Ἡ Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴ εἶναι μία ἄγνωστης προελεύσεως ἀπολογητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ 2ου αἰώνα. Ἀποτελεῖ ἕνα σύντομο κείμενο ποὺ συνήθως χαρακτηρίζεται ὡς ἐπιστολή, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ πραγματεία. Ἡ πραγματεία αὐτή, παρὰ τὴν ἀποσιώπησή της μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγές, ἀποτελεῖ μία σημαντικὴ χριστιανικὴ μαρτυρία, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς κάποιο Διόγνητο, ὑποτιθέμενο ἢ τουλάχιστον ἄγνωστο πρὸς ἐμᾶς καὶ χαρακτηρίζεται ὡς λογοτεχνικὸς ἀδάμαντας.
Ἐπειδὴ βλέπω, ἔξοχωτατε Διόγνητε, ὅτι ἔχεις πάρα πολὺ φροντίδα νὰ μάθης τὴ θεοσέβεια τῶν χριστιανῶν καὶ ζητᾶς πληροφορίες ξεκάθαρες καὶ γιὰ κάθε σημεῖο τῆς ζωῆς τους, σὲ τί Θεὸ πιστεύουν καὶ πῶς ἡ θρησκεία ποὺ ἔχουν τοὺς κάνει νὰ παραβλέπουν τὸν παρόντα κόσµο ὅλοι καὶ νὰ καταφρονοῦν τὸ θάνατο καὶ νὰ θεωροῦν ἀνύπαρκτους τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ νὰ µὴ φυλᾶνε Ἰουδαϊκοὺς τύπους,
Ἐπειδὴ θέλεις νὰ κατατοπισθῆς στὰ µυστικὰ τῆς φιλοστοργίας ποὺ τρέφουν µἐταξύ τους καὶ νὰ ἐξήγησης πὼς συνέβη αὐτὴ ἡ καινούργια τάξις ἀνθρώπων, αὐτὴ ἡ καινούρια ζωὴ νὰ ἀνθίση στὴν οἰκουµένη τώρα µόλις καὶ ὄχι πρίν, δέχοµαι εὐχάριστα τὴ δίψα σου αὐτὴ καὶ ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ χορηγεῖ σὲ µᾶς καὶ τὸ λόγο καὶ τὴν ἀκοή, νὰ µοῦ δώση τὴ χάρι νὰ σοῦ µιλήσω κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ σὲ ἰδῶ νὰ ἀνανήφης καὶ νὰ χαρῶ πολὺ πρῶτος ἐγὼ γι’ αὐτό.
Ἔλα, λοιπόν, ἀφοῦ καθαρίσεις τὴ διάνοιά σου ἀπ’ ὅλους τοὺς µολυσµοὺς ποὺ τὴ µόλυναν ἕως τώρα καὶ τὶς ἀποτηλὲς συνήθειες ἀφοῦ πετάξης ἀπὸ πάνω σου, νὰ γίνης ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγµὴ καινὸς ἄνθρωπος, προκειµένου νὰ µαθητεύσης, ὅπως κι’ ὁ ἴδιος τὸ ὁµολόγησες, σὲ καινούρια διδασκαλία. Ἄνοιξε τὰ µάτια τῆς ψυχῆς σου γιὰ νὰ ἰδῆς τί ὑπόστασι ἔχουν καὶ τί λογῆς εἶναι οἱ θεοὶ ποὺ πιστεύετε καὶ προσκυνᾶτε. Ἀπὸ τί εἶναι καµωµένοι; Ὁ ἕνας ἀπὸ πέτρα, ὅµοια µ’ ἐκεῖνες ποὺ πατᾶµε, ὁ ἄλλος ἀπὸ χαλκὸ ὄχι καλύτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ φτιάχνουµε τὰ οἰκιακὰ σκεύη, ὁ ἄλλος ἀπὸ ξύλο ποὺ σαπίζει ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἀσήµι ποὺ χρειάζεται ἄνθρωπο νὰ τὸ φυλάη ἀπὸ τὴν κλοπή, ὁ ἄλλος ἀπὸ σίδερο ποὺ ἡ σκουριὰ τὸ τρώει, ὁ ἄλλος ἀπὸ ὄστρακο σὲ τίποτε εὐπρεπέστερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ χρησιµοποιοῦνται στὶς ποταπότερες ἀνάγκες.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ θεοὶ εἶναι φτιαγµένοι ἀπὸ φθαρτὴ ὕλη. Τὸ σίδερο καὶ ἡ φωτιὰ τοὺς ἔκαµε. Ἄλλους ὁ γλύπτης, ἄλλους ὁ γύφτος, ἄλλους ὁ χρυσοχόος, ἄλλους ὁ ἀγγειοπλάστης τοὺς δηµιούργησε. Πρὶν τοὺς δουλέψουν τὰ χέρια αὐτῶν τῶν τεχνιτῶν καὶ τοὺς δώσουν µορφή, τί ἦσαν; Καὶ τὰ σκεύη ποὺ εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ τὴν ἴδια ὕλη μ’ αὐτοὺς τοὺς θεούς, ἂν τὰ ξαναχύσουν οἱ τεχνίτες δὲν τὰ φτιάχνουν κι αὐτὰ θεούς; Κι οἱ τωρινοὶ θεοὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνουν στὰ χέρια τῶν ἴδιων τεχνιτῶν σκεύη οἰκιακά; Οἱ θεοὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ὅλοι κουφοί; Ὅλοι τυφλοί; Ὅλοι ἄψυχοι; Ὅλοι ἀναίσθητοι; Ὅλοι ἀκίνητοι; Ὅλοι φθαρτοί; Αὐτὰ τὰ ξόανα τὰ ὀνομάζετε θεούς, τὰ ὑπηρετεῖτε ὡς δοῦλοι, τὰ προσκυνεῖτε καὶ τ’ ἀντιγράφετε στὴ ζωή σας.
