Γράφει ο Παναγιώτης Παύλος
Ενώ είναι από χθες βράδυ πλέον γεγονός η άρση του βέτο της Άγκυρας στην ένταξη της χιλιοταπεινωμένης από την Τουρκία Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, φαίνεται ότι κάποιοι στην Αθήνααδυνατούν να εκτιμήσουν – στο βαθμό που οι συγκυρίες, και κυρίως το παρασκήνιό τους, απαιτούν – το βάθος και τις συνέπειες των όσων διαδραματίζονται τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Αντ᾽ αυτού, διαπιστώνουμε ότι επιλέγεται η εύκολη λύση των ευχολογίων για το απροσδιόριστο «θετικό» αποτύπωμα της άρτι επιτευχθείσας συμφωνίας ένταξης της Σουηδίας την οποία ανακοίνωσε περιχαρής το βράδυ της Δευτέρας ο ΓΓ του ΝΑΤΟ.
Τα ευχολόγια αυτά διέπονται από τραγικότητα κι εγκληματική έλλειψη αντίληψης των διακυβευμάτων καθώς,στερούμενα στρατηγικού βάθους σκέψης, παραγνωρίζουν, αγνοούν ή υποτιμούν καίρια γεγονότα που τείνουν να ανατρέψουν το status quo.
1. Στο Βίλνιους ο Τούρκος Πρόεδρος όχι μόνον δεν «υποχώρησε» δεχόμενος να άρει το βέτο της Άγκυρας για την ένταξη της Σουηδίας στη Βορειο–Ατλαντική Συμμαχία, αλλά, όλως αντιθέτως, έδωσε το ΟΚ αφού πήρε ΟΛΑ όσα απαίτησε, ατιμώνοντας με πρωτόγνωρο τρόπο μια σκανδιναβική υπερδύναμη με ιστορικά αυτοκρατορικά χαρακτηριστικά, η οποία τον προσκύνησε, α) αλλάζοντας τον αντιτρομοκρατικό νόμο της, β) εκδίδοντας Τούρκους πολίτες μέλη του PKK υπό το πρόσχημα του «ποινικού» εγκληματία, γ) αίροντας το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, και δ) δεσμευόμενη για υλοποίηση μεταρρυθμίσεων «εκδημοκρατικοποίησης» (άκουσον, άκουσον!) έναντι ενός κράτους τρομοκράτη στην ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή της.
2. Στον Ερντογάν κατέστη απολύτως και de facto σαφές ότι δεν υπάρχει κανείς εντός του ΝΑΤΟ, ούτε καν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που να επιθυμεί να του αρνηθεί την ικανοποίηση των μαξιμαλιστικών απαιτήσεων της Άγκυρας. Η πεμπτουσία του κατορθώματός του να αναζωογονήσει ακόμη και την τελωνειακή ένωση της γείτονος με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να θέσει τις βάσεις επίλυσης του ζητήματος της βίζα, όχι μόνον σημαίνει πολλά για τον αέρα αυτοπεποίθησης με την οποία θα προσέλθει αύριο στη συνάντησή του με τον Έλληνα Πρωθυπουργό αλλά και προϊδεάζει για την ένταση της επιμονής του στις αδιανόητες και απολύτως αντίθετες προς κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου απαιτήσεις της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδος (αποστρατικοποίηση, γκρίζες ζώνες, αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας νησιών του Αιγαίου, κλπ). Ο επιτυχής εκβιασμός της Σουηδίας μόνο σε αρρωστημένα μυαλά μπορεί να γεννά εφησυχασμό για τους κινδύνους που ελλοχεύουν πλέον αμείλικτα στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις.
3. Ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι στις προϋποθέσεις άρσης του βέτο από την Τουρκία εγγράφηκε από τον Στόλτενμπεργκ – κατ᾽ απαίτηση της Τουρκίας – η δέσμευση του ΝΑΤΟ ότι σε κάθε μελλοντικό στρατηγικό σχεδιασμό και ενδοσυμμαχικές αποφάσεις εξοπλισμών θα λαμβάνονται υπόψιν τα concerns της Άγκυρας. Και δεν θέλει πολλή ευφυία για να αντιληφθεί κανείς όχι μόνον τις εν γένει συνέπειες αυτής της αποδοχής στο Αιγαίο, αλλά, πολύ περισσότερο, τον γνώμονα με τον οποίο θα χρυσωθεί το χάπι της Αθήνας στα όποια εξοπλιστικά ανταλλάγματα αποφασίσουν οι ΗΠΑ να προβούν ως αντιστάθμισμα της ιστορικής πλέον παραχώρησης του κολοσσιαίου προγράμματος αναβάθμισης των τουρκικών μαχητικών, το οποίο κατ᾽ ουσίαν έχει από καιρό αποδεχθεί η Αθήνα.
