Ο Θεόδωρος Βενάρδος (Αθήνα, 1949 – Αθήνα, 10 Ιουλίου 1984) ήταν Έλληνας ληστής τραπεζών ο οποίος έμεινε στα χρονικά γνωστός με το χαρακτηρισμό «ο ληστής με τις γλαδιόλες». Η περίπτωσή του παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, καθώς λόγω του εμφανίσιμου παρουσιαστικού και του αναίμακτου τρόπου δράσης του, έγινε αγαπητός στην κοινή γνώμη και η ιστορία του αντιμετωπίσθηκε με συμπάθεια.
Γεννήθηκε το 1949, με τα παιδικά του χρόνια να είναι φτωχά και επεισοδιακά. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και εγκαταστάθηκε στην Βραζιλία. Η μητέρα του δεν το έβαλε κάτω. Πήρε αυτόν και την αδερφή του και πήγαν κι αυτοί στο Σάο Πάολο για 2,5 χρόνια. Όταν επιστρέφουν στην Ελλάδα, η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί.
Όμως τα πράγματα δεν θα καλυτερέψουν. Η σχέση του με τον πατριό του δεν είναι καθόλου καλή. Τελειώνει το σχολείο και αποφασίζει να σπουδάσει μηχανικός του εμπορικού ναυτικού. Κατά την διάρκεια της δικτατορία και συγκεκριμένα το 1972, θα υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.
Η επαναστατικότητα του δεν τον άφησε να μείνει ποτέ ήρεμος. Όσο ήταν στο στρατό, τα έβαλε με την χούντα και ανατίναξε μια πυριτιδαποθήκη. Συνελήφθη και βασανίστηκε ανελέητα. Αφέθηκε ελεύθερος λίγο καιρό αργότερα, για λόγους υγείας.
Με το που βγήκε από το στράτευμα θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να κάνει πράξη το σχέδιο και το απωθημένο που είχε από μικρός. Να κάνει την μεγάλη ζωή. Ξεκίνησε τα ταξίδια. Λέγεται ότι το 1972 βρέθηκε στην Ζυρίχη και συναντήθηκε με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, ώστε να συνεννοηθούν για την δράση τους κατά της δικτατορίας.
Η ημερομηνία που άλλαξε την ζωή του προς το καλύτερο και το χειρότερο ήταν η 16η Νοεμβρίου του 1973. Πήγε με μια Τζάγκουαρ στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας κοντά στο Χίλτον. Φορούσε ρούχα Καθολικού ιερέα, γυαλιά ηλίου και γενικότερα είχε ένα αρχοντικό στυλ που ποτέ δεν θα μπορούσε να τραβήξει τις υποψίες.
Μόλις μπήκε στην τράπεζα, έβγαλε μέσα από το κοστούμι του μια καραμπίνα. Έκλεψε περίπου 2.400.000 δραχμές (τεράστιο ποσό για την εποχή) και έφυγε σαν κύριος. Κατά την διάρκεια της ληστείας, όπως είπαν και αυτόπτες μάρτυρες, δεν πείραξε κανέναν και ήταν ευγενέστατος.
Τώρα μπορούσε να αρχίσει την μεγάλη ζωή. Πρόσθεσε την λεία σε ένα καλό κομπόδεμα που είχε κάνει και αναχωρεί για την Ευρώπη. Το ρίχνει στην διασκέδαση και μάλιστα καθημερινή. Πηγαίνει σε κλαμπ, σε καζίνο και μένει σε πολυτελή ξενοδοχεία, γοητεύοντας όποια γυναίκα βρεθεί στον δρόμο του (ήταν πολύ εμφανίσιμος) ενώ αναμείχθηκε με τον «καλό κόσμο».
Μετά από Λονδίνο και Μόντε Κάρλο και ασταμάτητες σπατάλες, επιστρέφει στην Ελλάδα. Γίνεται γνωστός στους κοσμικούς κύκλους, ως ένας γοητευτικός και κομψός πλεϊμπόι, που πάντα είχε γεμάτες τσέπες. Αυτά έφταναν για να τον κάνουν περιζήτητο και ακαταμάχητο στο γυναικείο φύλο. Η πρώτη του γνωστή κατάκτηση ήταν η Μπελίντα, μια από τις πρώτες τρανσεξουαλ στην Ελλάδα (αν και ήταν παντρεμένος).