Μισεῖτε τοὺς χριστιανούς, διότι δὲν τὰ πιστεύουν γιὰ θεούς. Κι ὅμως, σεῖς ποὺ θαρρεῖτε ὅτι τὰ λατρεύετε, τὰ καταφρονεῖτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τὰ χλευάζετε καὶ τὰ ὑβρίζετε περισσότερο ἀπό μᾶς, ὅταν ὅσα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι πέτρινα καὶ ὀστράκινα τ’ ἀφήνετε ἀφύλαχτα κι ὅσα εἶναι ἀσημένια ἤ χρυσᾶ τὰ διπλοκλειδώνετε καὶ τοὺς βάζετε νύχτα μέρα φύλακες γιὰ νὰ μὴ κλαποῦν. Καὶ μὲ τὶς τιμὲς ποὺ τοὺς προσφέρετε, ἂν μὲν αἰσθάνονται, τὰ στενοχωρεῖτε μᾶλλον παρὰ τὰ εὐχαριστεῖτε κι ἂν εἶναι ἀναίσθητα κυττᾶτε νὰ τὰ ξυπνήσετε μὲ αἵματα καὶ κνίσες. Ἂς τὰ ὑπομείνει κανεὶς ἀπὸ σᾶς κάτι τέτοια, ἂς βάλη τὸν ἑαυτό του στὴ θέση ἐκείνων. Ἀλλὰ δὲν θὰ βρεθεῖ βέβαια ἄνθρωπος νὰ ἀνεχθῆ τέτοια τιμωρία, διότι ἔχει αἴσθηση καὶ λογικό. Ἐνῶ ἡ πέτρα τὴν ἀνέχεται, ἐπειδὴ εἶναι πρᾶγμα ἀναίσθητο. Ἔτσι. λοιπόν, δὲν ὑποτείνεσθε στὴν αἴσθηση τῆς πέτρας οὔτε τὴν ἀποδείχνετε.
Γιὰ τὸ ὅτι, λοιπόν, οἱ χριστιανοὶ δὲν μποροῦν νὰ ὑποδουλωθοῦν σὲ τέτοιους θεοὺς πολλὰ ἄλλα θὰ εἶχα νὰ πῶ. Ἀλλὰ μετὰ ἀπ’ ὅσα εἶπα ἤδη, ἂν κανεὶς τὰ θεωρῆ λίγα, περιττεύει κάθε παρὰ πέρα λόγος.
Κατόπιν ποθεῖς διακαῶς νὰ μάθης, ὅπως νομίζω, γιατί οἱ χριστιανοὶ δὲν θρησκεύονται ὅμοια μὲ τοὺς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν μετέχουν στὴν ἴδια λατρεία πού προανέφερα. Σωστὰ ὁμολογοῦν κι ἀναγνωρίζουν ἕνα Θεὸ καὶ Δεσπότη. Ἀλλὰ ὁμοιότροπα μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἐκδηλώνουν τὴ λατρεία τους κι αὐτὸ εἶναι ἡ πλάνη τους. Οἱ ἐθνικοὶ μὲ τὶς τιμὲς ποὺ προσφέρουν στ’ ἀναίσθητα καὶ κουφὰ εἴδωλα δείχνουν τὴν ἀφροσύνη τους. Ἀνάλογη μωρία δείχνουν καὶ οἱ ἰουδαῖοι ὅταν προσφέρουν τὶς ἴδιες τιμὲς στὸν Θεὸ σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκη ἀπ’ αὐτές. Διότι ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς ποὺ μᾶς τὰ χορηγεῖ ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη, τίποτε δὲν χρειάζεται ὁ ἴδιος καὶ ὁ ἴδιος δίνει ἐκεῖνα ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ πλανεμένοι ἰουδαῖοι. Τοῦ προσφέρουν θυσίες μ’ αἷμα καὶ κνίσα καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ θαρροῦν ὅτι ἔτσι τὸν γεραίρουν καὶ τὸν τιμοῦν, μοιάζοντας ἀκριβῶς μ’ ἐκείνους ποὺ δείχνουν τὴν ἴδια προθυμία στ’ ἄψυχα εἴδωλα. Οἱ μὲν προσφέρουν σὲ ψεύτικους θεούς, ποὺ δὲν μποροῦν ν’ ἀπολαύσουν τὰ προσφερόμενα, οἱ δὲ προσφέρουν στὸν Θεὸ πράγματα ποὺ δὲν τὰ ἔχει ἀνάγκη,
Ἐξ ἄλλου δὲν νομίζω ὅτι περιμένεις ἀπὸ μένα νὰ μάθης πόσο καταγέλαστα καὶ τιποτένια πράγματα εἶναι ἡ περίφοβη λεπτολογία τους ὡς πρὸς τὰ φαγητά, ἡ δεισιδαιμονία τους γιὰ τὰ Σάββατα, ἡ ἀλαζονεία τῆς περιτομῆς, ἡ εἰρωνεία τῆς νηστείας, καὶ νουμηνίας. Δὲν εἶναι ἀσέβεια τάχα νὰ παραδέχονται ἀπ’ ὅσα ἔχτισε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι ὁρισμένα ὡς καλὰ καὶ ὁρισμένα νὰ μὴ τ’ ἀγγίζουν κἄν ὡς ἄχρηστα καὶ περιττά; Πῶς δὲν εἶναι ἀσέβεια νὰ λένε ὅτι τάχα ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει τὴν ἀγαθοεργία κατὰ τὸ Σάββατο ; Καὶ πῶς νὰ μὴ τοὺς κατηγορήσει κάνεις ὅταν περηφανεύονται γιὰ λίγη κομμένη σάρκα,, θεωρώντας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ὡς σημάδι τῆς ἐκλογῆς τους ἀπὸ τόνο; Καὶ ὅταν τοὺς βλέπει κανεὶς νὰ παραφυλᾶνε τ’ ἄστρα καὶ τό φεγγάρι γιὰ νὰ ὁρίζουν σύμφωνα μὲ τὶς τροχιὲς τῶν οὐρανίων σωμάτων τοὺς μῆνες καὶ τὶς μέρες καὶ νὰ παίρνουν ἀπὸ τὴ θεία οἰκονομία ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴ φύσι κι ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν αὐθαίρετες διαιρέσεις σύμφωνες μὲ τὶς διαθέσεις ποὺ ἔχουν κάθε φορὰ κι ἔτσι ἄλλοτε νὰ γιορτάζουν κι ἄλλοτε νὰ πενθοῦν, ποιὸς θὰ τὰ πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα δείγματα θεοσέβειας κι ὄχι ἀφροσύνης;
Νομίζω, λοιπόν, ὅτι κατάλαβες ἀρκετὰ γιατί ἔχουν δίκιο οἱ χριστιανοὶ νὰ στέκονται μακριὰ τόσο ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ χοντροκοπιὰ καὶ ἀπάτη ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πολυπραγμοσύνη καὶ τὴν ἀλαζονεία τῶν ἰουδαίων.