4. Η επίπονη, επίμονη, συστηματική και άκρως επιτυχημένη ως τώρα εκστρατεία του Γερουσιαστή Μενέντεζ όχι μόνον υπέρ των F-35 για την Ελλάδα αλλά κυρίως κατά των F-16 για την Τουρκία, ο οποίος χάρη στην αστείρευτη κινητικότητα και αρωγή των δυνάμεων της ομογένειας των Ελλήνων στην Αμερική αναδείχθηκε έμπρακτα στον μεγαλύτερο φιλέλληνα της σύγχρονης ιστορίας, υποχρεώνοντας εκ των έσω την αμερικανική διοίκηση να ανοίξει τα μάτια απέναντι στο «κράτος τρομοκράτη» όπως χαρακτηριστικά το αποκάλεσε ο ίδιος, γίνεται τώρα compromise από την ίδια την Αθήνα, τις ίδιες τις ελληνικές πολιτικές ελίτ που αποδεχόμενες την τουρκική αναβάθμιση φαίνεται να αρκούνται σε άγνωστα ακόμη εξοπλιστικά αλλά όχι γεωπολιτικά ανταλλάγματα (όπως π.χ. θα ήταν, ας μη γελιόμαστε, η άτυπη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ για πλήρη επέκταση των εθνικών χωρικών υδάτων μας σε όλο το Αιγαίο στα 12 ναυτικά μίλια, ή εν πάσει περιπτώσει στο μέγιστο της μέσης γραμμής).
5. Όπως όλα δείχνουν, η Κύπρος μας, το όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα αντικατασταθεί από συντεταγμένες (αδιάφορο κατ᾽ ουσίαν και άχρηστο το ότι αυτό θα αφορά όλες τις χώρες), κάτι που όχι μόνον συνιστά εξευτελισμό, ταπείνωση και προσβολή τουγηγενούς μαρτυρικού κυρίαρχου ελληνικού λαού της μαρτυρικής και κατεχόμενης Κύπρου, αλλά και θεμελιώνει επικίνδυνο τετελεσμένο αλλαγής ονομασίας – και γνωρίζουμε πολύ καλά τί αυτό σημαίνει και πού οδηγεί – και για νησιά του Αιγαίου, για αυτά που η Τουρκία διεκδικεί ήδη επισήμως και για τα άλλα που απλώς ορέγεται. Αυτό θα διευρύνει έτι περαιτέρω το καταστροφικό αποτύπωμα της ήδη υπαρκτής – στο επιχειρησιακό πεδίο – διαδικασίας αποστρατικοποίησης (βλ. μορατόριουμ πτήσεων της ΠΑ επάνω από νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αρχής γενομένης το Πάσχα του 2023) και θα τη διευκολύνει πλέον περαιτέρω αυτή τη φορά και δια της διπλωματικής οδού.
6. Η Ελλάδα απαντά σε όλα αυτά μέχρι στιγμής απλώς ως ικέτιδα του Προέδρου Μπάιντεν, όπως οι δηλώσεις του ιδίου του Αμερικανού Προέδρου κατέστησαν σαφές, και δια της δεδηλωμένης τυφλής και άνευ ενστάσεων πίστης της στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ, το οποίο δεν έχει ενδοιασμούς να προκρίνει την έννοια «χώρος» έναντι της «χώρας», όταν πρόκειται για την διαφύλαξη της σταθερότητας στα σπλάχνα του.
7. Επιπλέον, η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το de facto ξετύλιγμα του μίτου αναθεωρήσεως Διεθνών Συνθηκών που ευφυώς εγκαινιάζει η Τουρκία – όπως αυτή του Montreux το 1936, και μάλιστα δύο μόλις εβδομάδες πριν από τη συμπλήρωση 100 ετών από τη Συνθήκη της Λωζάνης –, αποδεχόμενη, όπως δείχνουν τα πράγματα, την τουρκική απαίτηση για διπλή ονομασία των Στενών. Και τούτο δίχως να εγείρει σταράτα, και δίχως ήξεις αφήξεις, στην Τουρκία την ελληνική απαίτηση της πρόβλεψης στρατικοποίησης Λήμνου και Σαμοθράκης, νήσων στρατηγικής υποστήριξης της Αλεξανδρούπολης, που απορρέει άμεσα και από την ίδια τη Συνθήκη του Μοντρέ – κατ᾽ αναλογία και αμοιβαιότητα προς τις στρατικοποιήσεις Ίμβρου και Τενέδου – και κατά τρόπο τον οποίο είχε αναγνωρίσει και παραδεχθεί με την περίφημη επιστολή του ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών τότε, Rüstu Aras.
Είναι καιρός, λοιπόν, άμεσα, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να προσαρμόσει την ελληνική εθνική στρατηγική προς τα νέα στρατηγικά κέρδη της Τουρκίας επί λιθουανικού εδάφους. Διότι εμείς διαφορές με την Τουρκία δεν έχουμε. Εμείς έχουμε τη Συνθήκη της Λωζάνης, έχουμε Διεθνείς Συνθήκες, όπως του Montreux, έχουμε εθνική κυριαρχία, έχουμε κυριαρχικά δικαιώματα. Και δεν έχουμε κανένα λόγο να συρόμαστε σε διαπραγματεύσεις κατ᾽ επιταγήν κάποιου ο οποίος ποτέ δεν αποδέχθηκε την παρουσία του Ελληνισμού σε αυτά τα χώματα και ύδατα, αλλά επιδιώκει συστηματικά και απαράλλακτα την εξαφάνισή του. Κι εν πάσει περιπτώσει, εάν η Τουρκία αισθάνεται ότι έχει διαφορές μαζί μας, εάν αισθάνεται ότι της αρέσει πιο πολύ το γκρίζο από το γαλανόλευκο του Αιγαίου, ας απευθυνθεί η ίδια, μόνη της, ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ, στα διεθνή όργανα τα οποία προορίζονται για τέτοιες περιπτώσεις. Κι ας προσπαθήσει να λύσει εκεί το πρόβλημά της.