Του Βασίλη Βιλιάρδου
Η ποσότητα χρήματος στο εκάστοτε κράτος, εξαρτάται κυρίως από τις εμπορικές του τράπεζες και όχι από την κεντρική – οπότε είναι μύθος τα περί στενότητας ρευστότητας που ακούγονται η οποία, όταν διαπιστώνεται, οφείλεται συνήθως στην έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών.
Αυτό που συμβαίνει βέβαια στη χώρα μας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εγκληματική υφεσιακή πολιτική που της επιβλήθηκε –στα πλαίσια των μνημονίων που ασφαλώς συνεχίζονται, επικεντρωμένα κυρίως στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και στους πλειστηριασμούς της ιδιωτικής. Οι μισθοί πάντως σήμερα μειώνονται ξανά, μέσω του πληθωρισμού, όπως και οι καταθέσεις (άνω του 15% σωρευτικά) – ενώ οι φόροι έχουν αυξηθεί, επίσης μέσω του πληθωρισμού, αφού οι φορολογικοί συντελεστές, όπως ο ΦΠΑ, παραμένουν σταθεροί στις αυξημένες τιμές.
Η πολιτική αυτή είχε και έχει σαν αποτέλεσμα την υπερχρέωση των νοικοκυριών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων – οπότε την έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών. Αντίθετα, από τον πληθωρισμό και από την άνοδο των επιτοκίων, ωφελούνται σε μεγάλο βαθμό οι τράπεζες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών ήταν στα 3,7 δις € το 2022, ενώ «κάλπαζαν» και το πρώτο τρίμηνο του 2023 – ότι είχαν και συνεχίζουν να έχουν δηλαδή υπερκέρδη λόγω του πληθωρισμού, όπως άλλωστε το άλλο καρτέλ, το ενεργειακό, εις βάρος φυσικά των Πολιτών που συνεχίζουν να φτωχοποιούνται.
Ειδικά όσον αφορά την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος τώρα, βοηθάει στην εκτίμηση της υγείας και της ζωτικότητας μίας οικονομίας – όπου η υψηλή ταχύτητα συνδέεται συνήθως με μία υγιή οικονομία που αναπτύσσεται, ενώ η χαμηλή με την ύφεση και τη συρρίκνωση της. Ο ορισμός της ταχύτητας χρήματος είναι ο εξής: «Η ταχύτητα του χρήματος είναι η συχνότητα με την οποία μία μονάδα νομίσματος χρησιμοποιείται για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στο εσωτερικό, εντός μιας δεδομένης χρονικής περιόδου».
Με απλά λόγια, είναι ο αριθμός των φορών που ένα ευρώ δαπανάται για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών ανά μονάδα χρόνου – όπου, εάν η ταχύτητα του χρήματος αυξάνεται, τότε πραγματοποιούνται περισσότερες συναλλαγές μεταξύ ατόμων σε μια οικονομία και το αντίθετο. Ο υπολογισμός της ταχύτητας χρήματος δε, γίνεται μέσω της διαίρεσης του ΑΕΠ με την ποσότητα χρήματος – συνήθως με την Μ2.
Ταχύτητα χρήματος = ΑΕΠ ./. Ποσότητα χρήματος Μ2
Οι οικονομίες τώρα που έχουν υψηλότερη ταχύτητα χρήματος σε σχέση με τις άλλες (δεν ανήκει σε αυτές η Ελλάδα), τείνουν να είναι πιο ανεπτυγμένες – σημειώνοντας πως όταν μία οικονομία αναπτύσσεται, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές τείνουν να ξοδεύουν πιο εύκολα χρήματα αυξάνοντας την ταχύτητα κυκλοφορίας τους, ενώ συμβαίνει το αντίθετο όταν μία οικονομία συρρικνώνεται.
Εν προκειμένω, είναι γνωστό το παράδειγμα που ένας ξενοδόχος νοικιάζει το δωμάτιο του για 50 € και χρησιμοποιεί αυτά τα 50 € για να πληρώσει το μανάβη που στη συνέχεια με τα 50 € αγοράζει τρόφιμα κοκ. – όπου λοιπόν με τα ίδια 50 € έγιναν συναλλαγές 150 €, παρά το ότι όλα τα άτομα είχαν 50 €. Επομένως η ταχύτητα χρήματος εδώ είναι 150./.50 = 3.
Φυσικά πρόκειται για μία υπεραπλούστευση, όσον αφορά την ταχύτητα του χρήματος – η οποία χρησιμοποιείται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, ως ένα μέτρο της συναλλακτικής δραστηριότητας για ολόκληρο τον πληθυσμό μίας χώρας, με τον παραπάνω τύπο. Εν προκειμένω, η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος στην Ελλάδα ήταν πρόσφατα κάτω από τη μονάδα – τεκμηριώνοντας πως δεν υπάρχουν στη χώρα μας υγιείς προοπτικές ανάπτυξης.