Ὅσο γιὰ τὸ τὸ μυστήριο τῆς δικῆς τους θεοσέβειας μὴ περιμένης νὰ τὸ μάθης ἀπὸ ἄνθρωπο. Διότι οἱ χριστιανοὶ οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κατοικοῦν οὔτε ἀπὸ τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν οὔτε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ζωὴ τους διακρίνονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε πόλεις ἰδιαίτερες ἔχουν οὔτε διάλεκτο ξεχωριστὴ οὔτε ζωὴ κάνουν φανταχτερή.. Ἡ θρησκεία τους εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ ἐπινόησε ἀνθρώπινο μυαλὸ καὶ δὲν τὸ καθίδρυσε ἀνθρώπινη φροντίδα οὔτε ἀνθρώπινη ἰδεολογία ἀκολουθοῦν ὅπως ὁρισμένοι φιλοσοφοῦντες. Κατοικοῦν σὲ πόλεις ἑλληνικὲς καὶ βάρβαρες, ποὺ ἔλαχε ὁ καθένας τους, ἀκολουθώντας τὶς τοπικὲς συνήθειες στὰ φορέματα καὶ στὸ φαγητὸ καὶ στὸν ὑπόλοιπο βίο κι ὅμως ἡ πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστὴ καὶ ὁμολογουμένως παράδοξη.
Πατρίδα τους ἔχουν κι αὐτοὶ ἕνα ὁρισμένο τόπο, ἀλλὰ ὡς πάροικοι. Μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίται καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν ὡς ξένοι. Κάθε ξένος τόπος εἶναι πατρίδα τους καὶ κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι, κάνουν παιδιά, ἀλλὰ δὲν τ’ ἀπορίχνουν. Κάθονται σὲ κοινὸ τραπέζι, ἄλλα δὲν ἔχουν κοινὴ κοίτη. Ἐν σαρκί βρίσκονται, ἄλλα ζοῦν οὐ κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἄλλα στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἄλλα μὲ τὴ ζωὴ τους νικοῦν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν ὅλους καὶ ὅλοι τοὺς καταδιώκουν. Δὲν τοὺς ξέρουν καὶ ὅμως τοὺς καταδικάζουν. Τοὺς θανατώνουν καὶ ζωοποοῦνται. Πτωχεύουσι καὶ πλουτίζουσι πολλούς. Ἀπὸ ὅλα στεροῦνται καὶ ὅλα τὰ ἔχουν περίσσια. Ἀτιμῶνται καὶ ἡ ἀτιμία τοὺς δοξάζει. Βλασφημοῦνται καὶ βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν. Ὑβρίζονται καὶ τιμοῦν. Ἀγαθοποιοῦν καὶ τιμωροῦνται ὡς κακοποιοί. Τιμωροῦνται καὶ χαίρουν ὡς ζωοποιούμενοι. Οἱ ἰουδαῖοι τοὺς πολεμοῦν ὡς ἀλλοφύλους καὶ οἱ εἴδωλολάτραι τοὺς διώκουν καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν δὲν ξέρουν τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας τους.
Δὲν τοὺς δόθηκε οὔτε βάλθηκαν νὰ φυλᾶνε θνητὸ ἐπινόημα κι ἀνθρώπινη θρησκεία. Ἀλλ’ ὁ ἴδιος ἀληθινὰ ὁ παντοδύναμος καὶ κτίστης τῶν πάντων καὶ ἀόρατος Θεὸς φύτεψε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ καλλιεργεῖ τὴν οὐράνια ἀλήθεια καὶ τὸν λόγο τὸν ἅγιο καὶ ἄχωρετο στὸν νοῦ.
