Από τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν έχει χάσει ούτε ένα ραντεβού με τον Πολικό Αστέρα. Ο Ναός που ακολουθεί τις κινήσεις των άστρων, που συσσωρεύει τις ενέργειες 3 αρχιτεκτονικών ρυθμών και κοιτάζει πάντα προς το βορρά, περιμένει να μας ξεναγήσει στα μυστικά του…
Συχνά επισκεπτόμαστε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους της πατρίδας μας και αισθανόμαστε μεγάλη περηφάνια για τα οικοδομήματα που κάποτε στέκονταν αγέρωχα εκεί. Σπάνια όμως γνωρίζουμε τις βαθύτερες προεκτάσεις και τη σκοπιμότητά τους.
Η αλήθεια είναι πως οι αρχαίοι ναοί δεν ήταν απλώς σημεία συγκέντρωσης των πιστών, για να λατρέψουν δουλοπρεπώς τον τρομερό θεό τους αλλά λειτουργούσαν και σαν μηχανές αναζήτησης του Πνεύματος!
Οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, ώστε να συσσωρεύσουν την πνευματική ενέργεια και να τη μεταφέρουν στους πιστούς, με σκοπό να τους διαποτίσουν μ’ αυτήν, ώστε να φύγουν από την τελετή έχοντας εισπνεύσει λίγο περισσότερο Θεό…
Τέτοιες τεχνικές φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν και από τον Ικτίνο, κατασκευαστή του Ναού του Επικούρειου Απόλλωνα (Επικούρειος= βοηθός, συμπαραστάτης σε πόλεμο ή αρρώστια).
Η κατασκευή
Είναι χτισμένος σ’ ένα απόμερο σημείο στο βουνό Κωτίλιο, μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, στην περιοχή Βάσσες Φιγαλείας, σε υψόμετρο 1.130 μέτρων. Έχει αντέξει πάνω από 25 αιώνες (χτίστηκε γύρω στο 420-410 π.Χ.) και τα σημάδια του χρόνου είναι ορατά πάνω του. Για να τον προστατέψουν από περαιτέρω φθορές, οι αρχαιολόγοι τον σκέπασαν με μια τέντα.
Κι όμως αυτός ο Ναός είναι ακόμη ζωντανός… Πολλά είναι αυτά που τον καθιστούν ξεχωριστό, αν και ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ίσως μόνο μερικά.
Σε τι διαφέρει από τους άλλους ναούς;
Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας, επειδή δεν εμφανίζει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά από βορρά προς νότο. Επίσης συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά προσφέροντας ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87 × 16,13 μ.) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης.
Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετώπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, η έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζει μ’ έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό.
Το εμπρόσθιο τμήμα του πρόναου και του οπισθόδομου με δύο κίονες εν παραστάσει (in antis) αναδιατυπώνουν το δωρικό ρυθμό. Αντιθέτως στο σηκό, μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων στέκονται απέναντι σε χαμηλούς τοίχους στήριξης. Στο νότιο τμήμα, όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί κίονες του σηκού στέκονται στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένας κορινθιακός κίονας μόνος στο κέντρο του ναού.
Το κιονόκρανό του αποτελεί «το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα «κορινθιακά» μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών». Συγκεντρώνει δηλαδή και τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, πράγμα που συναντάται σπάνια.
Ο ναός που παρακολουθεί τον Ουρανό
Το πιο παράξενο χαρακτηριστικό του Ναού όμως είναι ότι δεν παραμένει στάσιμος! Οι πρώτες περίεργες ενδείξεις προέκυψαν από σχετική έρευνα του αρχαιολόγου Cooper, ο οποίος το 1972 έκανε κάποιες τομές στα θεμέλια. Αυτό που ανακάλυψε είναι πως ολόκληρο το οικοδόμημα στηρίζεται πάνω σε μια ασυνήθιστη υπόγεια βάση.
Στην ανατολική πλευρά, σε βάθος δύο μέτρων, υπάρχει ένα στρώμα προσεκτικά λαξευμένου βράχου με κλίση προς το νότο. Πρόκειται για ένα κεκλιμένο επίπεδο. Στη νότια πλευρά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Εκεί ο ναός «κάθεται» πάνω σε φερτά υλικά, σε αναρρίμματα και συγκεκριμένα σ’ ένα στρώμα από κιτρινωπό πηλώδες χώμα και βότσαλα θαλάσσης.
Το αποτέλεσμα; Ολόκληρος ο ναός «γλιστράει» και περιστρέφεται αργά γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα στη νοτιοανατολική γωνία του. Για να διευκολυνθεί αυτή η περιστροφή και να αποσβένονται οι κραδασμοί, ολόκληρη η βάση του ναού είναι κατασκευασμένη από αλλεπάλληλα στρώματα πλακών, που συνδέονται μεταξύ τους με μεταλλικούς συνδετήρες γύρω από τους οποίους έχει χυθεί μόλυβδος.
