Ανησυχητικά ευρήματα για τις διατροφικές συνήθειες και την υγεία των Ελλήνων αποτυπώνει, μεγάλη πανελλαδική μελέτη.
Απ’ το κακό στο χειρότερο: αυτό είναι επιγραμματικά το συμπέρασμα νέας μελέτης για τις διατροφικές συνήθειες και την υγεία των Ελλήνων, η οποία διεξήχθη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Όπως αποκαλύπτει, οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων έχουν επιδεινωθεί σημαντικά. Τρώμε πάρα πολλά λιπαρά και πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης, αλλά λιγοστά λαχανικά, φρούτα και ψάρια.
Το επακόλουθο είναι να παρουσιάζουμε ελλείψεις σε βασικά ωφέλιμα θρεπτικά συστατικά και να υπερκαταναλώνουμε συστατικά επιζήμια για την υγεία.
Η νέα έρευνα τιτλοφορείται «Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας» και πραγματοποιήθηκε σε 4.600 εθελοντές απ’ όλη την χώρα.
Σύμφωνα με τα ευρήματά της:
* Τρώμε υπερβολικά πολλά ζωικής προελεύσεως τρόφιμα. Αυτό έχει ως συνέπεια να υπερκαταναλώνουμε λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κορεσμένα λιπαρά πρέπει να μειωθούν κατά 30% στον υγιή γενικό πληθυσμό. Πρέπει επίσης να μειωθούν κατά περίπου 50% στα άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όσοι έχουν αυξημένη χοληστερόλη και οι πάσχοντες από διαβήτη.
* Τρώμε πολύ λίγα ωφέλιμα λιπαρά, όπως τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Καλές πηγές αυτών των λιπαρών είναι οι ξηροί ανάλατοι καρποί, οι σπόροι και τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σαρδέλα, σολομός, σκουμπρί).
Από αυτά τα λιπαρά θα έπρεπε να προέρχεται το 6-10% των ημερήσιων θερμίδων μας. Ωστόσο η μελέτη αποκαλύπτει πως μετά βίας φθάνουμε στο 5%.
* Εξίσου κακές είναι οι συνήθειές μας και σε ό,τι αφορά την κατανάλωση φυτικών ινών (φρούτα, λαχανικά, όσπρια, δημητριακά ολικής).
Σύμφωνα με την έρευνα, έξι στους 10 Έλληνες τρώνε λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε για καλή υγεία. Η κατώτερη συνιστώμενη δόση είναι τα 25 γραμμάρια την ημέρα (συνιστώνται 25-35 γραμμάρια ημερησίως). Ωστόσο το 60% των Ελλήνων τρώνε λιγότερο από αυτήν.
Η πρόσληψη βιταμινών και ιχνοστοιχείων
Οι κακές διατροφικές συνήθειες έχουν ως συνέπεια να παρουσιάζουν οι Έλληνες ελλιπή πρόσληψη βασικών βιταμινών και ιχνοστοιχείων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε χαμηλή πρόσληψη σε βιταμίνες Α, Ε, Κ αλλά και σε βιταμίνη D.
Δεν προσλαμβάνουμε επίσης επαρκείς ποσότητες φυλλικού (ή φολικού) οξέος, αλλά ούτε και ασβεστίου, καλίου, μαγνησίου και σιδήρου.
Αντιθέτως, τρώμε πάρα πολύ νάτριο, δηλαδή αλάτι. Μάλιστα αυτό ισχύει χωρίς να συνυπολογισθεί το αλάτι που προσθέτουμε στο φαγητό μας.
Η νέα μελέτη έδειξε επίσης ότι μόλις το 40% ανδρών και γυναικών έχουν καθημερινά επαρκή φυσική δραστηριότητα. Επιπλέον, το 20% των Ελλήνων διάγουν πλήρως καθιστική ζωή.
Θερίζουν τα χρόνια νοσήματα
Ο συνδυασμός της καθιστικής ζωής με τις κακές διατροφικές συνήθειες έχει ολέθρια αποτελέσματα. Ολοένα περισσότεροι Έλληνες εκδηλώνουν χρόνια νοσήματα, με τα καρδιαγγειακά και τον διαβήτη να προσβάλλουν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.
Έτσι, το περίπου 5% των ανδρών και το 2% των γυναικών στη χώρα μας έχουν υποστεί κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο. Οι ασθενείς αυτοί όμως δεν είναι όλοι ηλικιωμένοι: πολλοί είναι νέοι άνθρωποι, ακόμα και 30άρηδες!
Επιπλέον:
* Το σχεδόν 20% των Ελλήνων έχουν υπέρταση (λιγότεροι από τους μισούς τη ρυθμίζουν επαρκώς)
* Το 25% σε όλες τις ηλικίες έχουν αυξημένα λιπίδια (χοληστερόλη, τριγλυκερίδια). Ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών, όμως, το πρόβλημα αφορά πάνω από το 50% του πληθυσμού.
* Το 6-7% του πληθυσμού έχει σακχαρώδη διαβήτη
* Το 60% των ανδρών και το 40% των γυναικών είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Καρδιαγγειακός κίνδυνος για τους μισούς σαραντάρηδες
Συνολικά, το 25% ανδρών και γυναικών (ηλικίες άνω των 18 ετών) στην Ελλάδα έχουν τουλάχιστον έναν από τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Ωστόσο στις ηλικίες άνω των 40 ετών το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 50% του πληθυσμού.
Το μοναδικό καλό νέο είναι ότι έχουμε περιορίσει το κάπνισμα. Πλέον οι καπνιστές περιορίζονται σε ποσοστό κάτω του 40% του πληθυσμού, όταν πριν από λίγα χρόνια έφθαναν στο 50%.
Τα νέα ευρήματα παρουσίασαν σε ημερίδα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο ο καθηγητής Αντώνης Ζαμπέλας, ο αντιπρύτανης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Δημοσθένης Παναγιωτάκος και οι ερευνήτριες Αναστασία-Βασιλική Μητσοπούλου και Εμμανουέλλα Μαγριπλή.