Καὶ δὲν ἔστειλε, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ σκεφθῆ κανείς, στοὺς ἀνθρώπους κάποιον ὑπηρέτη ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ποὺ διέπουν τὰ ἐπίγεια καὶ κρατοῦν τὴν οὐράνια τάξι, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν τεχνίτη καὶ δημιουργὸ τῶν πάντων. Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖον καὶ μέσω τοῦ ὁποίου ἔκτισε τὸ στερέωμα καὶ μάνδρωσε τὴ θάλασσα μὲ τὶς ἀκρογιαλιές, τοῦ ὁποίου τὰ μυστήρια φυλάγονται πιστὰ ἀπὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προστάχθηκε ὁ ἥλιος νὰ ἀκολουθῆ τὶς τροχιές του, στὸν ὁποῖον πειθαρχεῖ τὸ φεγγάρι βγαίνοντας τὶς νύχτες, στὸν ὁποῖον ὑπακούουν τὰ ἄστρα ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐκεῖνον, στὸν ὁποῖον καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον ἔχουν συναρμολογηθῆ τὰ πάντα καὶ καθορισθῆ καὶ ὑποταχθῆ, οἱ οὐρανοὶ καὶ ὅσα εἶναι στοὺς οὐρανούς, ἡ γῆ καὶ ὅσα εἶναι στὴ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅσα εἶναι στὴ θάλασσα, ἡ φωτιά, ὁ ἀέρας, ἡ ἄβυσσος, ὅσα εἶναι σὲ ὕψη, ὅσα εἶναι σὲ βάθη καὶ ὅσα βρίσκονται ἀνάμεσα. Ἐκεῖνον ἔστειλε στοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ τὸν ἔστειλε τάχα, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ συλλογισθῆ κανείς, γιὰ νὰ προξενήση ἔτσι φόβο, κατάπληξι καὶ συμμάζεμα; Κάθε ἄλλο. Ἴσα-ἴσα μὲ ἐπιείκεια καὶ πραότητα ὁ βασιλεὺς ἔστειλε τὸν βασιλέα υἱό του, τὸν ἔστειλε ὡς Θεὸ ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο στοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἔστειλε ὡς σωτήρα, τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ πείση κι ὄχι νὰ ἐκβίαση. Διότι ἡ βία δὲν ταιριάζει στὸν Θεό. Τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ καλέση, ὄχι γιὰ νὰ καταδίωξη. Τὸν ἔστειλε ἀπὸ ἀγάπη κι ὄχι γιὰ νὰ κρίνη. Θὰ τὸν ξαναστείλη γιὰ νὰ κρίνη καὶ τότε τὴν παρουσία του ποιὸς θὰ τὴν βαστάξη;
Δὲν βλέπεις τοὺς χριστιανοὺς νὰ ρίχνονται στὰ θηρία γιὰ ν’ ἀρνηθοῦν τὸν Κύριο καὶ ὅμως νὰ μὴ νικῶνται; Δὲν βλέπεις ὅτι ὅσο περισσότεροι τιμωροῦνται, τόσο περισσότεροι γίνονται; Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀνθρώπινα φαινόμενα. Αὐτὰ ἐξηγοῦνται μονάχα μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ εἶναι φανερώματα τῆς ἴδιας του τῆς παρουσίας.
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίζη στὸ βάθος τί εἶναι ὁ Θεός, πρὶν ὁ Χριστὸς ἔλθη; παραδέχεσαι τὰ κούφια λόγια τῶν σπουδαίων φιλοσόφων, ποὺ μοιάζουν μὲ παραληρήματα, ὅταν ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς εἶπαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πῦρ (ἐκεῖ ποὺ θὰ πήγαιναν οἱ ἴδιοι, αὐτὸ τὸ ὀνόμασαν θεό), ἄλλοι νερὸ κι ἄλλοι διάφορα ἄλλα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀκριβῶς κτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό; Μὰ ἂν κάποια ἀπ’ αὐτὲς τὶς θεωρίες γίνη ἀποδεκτή, τότε μὲ τὸ ἴδιο δικαίωμα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ ἕνα ὁποιοδήποτε ἄλλο κτίσμα.
Ἀλλά, βέβαια, ὅλα αὐτὰ εἶναι ταχυδακτυλουργίες καὶ καμώματα ἀπατεώνων θαυματοποιῶν. Κανεὶς ἄνθρωπος οὔτε εἶδε οὔτε γνώρισε τὸν Θεό, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὸν φανέρωσε διὰ τῆς πίστεως. Μονάχα μὲ τὴν πίστι μᾶς ἔχει δοθῆ ὁ τρόπος νὰ βλέπουμε τὸν Θεό. Ὁ δεσπότης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων Θεός, ποὺ ἔφτιαξε τὰ πάντα καὶ τὰ ξεχώρισε σὲ εἴδη, δὲν ὑπῆρξε μόνο φιλάνθρωπος, ἄλλα καὶ μακρόθυμος. Ἀλλὰ καὶ ἦταν ἀνέκαθεν τέτοιος καὶ εἶναι καὶ θὰ εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ ἀνόργιστος καὶ ἀληθινός, καὶ μόνος ἀγαθὸς εἶναι. Κι ἀφοῦ ἐννόησε κάποια μεγάλη καὶ ἀνείπωτη ἔννοια, τὴν ἀνεκοίνωσε μονάχα στὸν υἱό του. Καὶ ὅσο διάστημα φύλαγε μέσα σὲ μυστήριο καὶ κρατοῦσε κρυφὴ τὴ σοφή του ἀπόφασι, φαινόταν πὼς ἀμελοῦσε καὶ δὲν φρόντιζε γιά μᾶς. Μὰ ὅταν ἀπεκάλυψε μέσω τοῦ ἀγαπητοῦ του παιδιοῦ καὶ φανέρωσε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἑτοιμασμένα, ὅλα μονομιᾶς μᾶς τὰ χάρισε, δηλαδὴ καὶ νὰ μετέχουμε στὶς εὐεργεσίες του καὶ νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἐννοήσουμε ἐκεῖνα ποὺ κανεὶς ἕως τότε δὲν εἶχε οὔτε κἄν φαντασθῆ.
Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶχε καταστρώσει τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μὲ τὸν υἱό του, ἕως χθὲς μᾶς ἄφηνε νὰ παίρνουμε τὸν κατήφορο τῆς ἀπιστίας, ποὺ τόσο τὸν θέλαμε, παρασυρμένοι ἀπὸ ἡδονὲς καὶ ἐπιθυμίες. Ὄχι βέβαια διότι ἀρεσκόταν στὶς ἁμαρτίες μας, ἄλλα τὶς ἀνεχόταν.. Δὲν συνευδοκοῦσε σ’ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ δημιουργοῦσε τὴν τωρινὴ ἐποχὴ τῆς δικαιοσύνης, ὥστε ἔχοντας ἀποδειχθῆ τὸν πρῶτο καιρὸ ἀπὸ τὰ ἴδια μας τὰ ἔργα ὡς ἀνάξιοι τῆς ζωῆς, τώρα ν’ ἀξιωθοῦμε τὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ κι ἀφοῦ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ μας βεβαιωθοῦμε γιὰ τὸ πόσο ἀδύνατο ἦταν εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τώρα μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ νὰ μποῦμε σ’ αὐτή.
Ἡ ἀδικία μας εἶχε ἀποκορυφωθῆ καὶ συμπληρωθῆ. Εἶχε γίνει κατάδηλο ὅτι τὸ κατάντημά μας δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε προορίσει γιὰ νὰ φανέρωση τὴ χρηστότητα καὶ τὴ δύναμί του (ὦ ἀπροσμέτρητη φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ!. Δὲν μᾶς μίσησε, δὲν μᾶς ἀπεδοκίμασε, δὲν μνησικάκησε. Ἀλλὰ μακροθύμησε, ἀνέχθηκε καὶ μέσα στὸ ἔλεός του ἐπωμίσθηκε ὁ ἴδιος τὶς ἁμαρτίες μας, δίνοντας τὸν υἱὸ του λύτρο γιά μᾶς, τὸν ἅγιο ὑπὲρ τῶν ἀνόμων, τὸν ἄκακο ὑπὲρ τῶν κακῶν, τὸν δίκαιον ὑπὲρ τῶν ἀδίκων, τὸν ἄφθαρτο ὑπὲρ τῶν φθαρτῶν, τὸν ἀθάνατο ὑπὲρ τῶν θνητῶν. Διότι τί ἄλλο μπόρεσε νὰ καλύψη τὶς ἁμαρτίες μας παρὰ ἡ δικαιοσύνη ἐκείνου;
Πάνω σὲ ποιὸν θὰ μπορούσαμε νὰ δικαιωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνομοι καὶ ἀσεβεῖς παρὰ μονάχα πάνω στὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Ὢ γλυκὺ ἀντάλλαγμα, ὢ ἀνεξιχνίαστη δημιουργία, ὢ ἀπροσδόκητες εὐεργεσίες! Ἡ ἀνομία τῶν πολλῶν νὰ κρυβῆ ἀπὸ ἕνα δίκαιον, ἡ δικαιοσύνη ἑνὸς νὰ δικαίωση πολλοὺς ἀνόμους. Ἀφοῦ μᾶς ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε προτύτερα πόσο ἀδύνατο στὴ φύσι μας ἦταν νὰ πετύχουμε τὴ ζωὴ καὶ τώρα μᾶς χάρισε σωτήρα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς λύτρωση ὄντας ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ θέλησε νὰ πιστεύουμε τὴ χρηστότητά του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίζουμε τροφέα, πατέρα, διδάσκαλο, σύμβουλο, ἰατρό, νοῦ, φῶς, τιμή, δόξα, δύναμι, ζωή, χωρὶς νὰ μεριμνᾶμε γιὰ τὸ τί θὰ ντυθοῦμε καὶ τί θὰ φᾶμε.
Αὐτὴ τὴν πίστι ἂν ποθήσης καὶ σύ, θὰ ἀπόκτησης πρῶτα πρῶτα τὴν ἐπίγνωσι τοῦ πατρός. Διότι ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀγάπησε, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχτισε τὸν κόσμο, στοὺς ὁποίους ὑπέταξε ὅλα ὅσα εἶναι πάνω στὴ γῆ, στοὺς ὁποίους ἔδωσε λόγο καί νοῦ, στοὺς ὁποίους μόνους ἀξίωσε νὰ βλέπουν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν ἴδιο, τοὺς ὁποίους ἔπλασε ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν εἰκόνα, πρός τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, στοὺς ὁποίους ὑποσχέθηκε τὴν οὐράνια βασιλεία καὶ θὰ τοὺς τὴ χαρίση ἂν τὸν ἀγαπήσουν. Ὅταν πάρης ἐπίγνωσι ὅλων αὐτῶν, δὲν ξέρεις τί χαρὰ θὰ νοιώσης. Καὶ πῶς θ’ ἀγαπήσης ἐκεῖνον ποὺ τόσο σ’ ἀγάπησε πρὶν ἀπό τοὺς αἰῶνες; Ἄλλα ἀγαπώντας τον θὰ γίνης μιμητὴς τῆς χρηστότητάς του.
