς της πρόθεσης τέλεσης εγκλήματος μέσω της μαγείας. Ωστόσο, παρόλο που ο νομοθέτης δεν είχε προβλέψει μια τέτοια δικαιική πρακτική, από τον Κλαύδιο Αιλιανό μαθαίνουμε ότι το εθιμικό δίκαιο τιμωρούσε αυστηρά τα εγκλήματα μαγείας και φαρμακείας, όπως στην περίπτωση μιας φαρμακίδας που συνελήφθη στην Αθήνα και καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Άρειο Πάγο. Μάλιστα, επειδή ήταν έγκυος, η ποινή εκτελέστηκε μετά τη γέννηση του παιδιού της.
Σύμφωνα με μια άλλη αφήγηση του Δημοσθένη, μια γυναίκα από τη Λήμνο με το όνομα Θεωρίδα καταδικάστηκε σε θάνατο με όλη την οικογένειά της εξαιτίας φαρμακείας και της γνώσης της για τις μαγικές επωδούς. Η καταδίκη της είναι σαφώς δηλωτική του φόβου που προκαλούσε η γνώση και ο χειρισμός μαγικών δυνάμεων, αλλά και μια σύγχυση ανάμεσα στα όρια των θρησκευτικών και των θεραπευτικών πρακτικών, καθώς η Θεωρίδα αναφέρεται ως ιέρεια και μάντιδα κάποιας μυστηριακής θεότητας, την οποία χρησιμοποιούσε ως εμπνευστική δύναμη, προκειμένου να θεραπεύει με μαγικόθρησκευτικό τρόπο.
Πραγματική νομοθεσία απαντάται στους Ρωμαίους με τον νόμο του Σύλλα, lex Cornelia de sicariis et veneficis (81 Π.Κ.Ε.), ο οποίος θεωρείται θεμελιώδης νομική δράση αναλαμβανόμενη ενάντια στη μαγεία. Βέβαια, ο νόμος δεν καταδικάζει τη μαγεία per se, αλλά στοχεύει σε περιπτώσεις αιφνίδιων και εν πολλοίς ανεξήγητων θανάτων πολιτών, οι οποίοι εμπίπτουν στην περιοχή της μαγείας.
Ωστόσο, αυτό που λείπει από το ρωμαϊκό νόμο είναι ο προσδιορισμός του γόητα, του αγύρτη, ή του μάγου, που ασκεί τη μαγεία και συνεπώς η διάκριση ανάμεσα στην πρακτική θεραπεία και τη φαρμακεία. Αυτά τα στοιχεία είναι δυνατόν να αντληθούν από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο οποίος διακρίνει ανάμεσα στην medicina και την magia, την ψευδοθεραπευτική, παρέχοντάς μας τα αναγκαία στοιχεία για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Ρωμαίοι, στο δικό τους πολιτισμικό περίβλημα, την ιδέα της μαγείας, της γοητείας και της φαρμακείας.
Στα έτη 184, 180-179 Π.Κ.Ε., πριν την εποχή της Κανιδίας, οι ρωμαίοι magistrates διέταξαν την εκτέλεση χιλιάδων ανθρώπων με την κατηγορία της veneficia (δηλητηρίασης) ή της βλαπτικής μαγείας. Η άσκηση της μαγείας, ιδιαίτερα για φημισμένες μάγισσες όπως η Κανιδία, ήταν επικίνδυνη υπόθεση εξαιτίας των εκδικητικών προθέσεων των ανικανοποίητων πελατών.