Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, γνωστός και ως Αγγούρης (Ντουρμπαλί Σμύρνης, 1896 – Κοκκινιά, 27 Ιουνίου 1943) ήταν Έλληνας διακεκριμένος λαϊκός μουσικός και τραγουδοποιός, από τους κορυφαίους προπολεμικούς ρεμπέτες.

Γεννήθηκε το 1896 στο Ντουρμπαλί, ένα μικρό χωριό λίγο πιο έξω από την Σμύρνη. Πήγε μόνο μέχρι την τρίτη δημοτικού στο ελληνικό σχολείο, αφού ακολουθούσε στη δουλειά τον πατέρα του, που ήταν σιδηροδρομικός και αναγκαζόταν να μετακινείται στις περιοχές της Σμύρνης.

Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο.

Συμμετείχε στην περίφημη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο (με πρώτο τον Σπύρο Περιστέρη και τον Παναγιώτη Τούντα). Εκεί γνωρίστηκε με τους άλλους μεγάλους Σμυρνιούς μουσικούς Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, τους Ογδοντάκηδες, το Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό που γύρω στο 1920 ήταν στη Σμύρνη παίζοντας βιολί κ.ά.

Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε με τη βοήθεια του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη να μάθει τη μουσική σημειογραφία. Έτσι πάρα πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα.

Με την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919, κατατάσσεται ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό που βρέθηκε στην Ιωνία, συμμετέχει στη Μικρασιατική εκστρατεία, αφού κατάφερε προηγουμένως το 1913, να αποφύγει τον τουρκικό στρατό, χρησιμοποιώντας τα έγγραφα ενός πρώτου ξαδέρφου του που είχε πεθάνει πολύ νέος. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, έρχεται ως πρόσφυγας στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Κοκκινιά του Πειραιά.

Στην Ελλάδα έπιασε κατευθείαν δουλειά ως μουσικός. Το πρώτο μαγαζί στο οποίο δούλεψε επίσημα ήταν αυτό του «Θεοφράστου» στις Τζιτζιφιές, το 1923. Εκεί γνώρισε τη τραγουδίστρια και κόρη του σημαντικού μουσικού δάσκαλου της Σμύρνης Δημήτρη Μαρωνίτη, Αγγελική Μαρωνίτη, με την οποία παντρεύτηκαν το 1927. Στα 1929 η Αγγέλα τυφλώνεται και στα 1936 αποσύρεται οριστικά από τα πάλκα αφού της το απαγορεύει ο Βαγγέλης. Κατοικώντας μαζί πλέον στην Κοκκινιά, δεν αποκτούν παιδιά και έτσι όμως, αποφασίζουν και υιοθετούν τον ανηψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου.

Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίζεται το 1933 με τρία τραγούδια του: «Αν ήμουν άντρας», «Αργιλέ μου» και «Ο Νικοκλάκιας». Έχει έντονη παρουσία μέχρι το 1937, οπότε έρχεται σε ρήξη με τη Μεταξική λογοκρισία, αρνούμενος δημόσια να λογοκριθούν τα τραγούδια του από «αμόρφωτους ανθρώπους», με αποτέλεσμα την εξαφάνισή του από τη δισκογραφία. Έτσι από το 1937 και μετά, μόνο ένα τραγούδι από τα δεκάδες που είχε, φωνογραφήθηκε στο όνομά του: «Να μη λες το μυστικό σου» με τον Κώστα Ρούκουνα στα τέλη το 1938. Συνεχίζει όμως να παίζει σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια ανά την Ελλάδα, αλλά και να γράφει τραγούδια. Πολλά από αυτά τα χάρισε σε άλλους συνθέτες και τραγουδιστές.

Όταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, παρ’ όλο που υπήρχε προσφορά εργασίας, ο Βαγγέλης Παπάζογλου ήγειρε ηθικό θέμα και μη θέλοντας να παίζει και να χορεύουνε οι «φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες» όπως είπε χαρακτηριστικά, παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι και για να μπορέσουν να ζήσουν, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Τότε προσβλήθηκε από φυματίωση κι έκανε συχνές αιμοπτύσεις και κατόπιν, η Αγγέλα πούλησε σχεδόν τα πάντα από το σπίτι για να έχουν λίγο φαγητό.

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, απεβίωσε τελικά από την φυματίωση στις 27 Ιουνίου 1943.

Σήμερα, η οδός στην Κοκκινιά όπου και βρίσκεται η οικία που κατοικούσε, έχει μετανομαστεί από Κίμωνος σε Βαγγέλη Παπάζογλου και επίσης με προσπάθειες της οικογένειας του έχει διατηρηθεί η οικία του.

Δισκογραφία

Αργιλέ μου 1933
Λαχανάδες 1933
Μαρίκα χασικλού 1934
Ο Νικοκλάκιας 1934
Αν ήμουν άντρας 1934
Η μπαμπέσα 1934
Παπατζής 1934
Βάλε με στην αγκαλιά σου 1934
Αγιοθοδωρίτισσα 1934
Ζουρλοπαινεμένης γέννα 1934
Η Βολιώτισσα 1934
Η φωνή του αργιλέ 1934
Ντερβίσαινα 1934
Ο λαθρέμπορας 1934
Σαν φουμάρω τσιγαρλίκι 1934
Μου φαίνεται 1935
Στρίβε κουτσαβάκι 1935
Ο ξεμάγκας 1935
Της το βγάλανε 1935
Σαν εγύριζα απ την Πύλο 1935
Θα στο λύσω 1936
Καλόγρια 1937
Το παιδί του δρόμου 1937
Να μη λες το μυστικό σου 1938
Το προσφυγάκι(;)

wikipedia