Καὶ μὴν ἀπορήσης γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ γίνεται μιμητὴς τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, διότι θέλει ὁ Θεός. Δὲν μιμεῖται τὸν Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ καταδυναστεύει τοὺς διπλανούς του, ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἐκμεταλλεύεται, ἐκεῖνος ποὺ πλουτεῖ εἰς βάρος τους, ἐκεῖνος ποὺ τοὺς πατεῖ μέ τὸ πέλμα του. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θεία μεγαλειότητα. Ἀλλὰ μιμητὴς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τοῦ διπλανοῦ του, ποὺ εὐεργετεῖ τοὺς ἀδυνάτους, ποὺ παίρνοντας ἀπὸ τὸν Θεὸ χορηγεῖ σ’ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ γίνεται σὰν θεὸς των.
Τότε θὰ δῆς, ἐνῶ θὰ εἶσαι στὴ γῆ, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ, τότε θ’ ἄρχισης νὰ λαλῆς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τότε θ’ ἀγαπήσης καὶ θὰ θαυμάσης αὐτοὺς ποὺ τόσα ὑποφέρουν γιὰ νὰ μὴ τὸν ἀρνηθοῦν. Τότε θὰ καταλάβης. τὴν ἀπάτη καὶ τὴν πλάνη τοῦ κόσμου, ὅταν νοιώσης τὴν οὐράνια ζωή, ὅταν καταφρόνησης τὸν φαινομενικὸ ἐδῶ κάτω θάνατο, ὅταν φοβηθῆς τὸν πραγματικὸ θάνατο, ποὺ ἐπιφυλάσσεται σ’ ὅσους πρόκειται νὰ καταδικασθοῦν στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, στὴ φωτιὰ ποὺ ἕως τὸ τέλος θὰ καίη, ἐκείνους ποὺ θὰ τῆς παραδοθοῦν. Τότε θὰ θαυμάσης αὐτοὺς ποὺ ὑπομένουν γιὰ τὴ δικαιοσύνη τὸ πρόσκαιρο πῦρ καὶ θὰ τοὺς μακαρίσης, ὅταν καταλάβης ἐκεῖνο τὸ πῦρ τί πράγματι εἶναι.
Ἡ Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴ εἶναι μία ἄγνωστης προελεύσεως ἀπολογητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ 2ου αἰώνα. Ἀποτελεῖ ἕνα σύντομο κείμενο ποὺ συνήθως χαρακτηρίζεται ὡς ἐπιστολή, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ πραγματεία[1]. Ἡ πραγματεία αὐτή, παρὰ τὴν ἀποσιώπησή της μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγές, ἀποτελεῖ μία σημαντικὴ χριστιανικὴ μαρτυρία, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς κάποιο Διόγνητο, ὑποτιθέμενο ἢ τουλάχιστον ἄγνωστο πρὸς ἐμᾶς καὶ χαρακτηρίζεται ὡς λογοτεχνικὸς ἀδάμαντας[2].
Σχετικὰ μὲ τὴν Ἐπιστολή
Τὸ ἱστορικὸ εὕρεσης τῆς ἐπιστολῆς
Ἡ Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον δὲν παρουσιάζεται σὲ ἀρχαῖες πηγές, ἐμφανίζεται δὲ στὸ προσκήνιο σὲ νεώτερους χρόνους καὶ ἰδίως περὶ τὸν 15ο αἰώνα καὶ πρὸ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινούπολης. Διασώστης τοῦ χειρογράφου αὐτοῦ εἶναι ὁ λατίνος κληρικὸς Thomas d’ Arrezzo, ὁ ὁποῖος τὸ βρῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε κατὰ τὸ 1436. Ὁ Κώδικας ποὺ διέσωσε εἶναι ὁ Argentoratensis Gr. 9, ποὺ χρονολογήθηκε τὸν 14ο αἰώνα καὶ ὁ ὁποῖος τοποθετήθηκε στὴ Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Στρασβούργου.
Ὁ Arrezzo ἰσχυρίστηκε πὼς βρῆκε τὸ χειρόγραφο αὐτὸ σὲ ἕνα ἰχθυοπωλεῖο, ἀλλὰ μᾶλλον κάτι τέτοιο δὲν ἀπηχεῖ στὴν πραγματικότητα, ὄχι μόνο διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σπάνιζε τὸ χαρτὶ καὶ λόγω τῆς ἀγάπης τῶν Βυζαντινῶν πρὸς τὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ λόγο τῆς γνωστῆς περίστασης τῆς ὑπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων ἀπὸ δυτικοὺς οἱ ὁποῖοι συνήθως κατέφευγαν στὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι κάπου τὰ βρῆκαν. Ἐν πάση περιπτώσει τὸ κείμενο διαφυλάχθηκε στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Στρασβούργου, ἀλλὰ τελικῶς καταστράφηκε μετὰ ἀπὸ τὸ βομβαρδισμὸ τοῦ Πρωσικοῦ στρατοῦ τὸ 1870. Ὁ Κώδικας μάλιστα δὲν περιεῖχε μόνο τὴν πραγματευόμενη ἐπιστολή, ἀλλὰ συνολικὰ 22 ἀπολογητικὰ καὶ ἀντιαιρετικὰ τεμάχια.
Χρονολογία, προέλευση καὶ ἀποδέκτης τῆς ἐπιστολῆς
Μέχρι καὶ σήμερα ἐρευνητὲς καὶ θεολόγοι δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ συμφωνήσουν σχετικὰ μὲ τὸ πότε καὶ ἀπὸ ποιὸν γράφτηκε ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ πρὸς ποιὸν παραδόθηκε μὲ βεβαιότητα. Αὐτὸ συμβαίνει διότι γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βγάλουμε ἀσφαλὲς συμπέρασμα, πρέπει νὰ στηριχθοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου στὶς πληροφορίες ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ καὶ οἱ ὁποῖες μόνο μὲ ἔμμεσο τρόπο μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ μία τέτοια κατεύθυνση. Οἱ μαρτυρίες ὅμως αὐτὲς κρίνονται ἰδιαίτερα ἐπισφαλεῖς[3].