Ωστόσο η υπερβολική προβολή του, κίνησε τις υποψίες της αστυνομίας, που θέλησε να μάθει από που προήλθε ο Θεόδωρος Βενάρδος και ποια ήταν η πηγή των χρημάτων του. Ύστερα από έρευνες, συνελήφθη στο Παγκράτι την ώρα που αγόραζε μια καραμπίνα από οπλοπωλείο. Η αστυνομία ψάχνει το σπίτι του, όπου ανακαλύπτει πάνω από 1.000.000 δραχμές. Η αστυνομία περιχαρής, ανακοινώνει πως η ληστεία του καθολικού ιερέα έχει διαλευκανθεί. Του φόρτωσε όμως ακόμα πέντε ληστείες που δεν είχε κάνει. Αυτό τον έκανε να αισθανθεί αδικημένος. Την ίδια άποψη είχε και αρκετός κόσμος εκείνη την εποχή.
Οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Στις 25 Απριλίου του 1974, η απόδραση του είναι κινηματογραφική. Οι κρατούμενοι έπαιζαν ποδόσφαιρο στο προαύλιο και η μπάλα έφυγε μακριά. Οι κρατούμενοι ζήτησαν από τους φρουρούς να την πιάσουν. Ο Βενάρδος είδε ένα κενό λίγων δευτερολέπτων και πήδηξε από την μάντρα που έφτανε τα πέντε μέτρα(!) και έτρεξε προς την ελευθερία. Οι περίπου εκατό κρατούμενοι που βρίσκονταν στο προαύλιο ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Το Μάιο του 1974, μπαίνει σε μια τράπεζα στα Σεπόλια με ένα μπουκέτο λουλούδια. Όταν έφτασε στο ταμείο, η υπάλληλος είδε μέσα από την ανθοδέσμη να ξεπροβάλλει μια καραμπίνα. Αυτή την φορά κλέβει 555.000. Έφυγε πάλι κύριος. Η εφημερίδες θα τον βάλουν στο στόχαστρο. Η αστυνομία έφτασε στην τράπεζα και βρήκε το μπουκέτο. Όταν οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τι είναι, ο αστυνομικός απάντησε ειρωνικά «γλαδιόλες», αν και ήταν γαρύφαλλα. Ο Βενάρδος από εκείνη την στιγμή έμεινε στην ιστορία ως ο «ληστής με τις γλαδιόλες».
Ο λαός όμως έχει άλλη άποψη. Βλέπει στο πρόσωπό του έναν λαϊκό ήρωα, έναν άνθρωπο που δεν χρησιμοποιεί βια και ληστεύει τράπεζες, θέλοντας να περάσει μηνύματα κατά της χούντας.
Προσπάθησε να ξαναφύγει από την Ελλάδα αλλά δεν τα κατάφερε. Τον βρήκε ο καπετάνιος ενός νορβηγικού πλοίου που έπλεε για Νέα Υόρκη, τον παρέδωσε στις αρχές, οι οποίες τον συνέλαβαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η δίκη ξεκινά λίγο αργότερα. Υποστηρίζει πως έχει ψυχολογικά προβλήματα, σε κάτι που συμφωνούν μαζί του και οι 2 από τους 3 ψυχιάτρους που το εξέτασαν. Ομολογεί δυο ληστείες και ισχυρίζεται ότι τις υπόλοιπες τις είχε παραδεχτεί ύστερα από τα βασανιστήρια της αστυνομίας.
Τελικά θα καταδικαστεί σε 20 χρόνια. Οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Δεν αντέχει. Χτυπάει συχνά το κεφάλι του στο τοίχο. Καταπίνει μεταλλικά αντικείμενα συνέχεια για να νοσηλευτεί. «Θέλω να νιώσω λίγο ελεύθερος» εξομολογείται ο ίδιος στην μητέρα του. Έκανε 70 απόπειρες αυτοκτονίας.
Έκανε πέντε αιτήσεις αποφυλάκισης μελετώντας τον ποινικό κώδικα. Όλες απορρίφθηκαν. Τελικά βρέθηκε κρεμασμένος στις 10 Ιουλίου του 1984. Ήταν μόλις 35 ετών. Η οικογένειά του ζήτησε να γίνει νεκροψία, αφού θεωρούσαν πως ωθήθηκε στην αυτοκτονία. Το σώμα του ήταν γεμάτο μώλωπες. Οι «θαυμάστριες» του, έσπευσαν στο νεκροτομείο μόνο και μόνο για να τον δουν.
Στην κηδεία του βρέθηκε αρκετός κόσμος και ακόμα περισσότεροι έστειλαν στεφάνια. Ο θάνατός του έριξε φως στις άθλιες συνθήκες κράτησης που επικρατούσαν στις φυλακές Κορυδαλλού. Τρία χρόνια πριν τον θάνατό του, η ζωή του είναι η κύρια έμπνευση της ταινίας «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια». Ο Θεόδωρος Βενάρδος είχε ζήσει την ζωή του στο έπακρο, χωρίς κανόνες, επιζητώντας με ακραίο τρόπο μια καλύτερη ζωή, μια ζωή που στερήθηκε από μικρή ηλικία.