Παρόμοιες συνδέσεις έχουν παρατηρηθεί και στο δάπεδο του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς, στο μυστηριώδες κτίσμα που είναι γνωστό με το όνομα «Θόλος».
Κατά την άποψη του μαθηματικού Στέλιου Πετράκη, ο ναός γλιστράει και περιστρέφεται, όπως διαπιστώνουν οι αρχαιολόγοι, όχι τυχαία αλλά σκόπιμα. Η ιδιότυπη βάση του κατασκευάστηκε, αφού προηγουμένως υπολογίστηκαν πολύ προσεκτικά το βάρος και η γωνία στροφής του, έτσι ώστε μέσα σ’ ένα χρόνο να «μετακινείται» κατά 50΄ και 2΄΄ της μοίρας. Εδώ είναι που αρχίζουν οι εντυπωσιακές θεωρίες, γιατί τα 50΄ και 2΄΄ της μοίρας είναι η τιμή ετήσιας μετάπτωσης των ισημερινών!
Το αποτέλεσμα είναι η «ολίσθηση» προς τα πίσω του βορείου πόλου του ουρανού. Αυτήν τη μεταβολή την είχαν υπολογίσει ακριβώς οι αρχαίοι κατασκευαστές του ναού, και γι’ αυτόν το λόγο είχαν διαμορφώσει έτσι τα θεμέλιά του, ώστε να μπορεί να περιστρέφεται και να παρακολουθεί, στο πέρασμα των αιώνων τη μετάπτωση των ισημερινών.
Σύμφωνα με τους μαθηματικούς και αστρονομικούς υπολογισμούς του κ. Πετράκη «ολόκληρος ο ναός περιστρέφεται συμπεριφερόμενος σαν μια ‘‘συσκευή’’ παρατήρησης του ουράνιου θόλου και συντονισμού της με το άστρο του Βορρά, τον Πολικό Αστέρα». «Σκέφτηκα», αναφέρει ο Στέλιος Πετράκης, «πως αν η θεωρία μου για τη λειτουργία του ναού και ως συσκευής για την παρατήρηση του ουρανίου θόλου είναι σωστή, τότε θα έπρεπε να έχουμε και σήμερα τις αποδείξεις για την εναρμόνισή του με την ουράνια γεωμετρία.
Ο άξονάς του, όπως διαγράφεται από τον προσανατολισμό του και από τις πλάκες του δαπέδου, είναι στραμμένος προς τον ουράνιο Βορρά. Πριν από 2400 χρόνια έδειχνε τον Α΄ του Δράκοντα (κατά άλλους έδειχνε το άστρο Σείριο από τον αστερισμό του Κυνός απ’ όπου λέγεται ότι καταγόταν ο Απόλλωνας). Σήμερα θα έπρεπε να δείχνει τον Α΄ της μικρής Άρκτου. Και έτσι είναι. Διαπίστωσα ιδίοις όμμασι το φαινόμενο στις 2 Αυγούστου του 1972», αναφέρει και εξηγεί: «Περίμενα υπομονετικά να νυχτώσει έχοντας σταθεί πίσω από τον κυκλικό βωμό που βρίσκεται στο εσωτερικό του ναού. Όταν τ’ αστέρια εμφανίστηκαν, είδα πως, προεκτείνοντας νοερά τις δύο βόρειες μεσαίες κολόνες προς τον ουρανό, συναντούσα ανάμεσά τους, στο κέντρο ακριβώς, το σημερινό Πολικό Αστέρα, τον Α΄ της μικρής Άρκτου».
Το μνημείο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας και το πρώτο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986. Η απόλυτη συμμετρία, σχεδόν εξάρτηση της πρόσοψης του Ναού με το κέντρο του Ουράνιο Θόλου μάς δίνει μηνύματα μιας απόκοσμης σύνδεσης μεταξύ ουρανού και γης, την οποία οι άνθρωποι εκείνης της εποχής συνέδεαν άμεσα με το άγγιγμα του θεού στην ψυχή τους. Ένα σωρό άλλα μυστικά, που ακόμα δε μας έχει αποκαλύψει ο Ναός, περιμένουν θαμμένα κάτω από τις αρχαίες πέτρες.
Την επόμενη φορά που θα επισκεφθούμε έναν τέτοιο ναό, ας κοιτάξουμε αυτά τα ερείπια σκεπτόμενοι ότι δεν είναι μόνο απομεινάρια μιας παρωχημένης δόξας του λαού μας ούτε απλά ενθύμια των επιβλητικών και φαντασμαγορικών ικανοτήτων των προγόνων μας. Αντίθετα, είναι μάρτυρες μιας διαχρονικής σοφίας και στέκουν εκεί, επειδή κλήθηκαν να τη μεταβιβάσουν στις επόμενες γενιές ανθρώπων, για να καταστούν κι αυτοί όχι απλοί παρατηρητές αλλά άξιοι συνεχιστές της.