Τὸ κείμενο στὸ χειρόγραφο τοῦ Arezzo κατεῖχε τὴν πέμπτη θέση μετὰ ἀπὸ τέσσερα ἔργα ποὺ ψευδεπιγράφως ἀποδίδονταν στὸν Ἰουστίνο. Ὁ Ἰουστίνος ὅμως ἀπορρίπτεται ὡς συγγραφέας, διότι ἂν κάτι τέτοιο συνέβαινε θὰ μνημονευόταν στὰ ἱστορικὰ ντοκουμέντα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπορρίφθηκε ὁ Ἰουστίνος, ἡ σκέψη τῶν ἐρευνητῶν κινήθηκε ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς συγγραφεῖς, χωρὶς νὰ ἐπέλθει μία ὁριστικὴ συμφωνία.
Μὲ βάση τὴ συνολικὴ εἰκόνα ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ τὸ σύγγραμα, ἡ ἐπιστολὴ πρέπει νὰ συντάχθηκε μεταξύ τοῦ 175 καὶ 200[4]. Ὁ συγγραφέας μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ διαφαίνεται νὰ ἔχει γνώση τῆς ἀπολογίας τοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Κλήμη Ἀλεξανδρείας ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κάτι ποὺ ἴσως νὰ σημαίνει ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς ἀπολογίας ἦταν Ἀθηναῖος, ἐνῶ δὲν εἶναι ἀβάσιμο νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ μαθητὴ τοῦ Ἀριστείδη ἢ τοῦ Ἀθηναγόρα ἢ ἀκόμα καὶ διδάσκαλο τοῦ Κλήμεντος[5].
Τὸ ἕτερο σημεῖο τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας περὶ τῆς ἐπιστολῆς, εἶναι τὸ ποιὸς τελικῶς ἦταν ὁ ἀποδέκτης. Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται πρὸς κάποιο Διόγνητο μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἐρευνητὲς νὰ θεωροῦν πὼς αὐτὴ ἀποδόθηκε στὸ δάσκαλο τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ σκεπτιστικές. Ἀφενὸς τὸ ὄνομα Διόγνητος ἦταν ἕνα ἀρκετὰ διαδεδομένο ὄνομα στὴν ἐποχὴ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχουν σὲ ἱστορικὰ ντοκουμέντα περισσότεροι ἀπὸ 10 ἐπίσημοι γνωστοὶ ἄνθρωποι ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Διόγνητος, ἀφετέρου ἡ ἀναφορὰ «κράτιστος Διόγνητος» ὑποστηρίζεται ὅτι πιθανῶς ἀναφέρεται σὲ πρόσωπο ποὺ κατεῖχε ἐπίσημη θέση.
Ἄλλοι ἐρευνητὲς θεωροῦν πὼς τὸ Διόγνητος εἶναι μία γενικὴ ἀναφορὰ πρὸς κάθε εἰδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τὴ στιγμὴ ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ διαφαίνεται πὼς ὁ παραλήπτης ἔχει ζητήσει μία σχετικὴ ἐνημέρωση περὶ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, κάτι ποὺ δύσκολα μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ἂν ὄντως συνέβη ἀπὸ τὸ δάσκαλο τοῦ Αὐρηλίου. Ἔτσι θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι σχετικὰ ἐπισφαλὲς νὰ συμπεράνουμε στὸν ποιὸν τελικὰ παραδόθηκε αὐτὴ ἡ ἐπιστολή.
Τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς
Στὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐπιστολῆς τίθενται ἐπιγραμματικὰ τὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ὁ συγγραφέας πραγματεύεται κατὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πραγματείας του. Ἔτσι ἀναφέρει πὼς σκοπὸ ἔχει νὰ καταδείξει σὲ ποιὸν Θεὸ πιστεύουν οἱ χριστιανοί, γιατί περιφρονοῦν τὸν κόσμο καὶ τὸ θάνατο, γιατί ἀπορρίπτουν τοὺς ξένους Θεούς, ποιὰ φιλοστοργία τρέφουν πρὸς ἀλλήλους καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τὸ σύστημα αὐτὸ εἰσῆλθε ἀργὰ στὸν κόσμο. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς δίνονται στὸ κείμενο, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἔλλειψης κάποιων κομματιῶν, δὲ δύναται νὰ λάβουμε ὅλες τὶς προεκτάσεις ὅπως ὁ συγγραφέας τὶς παρουσίασε.
