Γιουγκοσλάβος εθνικιστής, σερβοβοσνιακής καταγωγής, που με την ενέργειά του να δολοφονήσει τον διάδοχο του Αυστρο-Ουγγρικού θρόνου Φραγκίσκο Φερδινάνδο (Franz Ferdinand στα γερμανικά) και τη σύζυγό του Σοφία στο Σαράγεβο στις 28 Ιουνίου του 1914, άναψε τη θρυαλλίδα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου του 1894 στο χωριό Ομπλιάι της Βοσνίας, που βρισκόταν υπό Αυστρο-Ουγγρική κατοχή. Οι γονείς του ήταν αγρότες, σερβικής καταγωγής. Από νεαρής ηλικίας εντάχθηκε στη μυστική οργάνωση «Μλάντα Μπόσνα» (Νεαρά Βοσνία), που αποτελείτο κυρίως από σερβοβόσνιους μαθητές και ήταν αντίθετοι με την κατοχή της πατρίδας τους από τους Αυστριακούς. Στους στόχους της οργάνωσης ήταν η απελευθέρωση των σλαβικών περιοχών του ευρωπαϊκού νότου και η σύμπηξη μιας ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.
Τον Φεβρουάριο του 1912, ο Πρίτσιπ πήρε μέρος σε αντικατοχική διαδήλωση και αποβλήθηκε από το σχολείο του. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στο Βελιγράδι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εκεί ήρθε σε επαφή με τη σερβική μυστική οργάνωση «Τσέρνα Ρούκα» (Μαύρη Χειρ), αλλά δεν φαίνεται να έγινε μέλος της. Προσπάθησε, πάντως, μέσω αυτής να ενταχθεί στον σερβικό στρατό και να πολεμήσει στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά δεν έγινε δεκτός, λόγω της ασθενικής κράσης του.
Ο Πρίντσιπ επέστρεψε στο Βελιγράδι, όπου γνωρίστηκε με τον Ζίβοζιν Ραφαήλοβιτς, έναν από τους ιδρυτές των «Τσέτνικς», της πιο γνωστής σερβικής παραστρατιωτικής οργάνωσης, που όμνυε πίστη στη Σερβία και τον βασιλιά. Αυτός τον έστειλε στο στρατόπεδο της οργάνωσης στην πόλη Βράνιε, όπου εκπαιδεύτηκε στη χρήση όπλων και τη ρίψη χειροβομβίδων.
Η ευκαιρία για μια θεαματική ενέργεια κατά της Αυστρο-Ουγγρικής κατοχής της Βοσνίας δόθηκε στους νεαρούς επαναστάτες της «Μλάντα Μπόσνα» στις 28 Ιουνίου του 1914, κατά την επίσημη επίσκεψη του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας στο Σαράγεβο, προκειμένου να εγκαινιάσουν ένα νοσοκομείο. Ο Πρίντσιπ και η πενταμελής ομάδα του είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν και να γίνουν ήρωες.
Μόλις εμφανίστηκε η βασιλική πομπή στην κεντρική οδό του Σαράγεβο, ένας από την ομάδα του Πρίντσιπ, ο 19χρονος Νεντέλικο Τσαμπρίνοβιτς έριξε μια χειροβομβίδα, η οποία προσέκρουσε στην άμαξα του διαδόχου και εξερράγη σε διπλανό όχημα, τραυματίζοντας δύο από τους συνοδούς αξιωματικούς του Φραγκίσκου Φερδινάνδου. Λίγο αργότερα κι ενώ ο διάδοχος και η σύζυγός του κατευθύνονταν προς το νοσοκομείο για να επισκεφθούν τους τραυματίες αξιωματικούς, ο Πρίντσιπ τους πυροβόλησε και τους σκότωσε μ’ ένα εννιάρι πιστόλι τύπου FN1910, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα είχε προμηθευτεί μέσω σερβικού διαύλου.
Η Αυστρο-Ουγγαρία θεώρησε υπεύθυνη τη Σερβία για τη δολοφονία του πριγκιπικού ζεύγους και της κήρυξε τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου του 1914. Στον πόλεμο ενεπλάκησαν όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1917, με αποτέλεσμα να προκύψει μια γενικευμένη στρατιωτική σύγκρουση, που έσπειρε τον όλεθρο στη Γηραιά Ήπειρο και έμεινε στην ιστορία ως Α’ Πόλεμος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος.
Ο Πρίντσιπ συνελήφθη και ανακρινόμενος ισχυρίστηκε ότι δεν σκόπευε να σκοτώσει τη Σοφία, αλλά τον στρατηγό Όσκαρ Πιότορεκ, στρατιωτικό διοικητή της Βοσνίας. Στη δίκη που ακολούθησε βροντοφώναξε το πιστεύω του: «Είμαι Γιουγκοσλάβος εθνικιστής και σκοπεύω στην ενοποίηση όλων των Γιουγκοσλάβων, κάτω από οποιασδήποτε μορφής κράτος, αρκεί να είναι ελεύθερο από την Αυστρία». Στις 28 Οκτωβρίου του 1914 καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών, την ανώτερη ποινή που προβλεπόταν για δράστες κάτω των 20 ετών.
Ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις στρατιωτικές φυλακές του Τερεζίνσταντ της Βοημίας (νυν Τερεζίν Τσεχίας), προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στις 28 Απριλίου του 1918.