Ἔτσι ξεκινᾶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πραγματείας τοῦ ἐπισημαίνοντας τὴν ἀναξιότητα τῶν ἐθνικῶν θεῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀκόμα καὶ ἐθνικοὶ δὲν αἰσθάνονταν ὑπερήφανοι. Οἱ Ἰουδαῖοι παρότι πιστεύουν στὸν ἕνα Θεό, οὐσιωδῶς λατρεύουν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τοὺς ἐθνικούς, προσφέροντας θυσίες καὶ ἐπιδεικνύοντας δεισιδαιμονικὲς τάσεις. Συνεχίζει περιγράφοντας τὸν ὑπερκόσμιο βίο τῶν χριστιανῶν καὶ θεωρεῖ πὼς οἱ χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὸ «ἄλλο γένος», ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ περιφρόνηση τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προέλευσης, ἀφοῦ μέσω αὐτῶν δρᾶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀκολουθεῖ ἔκθεση περὶ τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν. Αὐτὴ ἡ πίστη γιὰ τὸ συγγραφέα εἶναι κάτι τὸ μυστηριῶδες, τὸ ὁποῖο ξεπερνᾶ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα διότι εἶναι θεϊκῆς προελεύσεως. Ὁ Θεὸς πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Υἱοῦ διατηροῦσε μυστηριώδη τὴ βουλή του καὶ φερόταν σὰ νὰ περιφρονοῦσε τὸν κόσμο, ἀποκάλυψε ὅμως τὸ σχέδιό του ἀποστέλλοντας τὸν Υἱό του, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸ σύμπαν καὶ ἀπεστάλλει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ χριστιανισμός, ἀπαντώντας στὶς κατηγορίες τοῦ περιβάλλοντος περὶ νέας θρησκείας, δὲν εἶναι νέα θρησκεία, ἀλλὰ παλαιὰ καὶ ἡ βάση της τοποθετεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μωυσῆ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς θείας ἐνέργειας ἄργησε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν ἄνθρωπο διότι ἔπρεπε νὰ αἰσθανθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τὴν ἀναξιότητά της καὶ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν πιὰ ἡ ἀδικία καὶ ὁ θάνατος εἶχαν φανερωθεῖ καὶ κυριεύσει πλήρως.
Στὸν ἐπίλογο συνιστᾶ στὸν ἀποδέκτη νὰ δεχθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη, διότι ἔτσι θὰ δοκιμάσει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ θὰ καταστεῖ μιμητὴς τοῦ Θεοῦ, ἀγαπώντας τὸν συνάνθρωπό του ἀφοῦ «τότε μυστήρια Θεοῦ λαλεῖν ἄρξῃ, τότε τοὺς κολαζομένους ἐπὶ τῷ μὴ θέλειν ἀρνήσασθαι Θεὸν καὶ ἀγαπήσεις καὶ θαυμάσεις»[6].
Ἡ ἀξιολόγηση τῆς ἐπιστολῆς
Σκοπὸς τοῦ συγγραφέα ἦταν νὰ παρουσιάσει τὴν ἀνωτερότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἔναντι τῶν ὑπολοίπων θρησκειῶν. Μία ἀνωτερότητα ποὺ εὑρίσκει ὁ συγγραφέας στὴν ἠθική, μὲ ἀποτέλεσμα ἄξονας ὅλου τοῦ ἔργου νὰ εἶναι ἡ ἠθικολογία. Γιὰ ἔργο τοῦ 2ου αἰῶνος ἡ χριστολογία θεωρεῖται πολὺ φτωχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἰκάζουμε πὼς πρόκειται γιὰ νεοφώτιστο χριστιανὸ[7], ἀφοῦ εἶναι ἐμφανὲς πὼς δὲν τοῦ λείπει ἡ φιλοσοφικὴ μόρφωση, ἡ φιλολογικὴ εὐαισθησία καὶ τὸ λογοτεχνικὸ ταλέντο. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα ἔξοχο λογοτεχνικὸ κείμενο, ἀλλὰ πολὺ φτωχὸ θεολογικά. Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι πὼς τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς ἀγνοοῦνται ἂν καὶ ἔχουμε σαφῆ νύξη γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ χριστιανισμοῦ μέσω τῶν δύσκολων συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς[8].
Ἡ ἐπιστολὴ θὰ λέγαμε πὼς παρουσιάζει ὁμοιότητες μὲ τὸ «Κήρυγμα τοῦ Πέτρου» καὶ τὴν ἀπολογία τοῦ Ἀριστείδη. Παρόλα αὐτὰ παρατηροῦνται καὶ διαφορές, ὅπως ἡ ἔμφαση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς τὸ «ἄλλο γένος» καὶ ὄχι ὡς «τρίτο γένος» ποὺ ἀναφέρεται στὶς προαναφερθεῖσες ἐπιστολές, ἐνῶ προτάσσεται ἡ ἡλικία τοῦ χριστιανισμοῦ ἡ ὁποία ἔχει τὴ βάση της ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μωυσῆ, μία σχεδὸν κοινὴ γραμμὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀπολογητές, ποὺ ἀγνοεῖται ὅμως ἀπὸ τὸν Ἀριστείδη.
Τέλος πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ, πὼς στὴν ἐπιστολὴ ἐπισυνάπτονται καὶ δύο πρόσθετα κεφάλαια τὸ 11 καὶ 12. Ἡ ἔρευνα ἔχει καταλήξει σήμερα πὼς αὐτὰ εἶναι ἐμβόλιμα[9][10], ἀφοῦ τὸ ὕφος ἀλλάζει ἀπότομα, ἡ ἀναφορὰ φαίνεται νὰ γίνεται πρὸς τὸ ἐσωτερικό της ἐκκλησίας καὶ μὲ στόχο πολλαπλοὺς παραλῆπτες.
Ὑποσημειώσεις
1. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 615
2. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 615
3. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 619
4. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 619
5. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 619-620
6. Πρὸς Διόγνητον 10
7. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Ἅ΄, σελὶς 310
8. Πρὸς Διόγνητον 7, 8
9. Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 620
10. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελὶς 311
Βιβλιογραφία
Παναγιώτης Χρήστου, «Ἑλληνικὴ Πατρολογία», Τόμος Β΄, Ἐκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Ἔκδοση Ἰδιωτική, Ἀθήνα 2000.
Πηγή πληροφοριῶν el.orthodoxwiki.org
http://www.agiazoni.gr/article.php?id=27558985081740357210